Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

«Ως εν πολυτίμω κυψέλη η μητρική μου καρδία εναπεταμίευσεν…»
Γεώργιος Σιβιτανίδης, Μητρική Κληρονομία ήτοι Συμβουλαί Μητρός προς Θυγατέρα, Εν Αλεξανδρεία, Εκ του Ελληνικού Τυπογραφείου «Το Αρκάδιον», 1868.

Ο Γεώργιος Σιβιτανίδης (1840-1920), γνωστός ως ο συγγραφέας του πρώτου έντυπου κυπριακού δράματος Η Κύπρος και οι Ναΐται (1869)
[1] ένα χρόνο πριν από τη δημοσίευση του πιο πάνω έργου εξέδωσε τον παραινετικό λόγo[2] Μητρική Κληρονομία ήτοι Συμβουλαί Μητρός προς Θυγατέρα (στο εξής: Μητρική Κληρονομία…), έργο το οποίο, μολονότι ήταν γνωστό από τη βιβλιογραφική έρευνα,[3] παρέμενε μέχρι στιγμής ασχολίαστο. Προτού επιχειρηθεί μια πρώτη απόπειρα σχολιασμού του, ας σημειωθεί ότι εκκρεμεί ακόμη να γίνει μια εμπεριστατωμένη (και ως εκ τούτου ακανθώδης, επίπονη και μακρόχρονη) έρευνα γύρω από τη ζωή τού εν πολλοίς άγνωστου σε μας Γ. Σιβιτανίδη, ο οποίος «εκ Λεμεσού ορμώμενος» σπούδασε νομικά στην Αθήνα, έζησε για ένα διάστημα στην Αλεξάνδρεια, όπου εξέδιδε τις εφημερίδες Μέμφις και Χρηματιστήριον, και αργότερα σταδιοδρόμησε στην Ελλάδα αρχικά ως εκδότης της εφημερίδας Τηλέγραφος[4] και έπειτα ως νομάρχης και βουλευτής.[5]
Στο εξώφυλλο του βιβλίου Μητρική Κληρονομία… που είναι τυπωμένο σε σχήμα 8ο (80 σσ.) προτάσσεται ως προμετωπίδα (motto) μια ρήση που αποδίδεται στον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα τον Κιτιέα: «Ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῇν, τοὐτέστι κατ’ ἀρετὴν ζῇν» στην οποία συμπυκνώνεται η ηθοπλαστική συγγραφική πρόθεση, που δεν είναι άλλη από την καθοδήγηση της κορασιακής νεότητας για ενάρετη ζωή. Η διδακτική διάσταση του κειμένου είναι βέβαια εμφανής και στον τίτλο, στον οποίο οι συμβουλές της μητέρας προς την κόρη της σημασιοδοτούνται ως μια πολύτιμη παρακαταθήκη (βλ. το σήμα «κληρονομία»).
Η συγγραφική πρόθεση διευκρινίζεται περισσότερο στον σύντομο πρόλογο του παραινετικού πεζογραφήματος, που παρατίθεται μετά την αφιερωματική σελίδα.[6] Προλογίζοντας το έργο του ο συγγραφέας (σ. 5) υπογραμμίζει την παιδευτική του διάσταση και το διαχωρίζει από τις «μυθιστορικές μεταφράσεις» οι οποίες, όπως υποστηρίζει, συντελούν στη χαλάρωση των ηθών της «ανθηράς» νεολαίας που «μετ’ απληστίας τρυφά εις τα θέλγητρα των συγκινήσεων τούτων». Από την άλλη, εκφράζει τον φόβο ότι το πόνημά του «θέλει ίσως θεωρηθή ως αηδής ψυχρολογία βαρύνουσα το πνεύμα», γιατί οι νέοι συνήθως αποστρέφονται «την αυστηράν γλώσσαν της αρετής και του καθήκοντος», όμως ελπίζει ότι έστω και ελάχιστοι γονείς θα εκτιμήσουν την πρόθεση και τον ωφέλιμο σκοπό του.
Ωστόσο, ο φόβος του συγγραφέα ότι το κείμενό του ενδέχεται να θεωρηθεί ανιαρό και ψυχρό αποδεικνύεται υπερβολικός, επειδή οι παραινέσεις δεν εκφέρονται από έναν συγγραφικό αφηγητή[7] αλλά από την ετοιμοθάνατη μητέρα με αποδέκτη την πεντάχρονη κόρη της ˙ με την τεχνική αυτή προσδίδεται σε αρκετά σημεία του πεζογραφήματος η θερμότητα της μητρικής στοργής που συγκινεί τον αναγνώστη.
Στην εισαγωγή του παραινετικού λόγου (σσ. 7-10) η μητέρα απευθύνεται στην περιπόθητη θυγατέρα της και εξηγεί ότι ο λόγος που την ώθησε να γράψει αυτά τα λόγια είναι η επίγνωση πως σε λίγο καιρό θα εγκαταλείψει τα εγκόσμια και έτσι αυτή θα στερηθεί τη μητρική μέριμνα.[8] Όμως, αν και γνωρίζει ότι θα πεθάνει, δεν χάνει την πίστη της στη θεία δικαιοσύνη και πρόνοια και προτρέπει με έκδηλη συγκίνηση την κόρη της να διαβάσει, όταν μεγαλώσει, τις συμβουλές της που πιστεύει ότι θα της φανούν χρήσιμες: «Σ’ εγκαταλείπω λοιπόν, κόρη μου, με την οδυνηράν συναίσθησν της εν τω μέλλοντι ερημίας σου […]. Ανάγνωθι τας σελίδας ταύτας, εν αις, ως εν πολυτίμω κυψέλη, η μητρική μου καρδία εναπεταμίευσεν ό,τι καλόν και χρήσιμον απήνθισεν εν τω πλήρει ακανθών βιοτικώ λειμώνι» (σ. 9).
Ακολούθως (1ο μέρος: σσ. 11-26) η μητέρα επικεντρώνεται στα καθήκοντα της κόρης πριν από την ενηλικίωσή της και στην παιδεία που θεωρεί καταλληλότερη για την ολόπλευρη ανάπτυξή της. Ειδικότερα, προτρέπει την κόρη της να φροντίσει τη σωματική της ύπαρξη με την κατάλληλη διατροφή, εκγύμναση και ενδυμασία και να τελειοποιήσει τις ψυχικές και πνευματικές της δυνάμεις με γνήσια παιδεία και όχι «νόθον», «την οποίαν ατυχώς το παρασύρον του ξένου πολιτισμού ρεύμα έσπειρε και μεταξύ ημών» (σ. 11). Σκοποί της παιδείας αυτής πρέπει να είναι από τη μια η αυτογνωσία, ώστε η νέα γυναίκα να γίνει σοφή, αγαθή και δίκαιη και ικανή να υπομένει τη δυστυχία, και από την άλλη η θεογνωσία.[9]
Στη συνέχεια του 1ου μέρους η μητέρα αφενός υποδεικνύει στη θυγατέρα της ότι πρέπει να τη διακρίνουν η υπομονή και η καρτερία, γιατί ο βίος είναι τραχύς, και αφετέρου την προτρέπει να μην κάνει κατάχρηση του καλλωπισμού και να μην σπαταλά τον χρόνο της σε «κενοσπούδους μελέτας», δηλαδή σε μερικές ατελείς γνώσεις μουσικής, και γενικά να μην επιδίδεται σε όσα γενικά θεωρούνται «αρκούντα της γυναικείας μαθήσεως στοιχεία» , όπως είναι «[ο] βαρβαρόφωνος ευρωπαϊκής τινος γλώσσης ψιττακισμός [και η] πιθηκίζουσα και ανεξέλεγκτος του ξένου πολιτισμού απομίμησις» (σ. 19-20).
Εξάλλου, η μητέρα προτρέπει την κόρη της να ζει λιτά, απλά και απέριττα και να μην κάνει κατάχρηση του πλούτου της, γιατί αυτός είναι πηγή αληθινής ευδαιμονίας μόνο όταν χρησιμοποιείται με μέτρο και σύνεση. Στον πατέρα της που είναι σε προχωρημένη ηλικία, αλλά ενδέχεται να μακροβιώσει, οφείλει (πέρα από την αγάπη και την ευγνωμοσύνη) υποταγή και υπομονετική αντιμετώπιση των αδυναμιών του.[10]
Στο 2ο μέρος (σσ. 26-48), που αφιερώνεται στην αρετή της γυναίκας μετά την ενηλικίωσή της, τονίζεται ότι αυτή πρέπει να είναι εχέμυθη και αξιόπιστη, να μην είναι αθυρόστομη και κακόγλωσση, να χρησιμοποιεί την ευγλωττία της για να παρηγορεί τους δυστυχείς, να ενισχύει τους ενάρετους και να συμβουλεύει τους νεότερους, να είναι τίμια, διότι «άνευ της τιμής ο βίος του ανθρώπου παρέρχεται ζοφερός» (σ. 36). Προτρέπεται ακόμη να αγανακτεί «κατά των αμαρτημάτων και ουχί κατά των αμαρτανόντων», γιατί ο άνθρωπος γεννιέται αγαθός, ποικίλες όμως περιστάσεις τον καθιστούν κακό,[11] να είναι φιλόπονη, να αξιοποιεί τον χρόνο της, να σέβεται τους ανθρώπους που έχουν φυσικές ελλείψεις σωματικές ή νοητικές, να είναι ελεήμων, να αποφεύγει την επίδειξη και να αποφεύγει πάση θυσία τον αγυρτικό κομπασμό. Τέλος, η ενάρετη γυναίκα οφείλει από τη μια να είναι ανδρεία όχι για να καταβάλλει τους άλλους, αλλά για να τιθασεύει τα πάθη της, και από την άλλη να είναι σεμνή και μετριόφρων, χαριτωμένη αλλά και προσεκτική «εις τας μετά των ανδρών σχέσεις της» (σ. 44).
Στο 3ο μέρος (σσ. 48-52), στο οποίο διατυπώνονται οι απόψεις της μητέρας για τον πολιτισμό, η μητέρα επικεντρώνεται στην πολιτισμική προσφορά του ελληνισμού και στις ιστορικές του περιπέτειες: «Ατελεύτητοι δουλείας αιώνες επεκάλυψαν τον φωτοδότην λαόν διά πυκνού αμαθείας και βαρβαρότητος πέπλου». Η απελευθέρωση της Ελλάδας αποδίδεται στη θεία πρόνοια, αφού «ο Θεός έπνευσεν ιλαρός επί του εκλεκτού αυτού και αι αλύσεις του συνετρίβησαν και επέλαμψεν ακτίς ελπίδος και δόξης επί την ταλαιπωρουμένην περιούσιον αυτού φυλήν» (σ. 50). Ωστόσο, μετά την ελληνική επανάσταση οι νεότεροι Έλληνες δεν αξιοποίησαν τους «υγιείς καρπούς» του ευρωπαϊκού πολιτισμού αλλά τους «σεσηπότας» και γενικά εγκολπώθηκαν «ό,τι ταπεινόν και ανάξιον λόγου» με αποτέλεσμα αφενός στην καθημερινή τους ζωή να προτιμούν «την μικρολόγον κομψότητα, την πολυδάπανον πολυτέλειαν, τον διηνεκώς μεταβαλλόμενον συρμόν» και τις τρυφηλές διασκεδάσεις και αφετέρου από τον δημόσιο βίο να λείπουν η ευρεία επέκταση της παιδείας , η επιστημονική πρόοδος και η βιομηχανική ανάπτυξη.
Τα κριτήρια για την επιλογή της φίλης είναι το αντικείμενο του 4ου μέρους (σσ. 52-57)˙ ιδανικότερη φίλη θεωρείται εκείνη που σέβεται τον Θεό, τιμά τους γονείς της και αγαπά τα αδέλφια της και η επιλογή της πρέπει όχι μόνο με το συναίσθημα αλλά και με τη λογική.
Στο εκτεταμένο τελευταίο μέρος του παραινετικού λόγου (σσ. 57-77) αναλύονται οι απόψεις της μητέρας για τον γάμο (σκοπός, προσόντα του καλού συζύγου, καθήκοντα της έγγαμης γυναίκας). Ο γάμος λοιπόν αποσκοπεί στην ηθική συμβίωση και στην ανόρθωση των ηθών και η αποδέκτρια των παραινέσεων καλείται, όταν θα φτάσει η κατάλληλη στιγμή, να επιλέξει ως σύζυγό της έναν άνδρα που θα διακρίνεται για τον πλούτο και την ευγένεια των αισθημάτων του, την τιμιότητα και τη σεμνότητά του και να μην παρασυρθεί από την αριστοκρατική καταγωγή, που θεωρείται από τη μια εξωτερικό και επισφαλές γνώρισμα και από την άλλη ξεπερασμένο μεσαιωνικό κατάλοιπο: «Η ψευδής αίγλη των προνομίων και των τίτλων της ευγενείας, ην η βαρβαρότης του Μέσου αιώνος επενόησεν, όπως ευχερέστερον τελεί της ακολασίας τα όργια διελύθη προ της λάμψεως, ην η ανάπτυξις του ανθρωπίνου πνεύματος διέχυσε, και ο νουνεχής κόσμος σήμερον μίαν μόνην εκτιμά ευγένειαν, την ευγένειαν της καρδίας και του πνεύματος».[12]
Η έγγαμη πια γυναίκα έχει ορισμένα καθήκοντα απέναντι στον σύζυγό της, που είναι η αφοσίωση, η πίστη, η αγάπη και η υπακοή, βασισμένη όμως στη λογική. Από την άλλη, τα οικιακά της καθήκοντα συνοψίζονται στη φροντίδα και την πρόνοια για την οικογένειά της και γενικότερα την οικιακή επιτήρηση (σ. 67). Απέναντι στα παιδιά της η μελλοντική μητέρα πρέπει αφενός να είναι στοργική και αφετέρου αυστηρή όχι όμως σε υπερβολικό βαθμό. Πρέπει να τα μάθει να αγαπούν τη λιτότητα και να αποστρέφονται το ψεύδος, να μεταλαμπαδεύει σε αυτά την αρετή με το ζωντανό της παράδειγμα και κυρίως να μεριμνά για την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση και μόρφωσή τους επιλέγοντας τους καταλληλότερους παιδαγωγούς και δασκάλους και ελέγχοντας τακτικά την ποιότητα της διδασκαλίας τους.
Μπορεί λοιπόν το Μητρική Κληρονομία… να μην αποτελεί δείγμα ευφάνταστου αφηγηματικού πεζογραφήματος, ωστόσο είναι ένα αξιοπρόσεκτο για τη γραμματεία μας παραινετικό κείμενο με εμφανείς τις επιδράσεις του Διαφωτισμού για το οποίο αρκετά ζητήματα παραμένουν ανοιχτά, όπως λόγου χάρη η διερεύνηση της σχέσης του με άλλα τυχόν ομότροπα και ομόθεμα κείμενα (πρωτότυπα ή μεταφρασμένα), η συνανάγνωσή του με άλλα «γυναικεία», ως προς τη θεματική τους κείμενα, από την οποία αναμένεται να διαφανεί η προωθημένη για τα δεδομένα των μέσων του 19ου αιώνα άποψη του Σιβιτανίδη για την κοινωνική θέση της γυναίκας και τέλος η συνεξέτασή του με το ιστορικό δράμα Η Κύπρος και οι Ναΐται, το οποίο θεωρείται από τον Θ. Χατζηπανταζή πρωτοποριακό στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, δεδομένου ότι είναι το πρώτο νεοελληνικό θεατρικό κείμενο στο οποίο γίνεται λόγος «για την ερωτική αυτοδιάθεση της γυναίκας».[13]


[1]Το Η Κύπρος και οι Ναΐται είναι ένα από τα ελάχιστα θεατρικά έργα της πρώτης περιόδου του κυπριακού θεάτρου (1869-1925) που έχουν προσεχθεί ή και σχολιαστεί (όχι τυχαία, γιατί είναι το αρτιότερο) από τη φιλολογική και ειδικότερα θεατρολογική έρευνα όχι μόνο στον κυπριακό αλλά και στον ελλαδικό χώρο. Βλ. ενδεικτικά Γ. Κατσούρης, «Το παλιό θέατρο»: Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου - Πνευματική Στέγη Λευκωσίας [εκδ.], Κυπριακή Λoγoτεχvία. Οι Ρίζες, Λευκωσία, 1980, 78˙ Γ. Κεχαγιόγλου, «Χρονικό και λογοτεχνήματα: Τύχες του Λεοντίου Μαχαιρά στη Νεοελληνική Λογοτεχνία». Ανάτυπο από το Αφιέρωμα στον Νίκο Σβορώνο, τόμ. 2, Ρέθυμνο, 1986, 413-4˙ Λ. Ζαφειρίου, Η Νεότερη Κυπριακή Λογοτεχνία. Γραμματολογικό Σχεδίασμα, Λευκωσία, 1991, 17, 97˙Λ. Παπαλεοντίου, Τα πρώτα βήματα της κυπριακής λογοτεχνικής κριτικής (1880 – 1930), Λευκωσία, Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, 1997, 258˙ Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Κυπριακή Λoγιoσύvη 1571 - 1878. Προσωπογραφική Θεώρηση, Λευκωσία, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2002, 250-251˙ στο εξής: Κυπριακή Λογιοσύνη…˙ Γ. Κατσούρης, Το Θέατρο στην Κύπρο Α΄: 1860-1939, Λευκωσία, 2005, 26˙ Θ. Χατζηπανταζής, Το Ελληνικό Ιστορικό Δράμα. Από το 19ο στον 20ό αιώνα, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2006, 138˙ στο εξής: Ιστορικό Δράμα…
2 Το ειδολογικό όνομα «μυθιστόρημα» που έχει χρησιμοποιηθεί στις βιβλιογραφικές καταχωρήσεις του έργου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, δεδομένου ότι αυτό εντάσσεται στη στοχαστική πεζογραφία και ειδικότερα στα συμβουλευτικά / παραινετικά πεζά κείμενα. Επίσης, θα ήταν λανθασμένη η χρήση του όρου «αφήγημα» για το Μητρική Κληρονομία…, επειδή αν και σε ορισμένα σημεία διακρίνονται ψήγματα αφήγησης το κείμενο δεν είναι αφηγηματικό. Για τον χαρακτηρισμό του έργου ως μυθιστορήματος βλ. Αριστείδης Κουδουνάρης, Βιογραφικόν Λεξικόν Κυπρίων 1800 - 1920. Ε΄ επηυξημένη έκδοσις, Λευκωσία, 2005, 397.
3 Βλ. Π. Κιτρομηλίδης, Κυπριακή Λογιοσύνη…, 251˙ Αρ. Κουδουνάρης, ό.π. ˙ Φίλιππος Ηλιού - Πόπη Πολέμη, Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900. Συνοπτική αναγραφή, Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 2006, τόμ. Α (1864-1900),307, λήμμα: 343. Ευχαριστώ τον Μάνο Χαριτάτο που είχε την καλοσύνη να μου αποστείλει ψηφιοποιημένο αντίγραφο του βιβλίου από το Ε.Λ.Ι.Α.
4 Στην εφημερίδα της Λεμεσού Αλήθεια (15 / 27 Σεπτεμβρίου 1897, αρ. 863) δημοσιεύεται επιστολή που έγραψε ο Γ. Σιβιτανίδης με τίτλο «Προς τους απανταχού Κυπρίους» και με χωροχρονική ένδειξη «Εν Αθήναις …1 Σεπτ. 1897». Πριν από την παράθεση της επιστολής η σύνταξη της εφημερίδας εξαίρει τη φιλοπατρία και τον «νευρώδη κάλαμον» του Σιβιτανίδη και καλεί τους αναγνώστες της να ενισχύσουν με συνδρομές την προσεχή επανέναρξη της έκδοσης της εφημερίδας του ιδίου «Τηλέγραφος». Στον πρόλογό του ο Σιβιτανίδης αφήνει να νοηθεί ότι ο Τηλέγραφος έψεξε με δριμύτητα την αγγλική κατάκτηση της Κύπρου και μετά διέκοψε την έκδοσή του. Στη συνέχεια διαβεβαιώνει τους αναγνώστες ότι με την επανέναρξη της έκδοσής της η εφημερίδα θα επιδείξει ιδιαίτερη ευαισθησία για θέματα που αφορούν την Κύπρο και απευθύνεται σε αυτούς ζητώντας την οικονομική τους συνδρομή αλλά και συνεργασίες για δημοσίευση. Τέλος εμψυχώνει τους συμπολίτες του τονίζοντας ότι «υπεράνω της ισχύος κείται η ισχύς του δικαίου, φρουρουμένη υπό της τιμής και της πίστεως …»
5 Βλ. Αρ. Κουδουνάρης, ό.π., σημ. 2. Δεν αποκλείεται από την έρευνα γύρω από τη ζωή του Γ. Σιβιτανίδη να εντοπιστούν και άλλα αθησαύριστα κείμενά του. Για την ώρα το παλαιότερο κείμενο του συγγραφέα που έχει εντοπιστεί είναι ποιητικό, φέρει τον μακροσκελή τίτλο «Εις την μνήμην του Τελεσφόρου Ματέη υπό της βροτολοιγού αφαρπασθέντος χολέρας εν Λάρνακι της Κύπρου» και τη χωροχρονική ένδειξη «Αθήνησι, τη 24 Σεπτεμβρίου 1865». Βλ. Πανδώρα, τόμ. 16, 375 (1865) 384-5.
6 Ο Γ. Σιβιτανίδης αφιερώνει το έργο του στην άγνωστη σε μας «νεαράν» Όλγα Αντωνιάδου, ως «τεκμήριον ειλικρινούς προς τας αρετάς των γονέων της θαυμασμού» (σ. 3).
7 Ο συγγραφικός αφηγητής «βρίσκεται έξω από τον κόσμο των χαρακτήρων, ο δικός του κόσμος χωρίζεται από εκείνον των χαρακτήρων με ένα οντολογικό σύνορο». Βλ. Franz Stanzel, Θεωρία της Αφήγησης (μτφρ. Κυριακή Χρυσομάλλη-Henrich) Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1999 (1985), 34.
8 Το μοτίβο του πρόωρου θανάτου της μητέρας εντοπίζεται και στο θεατρικό έργο του Γ. Σιβιτανίδη Η Κύπρος και οι Ναΐται, όπου η Ιουλία μένει ορφανή σε τρυφερή ηλικία.
9 Ας σημειωθεί ότι στον θεατρόμορφο διάλογό της Συνδιάλεξις του χορού των Μουσών επί του Ελικώνος η Σ. Λεοντιάς, εκφράζει την ίδια άποψη γύρω από το ζήτημα των σκοπών της παιδείας των νεαρών Ελληνίδων. Και για τους δύο αυτούς συγγραφείς η παιδεία πρέπει να είναι απαλλαγμένη από τις ξενόφερτες ιδέες και να έχει ελληνοχριστιανικό χαρακτήρα. Βλ. Σαπφώ Λεοντιάς, Παραστάσεις δραματικαί αρμόδιαι εις παρθεναγωγεία, ή Συνέδριον των Ηπείρων και Συνδιάλεξις του χορού των Μουσών επί του Ελικώνος, Σμύρνη, Τυπογραφείον της «Αμαλθείας», 1871, passim.
10Αξίζει να τονιστεί ότι στο σημείο αυτό η μητέρα συμβουλεύει την κόρη της ότι, αν ο πατέρας της την εμποδίζει να κάνει το καθήκον της, τότε μπορεί να επιμείνει στην εκπλήρωσή του παρακούοντάς τον αλλά και υπομένοντας την ιδιοτροπία του (σσ. 22-25)!
11 Εδώ ο Γ. Σιβιτανίδης αξιοποιεί τις απόψεις του Ζαν-Ζακ Ρουσώ σχετικά με το ζήτημα της αγωγής των νέων που ουσιαστικά ταυτίζονται με τη σωκρατική άποψη ότι κανείς δεν είναι εκ φύσεως κακός.
12 Και το χωρίο αυτό αλλά και ολόκληρο το κείμενο διαποτίζεται από τις ιδέες του Διαφωτισμού και επομένως ένας από τους βασικούς άξονες της ενδεχόμενης εργοβιογραφικής έρευνας για τον Γ. Σιβιτανίδη θα πρέπει να είναι ο προσδιορισμός των τρόπων με τους οποίους ο νεαρός τότε συγγραφέας γαλουχήθηκε με τις ιδέες του κινήματος αυτού.
13 Βλ. Θ. Χατζηπανταζής, Ιστορικό Δράμα…, 138. Από τη βιβλιογραφία του περί των γυναικών λόγου, βλ. ενδεικτικά τα πρακτικά δύο πρόσφατων συνεδρίων: Σοφία Ντενίση (επιμ.), Η γυναικεία εικαστική και λογοτεχνική παρουσία στα περιοδικά λόγου και τέχνης (1900-1940), Αθήνα, Gutenberg, 2008. Βασιλική Κοντογιάννη (επιμ.), Λόγος γυναικών, Αθήνα, ΕΛΙΑ, 2008.

ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Μικροφιλολογικά 25 (άνοιξη 2009) 23-27.
Λεωνίδας Γαλάζης