Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΚΡΙΓΚΑΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

«Λοκριγκάνα» του Λεωνίδα Γαλάζη
13/09/2010 | Του Παντελή Στεφάνου
Έλαβα εσχάτως ανά χείρας την έβδομη ποιητική συλλογή του φίλτατου Λεωνίδα Γαλάζη, με τον αινιγματικό τίτλο: «Λοκριγκάνα». Πρόκειται για μια ολιγοσέλιδη έκδοση κλασικών τυπογραφικών προδιαγραφών, με το σοζύγιασμα της μετρικής σωφροσύνης που αρμόζει σε λογοτεχνικά έργα ποιότητας, από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης» στην Αθήνα. Έργα ποιότητας κι υφολογικής έμμετρης πεμπτουσίας, διάδοχους σκυταλοδέχτες των μεγίστων στιχουργικών αποτυπώσεων της νεοελληνικής ποίησης.
Ο Λεωνίδας Γαλάζης έχει καταξιωθεί πλέον ως ένας από τους πιο μαεστρικούς υπηρέτες του νεότερου κυπριακού στίχου. Λεπτοπελεκάει μ’ υπομονή άοκνη κι επιμελημένη αβρότητα το ρεαλιστικό του ανάπαιστο και τον επενδύει με την αέρινη χλαμύδα του ιδιότυπου προσωπικού του ύφους που νοτίζει τα νοητικά αισθητήρια του αναγνώστη ωσάν θεόσταλτη δρόσος εξ ουρανού. Ενός ύφους, μες στο ανταρεμένο απ’ τον αέναο καταιγισμό των επάλληλων στοχασμών αρχιπέλαγος, του οποίου εύκολα ξεκρίνεις τις ψυχωμένες ημιθεϊκές μορφές των άφταστων πατριαρχάδων της παγκόσμιας ποίησης (T.S. Eliot) της νεοελληνικής (Γ. Σεφέρης) αλλά και της νεοελληνοκυπριακής (Κ. Μόντης).
Το πρώτο ιδίωμα που αδράχνει ο αναγνώστης κινώντας να κάνει καταδίφηση στο στιχηρό σύμπαν του Λεωνίδα Γαλάζη είναι η καυστική δηκτικότητα και η ανελέητη, σπαθάτη θωριά με την οποία αντικρίζει και φιλοσοφεί τα τεκταινόμενα στον περιρρέοντα, ανθρωποπαθή μικρόκοσμό μας. Κατέχεται από μια ανήλεη κριτική προσέγγιση, ακέρια, μανική κι αδιάφθορη. Ωσάν να μη βαστά στην απαλάμη καλαμάρι μα σπάθ’ αδραγμένη απ’ το θηκάρι όχι των γνωστικών τυλιγαδιών των παλιών σοφών αλλά μιας φαρέτρας ετοιμοπόλεμης. Ένα όμμα οξύ, καθόλου απαθές μπροστά στο κοινωνικό γίγνεσθαι του βίου μας. Κάτι που εκ πρώτης όψεως ξενίζει όποιον είχε την ευλογημένη χαρά να γνωρίζει προσωπικά τον πολυτάλαντο και κεχαριτωμένο δάσκαλο: με τη μειλίχια αναύρα και το αχνομειδίαμα ενός πλούσιου εσωτερικά και τρισεύγενου ανδρός μ’ εκείνη την αγγελόφτερη, σιγανή και ταπεινή αναστροφή.
Ο Λεωνίδας Γαλάζης παρατηρεί τις κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές, ηθικές μετενσαρκώσεις της υβριδικής, ασπόνδυλης, νεοκυπριακής κοινωνίας ωσάν αετομάτης βιγλάτορας πα στ’ ακριτικό μπεντένι της σκέψης. Κι ευθαρσώς παίρνει λαγαρή θέση και καυστηριάζει δεόντως με διακριτική ευελιξία και προφητική οξύνοια. Η όζουσα αποτελμάτωση ενός εθνικού προβλήματος που όλο και χρονίζει χωρίς τη φωτόλουστη ελπίδα να φεγγίζει στο ξάγναντο. Η υλόφρονη, νεόπλουτη και πολιτισμικά αβαθής νεοκυπριακή ιδιοσυγκρασία που οικτρά απολησμόνησε τους αγιασμένους προγόνους με τ’ άσωτο, ακέριο ήθος. Με τις μωρές παραφροσύνες της επιδειξιομανίας, της αυταρχικότητας και της παθολογικής φιλαρχίας. Της κοινωνίας με τα ξενοφοβικά και ρατσιστικά ιζήματα ν’ ασχημαίνουν το πετσί της, της συνειδησιακής απονέκρωσης, και της ιδεολογικής αποχαύνωσης. Αυτής που απέθεσε το πνεύμα της πα στου υλισμού τη θυμέλη αναθηματικό πρόσφορο. Κι ασκώνει αψηλά τα χέρια να πέμψει ιαχές δοξαστικές στις θεότητες της κερδοσκοπίας και του νεοπλουτισμού παραδομένη ερμητικά στις απολησμονιάς τ’ αδηφάγα όρνεα. Το Λεωνίδα Γαλάζη συγκινεί ο αδικαίωτος κάματος της εργατιάς, του νευρώνει τις ευαίσθητες του ψυχισμού νευρές, που της μεταπλάθει σ’ έμμετρο στοχασμό, η κοινωνική αδικία κι η ταξική ανισότητα.
Του ανταρεύει τα σώψυχα η αποξήρανση μιας απνευμάτιστης θεατρινίστικης κοινωνίας με τον δημοσιοϋπαλληλικό ραγιαδισμό της, τα συναδελφικά δωσίλογα αλληλοσφαξίματα, τον αυτοεξευτελισμό της αξιοπρέπειας για την αναρρίχηση σ’ ένα ανώτερο κοινωνικό σκαλί πιότερης περιωπής κι ευρυχωρότερου χρηματισμού. Μιας κοινωνίας που λαθεύει κρυψίνοα πίσω από τη νοηματική των λέξεων και σέρπεται υποχθόνια σαν φίδι με γαλίφικο σάλτο για να φτάσει στον ποθητό κούρσο μιας μωρής φιλοδοξίας. Μιας κοινωνίας που περιφρονεί τους ποιητές και στο καμπάνισμα του διεγερτικού τους τροχαϊκού αντιπαρέρχεται μ’ απάθεια. Με μια ισχνή συρμή ενοχής να της αυλακώνει τ’ ανάλγητα προσώπατα. Όλα ετούτα ψηφιδώνουν ένα στίχο επίκαιρο σ’ έν’ ανάγλυφο που κράζει μεγαλόφωνα όμορφες ρίμες, ίδιες προαγγελτικές κακών οιωνών οιμωγές.
Είναι συνάμα κι ένας στίχος εύχαρις που με την κοφτερή του λεπτότητα, άλλοτε σου προκαλεί τον γέλωτα, άλλοτε την απορία, άλλοτε του απερινόητου το ζόφο και τον αδιόρατο συνεσκιασμό, πάντοτε όμως ένα φιλοσοφικό αναστοχασμό και μια έντονη αδιαπραγμάτευτη κοινωνική προβληματική. Ο Λ. Γαλάζης ξεντύνει τις λέξεις και τις αφήνει ολόγυμνες τόσο, που να ξεκρίνεται η ακρότατη νοηματική τους εκδοχή και συνεκφορά. Πολλές λέξεις, παρά το απέριττο της στιγμιαίας τους αποτύπωσης, φέρουν τη νοηματική συναλληλιά δεκάδων άλλων. Άλλες νογούνται ωσάν εγερτήρια καρφιά κι άλλες ωσάν μαυρομάνικοι σουγιάδες που εμβολίζουν βαθιά το πετσί κι επιφέρουν εν’ άλγος ιαματικό. Κάποια αρπαχτά συμπλέγματα λέξεων δε έχουν τόσο κάλλος κι εννοιολογική δύναμη που κείτονται κει δα στο χαρτί ωσάν κομψοτέχνημα προικισμένου καλλιτέχνη: Ενδεικτικά απανθίζω: «του σύρματος ακάνθινου γύρω από τους ναούς του πνεύματος και πάσης μαλακίας». «Τις εκπρόθεσμες ανησυχίες των λουλουδιών», «Με τις ελπίδες να κυματίζουν μεσίστιες», «ξενιτεμένη θάλασσα», «χορταριασμένες παλινδρομήσεις», «οι εκπυρσοκροτήσεις των ποιημάτων», «Λωρίδες ύπνου στα κλαδιά των νευρώνων» κ.ά.
Ο Λεωνίδας Γαλάζης είναι ένας ταπεινός, ολιγομίλητος, ενσυνείδητος υπηρέτης της εκπαίδευσης και της φιλολογικής του ιδιότητας που κλεΐζει τη μυριοβαλλόμενη εκπαιδευτική κοινότητα του νησιού μας. Μα είναι κι ένας θαρσαλέος οξυγράφος που με την αρμονία και το κάλλος των στίχων του πάσχει να μας αναστήσει από την παρακμιακή μας χαύνωση. Κομίζοντάς μας, δώρημα τέλειον, ιάμβους δροσιστικούς ωσάν ουρανόδωτη πάχνα μες στου υλισμού την αυχμηρότητα. Σ’ ευχαριστούμε, φίλε Λεωνίδα, για ετούτο το λυσίπονο, ανάερο βάκχεμα που μας δαψιλεύουν τα βιβλία σου.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Εκπαιδευτικός - Συγγραφέας
Η Σημερινή και Ο Φιλελεύθερος, 13 Σεπτεμβρίου 2010.

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

ΛΟΚΡΙΓΚΑΝΑ

Νέα έκδοση
Λεωνίδας Γαλάζης, Λοκριγκάνα, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2010, σσ. 56.
Κυκλοφόρησε τον Ιούλιο το βιβλίο Λοκριγκάνα, που είναι η έκτη ποιητική συλλογή του Λεωνίδα Γαλάζη. Γύρω από το κεντρικό θεματικό μοτίβο του ποιητή-σιδηρουργού διαπλέκονται διάφορα θέματα, όπως η φύση και ο ρόλος της ποιητικής δημιουργίας, η σχέση του ατόμου με τις διάφορες μορφές εξουσίας, η ελευθερία και τα όριά της, οι μνήμες αγαπημένων προσώπων που χάθηκαν, οι αντιφατικές όψεις της ημικατεχόμενης Λευκωσίας, δοσμένα άλλοτε με τη φόρμα των πεζόμορφων ποιημάτων και άλλοτε με τον συνδυασμό ελεύθερου και παραδοσιακού στίχου. Από τη συλλογή Λοκριγκάνα παραθέτουμε το ποίημα «Προθάλαμος»:

ΠΡΟΘΑΛΑΜΟΣ

Πολύ θα το ’θελες να ’σουν ο επόμενος
μα δεν λογάριασες καλά.

Οι λεπτοδείχτες στάζουν αίμα
πού χάθηκαν οι καθαρίστριες
ποιος θ’ απολυμάνει τους τοίχους;
Όλοι κοιτάμε τα ρολόγια στους διάστικτους τοίχους
τις αποξηραμένες κηλίδες στο πάτωμα
λες και χαθήκαν οι φανοί και τα κράνη
λες και χάθηκε διά παντός η φωνή μας.
Δείχνουμε τα ρολόγια και κινούμε τα χείλη
δείχνουμε τις ουρές αναμονής και υψώνουμε τα χέρια.

Πώς βρεθήκαμε στον προθάλαμο
τι γυρεύουμε
πού πήγαν οι προηγούμενοι και χάθηκαν
ποιος ξέρει τι απέγιναν
αν όντως υπάρχουν.