Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

ΛΟΚΡΙΓΚΑΝΑ-"ΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΣΚΛΗΡΑ ΜΕΤΑΛΛΑ"

Ποίηση από σκληρά μέταλλα

Λεωνίδας Γαλάζης, «Λοκριγκάνα», Εκδ. Γαβριηλίδης, 2010, σελ. 60
Με τον Μιχάλη Παπαντωνόπουλο

Η αναζήτηση -ή ακόμη χειρότερα ο ορισμός- του «καλού» ποιήματος εντάσσεται μάλλον στην παθογένεια της ποιητικής τέχνης.
Υπό την έννοια, πως σε μια εποχή όπου το μορφωτικό επίπεδο των λογοτεχνών έχει ανέβει σημαντικά σε σύγκριση με περασμένες δεκαετίες, όπου οι πλείστοι ποιητές διαθέτουν τα στοιχειώδη σύνεργα προκειμένου να συγγράψουν ένα στιχούργημα που να ανταποκρίνεται στα πρότυπα του «αξιοπρεπούς» ποιήματος, μάλλον είναι ανάγκη να ορίσουμε το «κακό» ποίημα και να αναδείξουμε το «διαφορετικό» ποίημα. Όμως, η παθογένεια δεν περιορίζεται στο καλλιτεχνικό προϊόν· δεν αφορά μόνο τον φθαρμένο ποιητικό λόγο, μα και τον φθαρμένο δημόσιο λόγο των ποιητών δρώντας στο πλαίσιο της κοινωνίας. Ας μην επεκταθώ στην υπόσταση του ποιητή-προφήτη, του ποιητή-μύστη κ.λπ. Οι παραπάνω ιδιότητες δεν έχουν ούτως ή άλλως την κάποτε λειτουργικότητά τους, η οποία ουσιαστικά επρόκειτο για μία ενσαρκωμένη έννοια που συμφωνήθηκε στο φαντασιακό της κοινότητας. Ας περιοριστώ στη διαπίστωση πως πλέον συνιστά παγκόσμιο φαινόμενο η αναγωγή της ποίησης σε ακαδημαϊκή ενασχόληση και του ποιητή σε ένα μέλος της κοινωνίας που συμμετέχει στην «ανταλλαγή» προσβλέποντας σε ευτελή κι εφήμερα κέρδη κι ενός συστήματος που κατ’ εξοχήν συντρίβει τον ακτιβισμό της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Σε πρώτο επίπεδο τα 37 ποιήματα της συλλογής (ή μήπως σύνθεσης;) του Λ. Γαλάζη επιχειρούν την άσκηση μιας σκληρής κριτικής στο λογοτεχνικό «συνάφι». Πικρός και όχι πικραμένος, ο Γαλάζης παρατηρεί, στηλιτεύει, καταυγάζει την κοινωνική αναπηρία των ποιητών να μιλήσουν με τον άνθρωπο και όχι για τον άνθρωπο. Όμως, η γραφή του δεν εξαντλείται σε μια ομφαλοσκόπηση των ποιητικών ή αντι-ποιητικών δρώμενων. Επεκτείνεται σε κάθε είδους πολιτική, πολιτισμική, ηθική και αισθητική έκφανση της κοινωνίας, και κυρίως στα φαινόμενα παθογένειας που δείχνει αυτή. Και συνήθως, χωρίς να φαίνεται διαλλακτικός απέναντι στο ανθρώπινο πάθος και την αδυναμία. Τουναντίον, ο Γαλάζης, ως άλλος σιδηρουργός (δημιουργός), έχοντας σκάψει την επιφάνεια της νεοκυπριακής πραγματικότητας, ανακαλύπτει, συγκεντρώνει και κραυγάζει τα πιο σκληρά μέταλλα της ποιητικής διανοίας του.
Άλλοτε σε πεζόμορφα ποιήματα, άλλοτε κινούμενος στη μεθόριο του ελεύθερου στίχου, άλλοτε χρησιμοποιώντας παραφθορές των παραδοσιακών μορφών ποιητικής (βλ. σονέτα), ο Γαλάζης σχολιάζει από τη νεόπλουτη αντίληψη των συμπολιτών του και το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει το κυπριακό πρόβλημα μέχρι τις ρατσιστικές συμπεριφορές, την ιδεολογική πενία και την πνευματική φθορά που ενδέχεται να συμπαρασύρουν ακόμη και τα τελευταία υγιή κομμάτια της κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο πυρήνας στην ποίηση του Γαλάζη είναι η σχέση του πολίτη (και του ποιητή) με κάθε μορφή εξουσίας, και την επακόλουθη «πάλη» μεταξύ των δύο πλευρών, που διεξάγεται καθημερινά, ακόμη και σε ασήμαντα -φαινομενικά- περιστατικά του βίου.
Έτσι, ο Γαλάζης φέρνει την ποίηση και πάλι στη δική της καθαρότητα - στην καθαρότητα που σημαίνει πως η ποίηση αποτελεί ένα είδος πολιτικού ακτιβισμού και όχι μια απλή πνευματική δραστηριότητα. Εγείρει εκ νέου το ζήτημα κατά πόσο οφείλει η στάση του δημιουργού απέναντι στη ζωή να εκφράζεται και μέσω της τέχνης του. Ανασύρει τον εν πολλοίς ξεχασμένο ρόλο του ποιητή να ασκήσει κριτική έναντι της εξουσίας και να αναπτύξει τον ριζοσπαστικό του λόγο μέσα στην υποκριτική και διεφθαρμένη στάση της κοινωνίας· κατ’ ουσίαν, να κοινωνήσει την τέχνη του ως να ’ταν μέρισμα μιας ατομικής συνειδησιακής εξέγερσης, και όχι γενεσιουργός ή συνένοχη αιτία μιας συλλογικής σήψης· μιας εξέγερσης, η οποία οικοδομείται στην ανυπακοή του βίου που προσάπτει στο άτομο ο φθαρμένος κυρίαρχος λόγος. Συμπερασματικά, η «Λοκριγκάνα» του Λ. Γαλάζη έρχεται να μας υπενθυμίσει πως η ποιητική (και εν γένει καλλιτεχνική) πράξη -οργισμένη ή μη στην εκφορά της- όσο κι αν το πολιτικό, πολιτιστικό ή κοινωνικό κατεστημένο πασχίζει να πείσει για το αντίθετο, αποτελεί το κατ’ εξοχήν όπλο ενάντια σε κάθε εξουσία.

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, "Ο Φιλελεύθερος", 5 Ιουνίου 2011

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Κ. ΜΟΝΤΗ

ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Κ. ΜΟΝΤΗ
Αν και τα ενδυματολογικά θεματικά στοιχεία δεν εντοπίζονται στην ποίηση του Μόντη με πολύ μεγάλη συχνότητα, ωστόσο προκαλούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς, από τη μια, πολλά από αυτά ανάγονται σε δύο δεσπόζουσες ισοτοπίες /έρωτας/-/θάνατος/ και, από την άλλη, κατηγοριοποιούνται σε διάφορα επιμέρους σημασιακά πεδία, όπως είναι λόγου χάρη η παιδική αγνότητα και αθωότητα, ο ηρωισμός, ο εφηβικός ιδεαλισμός και η θυσία, η ιδεολογική σύγχυση σε μιαν αντιηρωική εποχή, η προδοσία, η εξαπάτηση, ο αποπροσανατολισμός και η προπαγάνδα, η κάλυψη και η αποκάλυψη, το φαίνεσθαι και το είναι. Βέβαια, ενδυματολογικά μοτίβα εντοπίζονται και στο υπόλοιπο έργο του Μόντη (περισσότερο στα πεζά και πολύ λιγότερο στα θεατρικά του κείμενα)· γι’ αυτό, η συνανάγνωση ποιητικών και πεζών κειμένων που περιέχουν το ίδιο ενδυματολογικό θεματικό στοιχείο κρίνεται επιβεβλημένη, μολονότι η καταγραφή αυτών των στοιχείων ήταν (στο μέτρο του δυνατού) συστηματική μόνο για τα ποιητικά κείμενα, ενώ για τα πεζά περιοριστήκαμε στην ενδεικτική χρήση παραδειγμάτων, χωρίς να προηγηθεί εξαντλητικός εντοπισμός του συνόλου των στοιχείων.
1. Οι ισοτοπίες /έρωτας/ - /θάνατος/
Στην ποίηση του Μόντη το μαύρο φόρεμα δεν σημασιοδοτείται πάντα κατά τον ίδιο στερεότυπο τρόπο. Εκτός από την κοινόχρηστη σημασιοδότηση του μαύρου φορέματος ως συμβόλου του πένθους και του θανάτου,1 σε αρκετά ποιήματα εντοπίζεται η λειτουργία του ως συμβόλου είτε της γυναικείας αυταρέσκειας και φιλαρέσκειας είτε της ερωτικής πρόκλησης. Στις περισσότερες περιπτώσεις της συμβατικής χρήσης του μαύρου φορέματος, αυτό παραπέμπει σε πένθος για θανάτους που επήλθαν βίαια (είτε σε πολεμικές συγκρούσεις είτε σε δυστυχήματα κλπ.). Για παράδειγμα, στο Τρίτο γράμμα στη μητέρα (1980) με τα μαύρα φορέματα αποτυπώνεται το συλλογικό πένθος του κυπριακού ελληνισμού για την τραγωδία του 1974:
Μητέρα, οι δρόμοι μας γέμισαν
αγέλαστους αξύριστους πατέρες με μαύρα πουκάμισα
γέμισαν μαυροφορεμένα κορίτσια.2

Εξάλλου, στο ποίημα «Μεταμορφώσεις» (Συμπλήρωμα Β΄) το μαύρο πουκάμισο παραπέμπει στο πένθος του πατέρα για τον χαμό του γιου του από βίαιο θάνατο, το οποίο σταδιακά τον οδηγεί στον παραλογισμό, καθότι «τον άλλο χρόνο δεν φορούσε μαύρο πουκάμισο / ούτε ήταν βουβός και συννεφιασμένος, περνούσε χορευτός και σιγοτραγουδούσε».3 Η σύζευξη πένθους και τρέλας εντοπίζεται και στο πεζογραφικό έργο του Μόντη. Ας σημειωθεί το παράδειγμα της τριαντάχρονης Μαριέττας (από τη νουβέλα Ο Σαγρίδης, 1985), που δεν μπόρεσε να υπερβεί τον πόνο της για τον χαμό του παιδιού της:
Η Μαριέττα, πάλι, ήταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα ως τριάντα χρονών που της είχε πεθάνει το μοναχοπαίδι της και πια έβγανε κάθε απόγευμα περίπατο τ’ άδειο αμαξάκι και το πρόσεχε από ’δω, το πρόσεχε από ’κει σαν να φοβόταν μην της το πάρουν. Κοίταζε τρομαγμένα γύρω έτοιμη ν’ αντιμετωπίσει κάποιο αόρατο κίνδυνο. Σεβόντουσαν όλοι το δράμα της κι αλλοίμονό του αν κάποιος νεοφερμένος πετούσε κάνα πείραγμα. Ακόμα και τα παιδιά παραμέριζαν να περάσει καθώς τους έριχνε βλέμματα υποψίας και προειδοποίησης.4

Η σύζευξη πένθους-τρέλας επανέρχεται στο διήγημα «Η τρελή του πάρκου», στο οποίο ο αφηγητής εστιάζει την προσοχή του σε μια σαρανταπεντάχρονη μαυροφορεμένη γυναίκα που συνάντησε σε ένα πάρκο στη Σόφια και την έβλεπε «να πλησιάζει ένα-ένα τα παγκάκια και να λέει κάτι». Αργότερα από ένα γέρο μαθαίνει την τραγική της ιστορία:
Μου ξήγησε πως πριν μερικά χρόνια σκοτώθηκε το παιδάκι της καθώς, φεύγοντας απ’ το πάρκο, προσπάθησε να διασχίσει τη λεωφόρο. Από τότε την ίδια ώρα πάντα θα ’ρθει στο πάρκο και θα πάρει σειρά τα παγκάκια να ρωτά:
-Σ’ αυτό το παγκάκι καθόταν ο Βόρις μου πριν τρέξει;
-Όχι. Ρώτα στο παρακάτω.
[…] Προσπαθούσα να βρω τι σημασία έχει να μάθει η μαυροφορεμένη γυναίκα σε ποιο παγκάκι καθόταν το παιδάκι της. Γιατί πρέπει να είχε σημασία, πρέπει ίσως να είχε μεγάλη σημασία τόσο γι’ αυτή όσο και για μας.5

Στην ισοτοπία /θάνατος/ υπάγεται και το θεματικό στοιχείο του άσπρου φορέματος και της λευκής κορδέλας, που παραπέμπουν σε απροσδόκητους θανάτους παιδιών και παράλληλα στην παιδική αθωότητα και αγνότητα. Στο ποίημα «Στην ψυχούλα της Χλόης Αντώνη Χριστοδουλί- δη» (Συμπλήρωμα Β΄) ο ομιλητής-αφηγητής ανακαλεί στη μνήμη του, ύστερα από σαράντα χρόνια, ένα κορίτσι που πέθανε στην εξοχή «κι έβαναν το φερετράκι του / απάνω-απάνω στο λεωφορείο του χωριού/ να το παν στη Λευκωσία». Στο ποίημα αυτό δεσπόζει η υπέρβαση του πένθους (που λείπει από τα πιο πάνω πεζά κείμενα), καθώς η άσπρη κορδέλα λειτουργεί ως αμφίσημο σύμβολο του πρόωρου θανάτου αλλά και της χαράς. Ξαναβλέποντας νοερά την άσπρη κορδέλα «που κατάφερε να ξεμυτίσει απ’ το φέρετρο» ο αφηγητής αναλογίζεται πως «ο άνεμος κι οι άσπρες κορδέλες / έχουν πάντα τη δική τους χαρά και την ανεμίζουν / […] και δεν υποπτεύονται και δεν ερευνούν / και δεν εμβαθύνουν».6
Σε άλλα ποιήματα του Μόντη το άσπρο φόρεμα συνδηλώνει πότε τον εφηβικό έρωτα και πότε τις χαρές του γάμου, ενώ πολύ συχνότερα εντοπίζουμε, αφενός, το κόκκινο φόρεμα ως σύμβολο του έρωτα με ποικίλες σημασιοδοτήσεις και αφετέρου, το μαύρο ως αμφίσημο σύμβολο του πένθους και της ερωτικής πρόκλησης.
Στο ποίημα «Το κοριτσάκι με τ’ άσπρα» (Γράμμα στη μητέρα κι άλλοι στίχοι) το λευκό φόρεμα παραπέμπει στα πρώτα εφηβικά ερωτικά σκιρτήματα και συνδέεται με τη βασανιστική προσπάθεια του ποιητικού υποκειμένου να θυμηθεί το όνομα και τη μορφή του αγαπημένου κοριτσιού:
Τι να ’γινε εκείνο το κοριτσάκι με τ’ άσπρα
που τ’ αγαπήσαμε δυο βδομάδες σ’ αυτή την ακρογιαλιά; [….]
Τριάντα χρόνια μάς έσβησαν τ’ όνομά της
τριάντα χρόνια μάς έσβησαν τη μορφή της.
Τι να ’γινε;7

Τη λειτουργία της μνήμης σε συνάρτηση με το μοτίβο του λευκού φορέματος εντοπίζουμε στο ποίημα «Εικόνες» (Στιγμές, 1958), όπου οι φωτογραφίες των νεονύμφων «με τις λευκές εσθήτες κι ανθοδέσμες» αντιπαραβάλλονται προς τις εικόνες «στους τάφους των νεκροταφείων» , καθώς όλες εκτίθενται στις προθήκες των φωτογραφείων· οι πρώτες για διαφήμιση και οι δεύτερες «με λάμψη χαράς στα πρόσωπα και λευκές εσθήτες» «μονάχα για να θυμάσαι, μονάχα να συγκρίνεις και να σκέφτεσαι».8
Με μεγαλύτερη συχνότητα από οποιοδήποτε άλλο ενδυματολογικό στοιχείο εντοπίζεται στην ποίηση του Μόντη το κόκκινο γυναικείο φόρεμα που εντάσσεται στην ερωτική ισοτοπία με ποικίλες συνδηλώσεις, όπως είναι κυρίως ο εφηβικός ερωτισμός, η ερωτική μνήμη και σπανιότερα ο αισθησιακός ερωτισμός. Συχνότατα οι αγαπημένες εφηβικές μορφές ανακαλού- νται στη μνήμη του ποιητικού υποκειμένου πολύ αργότερα (Συμπλήρωμα των Στιγμών, 1960, ιη΄):

Πάμε στο παλιό προάστιο να τ’ ανασκάψουμε
να βρούμε κάτω απ’ τους άγνωστους δρόμους […]
το σπίτι μας και τις μαθητικές στολές
και το κοριτσάκι με το καλοκαιριάτικο κόκκινο φόρεμα,
όλα έτσι ζωντανά και ζεστά σαν πριν.9

Άλλοτε η γυναικεία μορφή παρουσιάζεται να χαρακτηρίζει ως αναξιόπιστη τη μνήμη του ποιητικού υποκειμένου (Και τότ’ εν ειναλίῃ Κύπρω):10
Είπε δε[ν] φορούσε κόκκινο φόρεμα,
είπε περίεργο να τη θυμάμαι με κόκκινο φόρεμα
είπε περίεργο να την τραγουδώ με κόκκινο φόρεμα,
είπε περίεργη μνήμη,
είπε περίεργη επιμονή μνήμης.

Ας σημειωθεί εδώ ότι αργότερα ο ποιητής, κατά την προσφιλή του τακτική, επανέρχεται στο ίδιο θέμα, δίνοντας σε ευθύ λόγο την απάντηση του ποιητικού υποκειμένου στην πιο πάνω διατυπωμένη σε ελεύθερο πλάγιο λόγο κατηγορηματική άρνηση της γυναικείας μορφής ότι φορούσε κόκκινο φόρεμα (Ως εν κατακλείδι, 1984):
Δε[ν] φορούσες κόκκινο φόρεμα;
Μα τότε ποια το φορούσε για λογαριασμό σου,
μα τότε ποια το περιφέρει στη μνήμη μου εκ μέρους σου;11

Το μαύρο φόρεμα ως σήμα ερωτισμού εντοπίζεται σε δύο ποιήματα του Μόντη. Στο ποίημα «Η μαυροφορημένη»12 (Στη γλώσσα που πρωτομίλησα, 1980) υποσκάπτεται η συμβατική σημασιοδότηση του μαύρου φορέματος ως συμβόλου του πένθους, καθώς το ποιητικό υποκείμενο, από τη μια, εξυμνεί ελλειπτικά αλλά δραστικά την ομορφιά της γυναίκας και, από την άλλη, υποδεικνύει τη σχετικότητα της αντίθεσης άσπρο-μαύρο, που παραπέμπει στην υπέρβαση του πένθους και στην κατάφαση της ζωής:

Η ΜΑΥΡΟΦΟΡΗΜΕΝΗ
Μπόρουν τα μμάθκια, κόρη μου, να κλάψουσιν
που ’πάνω ’π’ έτσι σιείλη;
Έκαμες τζιαι τα μαύρα τζιαι φεντζιάζουσιν,
ασπρίζουν, εγινήκασιν ρεζίλιν.
Έμοιασες άσιλα εσούνι με τ’ ανόρπιστον
το πρώτον σιελιόνιν.
Φορεί τα μαύρ’ αμμά τα μαύρα του
εν παραπάνω που το σιόνιν.

Στο ποίημα «“Πένθος”»13 αντικείμενο της μοντικής ειρωνείας, που είναι εμφανής και στον τίτλο, αφού αυτός είναι εντός εισαγωγικών, είναι η γυναίκα που εκμεταλλευόμενη τον θάνατο ενός χωριανού της ντύνεται στα μαύρα με φιλάρεσκο τρόπο και όχι επειδή πράγματι πενθεί.
Όταν τα ενδυματολογικά θεματικά στοιχεία στην ποίηση του Μόντη δεν συναρτώνται με χρωματικά σήματα, συνδέονται με πιο τολμηρές και αισθησιακές συνδηλώσεις, καθώς το ποιητικό υποκείμενο εστιάζει την προσοχή του στο ίδιο το φόρεμα ως μέσο κάλυψης ή αποκάλυψης του ποθητού γυναικείου σώματος. Λόγου χάρη, στην έντιτλη ιδιωματική στιγμή «Το φουστάνιν της» (Στη γλώσσα που πρωτομίλησα, 1980)14 μέσω του ενδυματολογικού κώδικα προβάλλεται ειρωνικά (μέσω της επανάληψης) η γυναικεία φιλαρέσκεια και συνυποδηλώνεται η λανθάνουσα παρουσία ενός ή περισσότερων δεκτών της συγκρατημένης ερωτικής πρόκλησης:
ΤΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙΝ ΤΗΣ
Εψευτοψήλωσέν το να ψευτοκνιστεί η ψεύτισσα
τζι εψευτοξίχασέν το η ψευτοξιχασούρα.

Πέρα από τη θέαση του θελκτικού γυναικείου σώματος, όπως εντοπίζεται πιο πάνω, αλλού τα ενδυματολογικά στοιχεία παραπέμπουν στην ερωτική φαντασίωση και ειδικότερα στην απογύμνωση του επιθυμητού γυναικείου σώματος. Προφανώς, στην πιο κάτω τετράστιχη ιδιωματική στιγμή (Και τότ’ εν ειναλίῃ Κύπρω, 1974)15 το ποιητικό υποκείμενο δεν εστιάζει την προσοχή του στη δαντέλα αλλά στην ομορφιά του γυναικείου σώματος, το οποίο (κατά παιγνιώδη τρόπο και με σεξουαλικές συνδηλώσεις)16 την ίδια στιγμή αποκαλύπτεται και καλύπτεται:
Όταν πρωτοφόρεσες τη δαντέλα
κι εκείνη ξαφνιάστηκε απ’ την αφή,
κι εκείνη ανατρίχιασε απ’ την αφή,
και διεστάλησαν οι τρυπίτσες της
και συνεστάλησαν οι τρυπίτσες της μη δει άλλος…

2. Άλλα σημασιακά πεδία
2.1. Ο ηρωισμός και ο εφηβικός ιδεαλισμός
Αρκετά ενδυματολογικά θεματικά στοιχεία που δεν ανάγονται άμεσα στις δύο δεσπόζουσες ισοτοπίες του έρωτα και του θανάτου, μολονότι συχνά συναρτώνται με αυτές, εντάσσονται σε επιμέρους σημασιακά πεδία. Η χρωματιστή γραβάτα και το σκουφί παραπέμπουν στα νεανικά όνειρα, στον εφηβικό ιδεαλισμό και στις ηρωικές πράξεις. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Μιχαλάκης Καραολής»17 (Συμπλήρωμα των Στιγμών, 1960) η γραβάτα συνδηλώνει τον νεανικό ενθουσιασμό και τη βαθύτατη πίστη στο δίκαιο του αγώνα των Κυπρίων για απελευθέρωση:

ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΚΑΡΑΟΛΗΣ
Μην πάρετε οποιαδήποτε φωτογραφία του.
Υπάρχει μια όταν ήταν δεκαέξι χρονών, […]
μια φωτογραφία με την πρώτη του χρωματιστή γραβάτα […]
Αυτή ταιριάζει. Έτσι ήταν ξανά όταν πέθαινε,
αυτό το ίδιο τραγούδι τραγουδούσε,
χωρίς ίχνος ενδιάμεσης αλλαγής
ούτε καν απ’ την αγχόνη.

Από την άλλη, το σκουφί παραπέμπει στην αγωνιστικότητα, στην ανάταση και στην αντίσταση, όπως φαίνεται στην πιο κάτω στιγμή από τα Κύπρια Ειδώλια (1980):18
Στης ανηφόρας σας τα σκόρσα
βάλτε τα σκουφιά και τα όνειρά σας όρσα

Ας σημειωθεί ότι το ίδιο ενδυματολογικό στοιχείο λειτουργεί με όμοια σημασιοδότηση στη νουβέλα του Μόντη Κλειστές Πόρτες (1964):19
Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες απ’ τις περιγραφές της μάχης. Δημοσίευαν μεγάλες φωτογραφίες του Νίκου (παλιές, τρυφερές φωτογραφίες με το σκουφί του Γυμνασίου, με το βλέμμα του Γυμνασίου, με το χαμόγελο του Γυμνασίου) και διηγόντουσαν πώς ο νεαρός τομεάρχης στάθηκε μονάχος να καλύψει τους άνδρες του για να μπορέσουν να διαφύγουν.

Στην ίδια νουβέλα προβάλλεται η αγωνιστική δράση όχι μόνο των εφήβων και των νέων αλλά και μικρότερων μαθητών και μαθητριών, καθώς ο αφηγητής αναφέρεται στη διαταγή των Άγγλων να πυροβολούνται όσοι συλλαμβάνονται να διανέμουν φυλλάδια της ΕΟΚΑ:20

[…] Ήταν μικρά κοριτσάκια του σχολείου με το γυριστό καστορένιο καπελάκι (ποτές μην αλλάξει αυτό το καπελάκι) […] ήταν μικροί μαθητές με το στραβό σκουφί […].

Επιπλέον, στο ποίημα «Τουρκική εισβολή-ο αγνοούμενος»21 το σκουφί, ως σήμα της λεβεντιάς, και η χρωματιστή γραβάτα, ως σύμβολο της νεότητας και της χαράς της ζωής, συνδυάζονται και αντιπαρατίθενται προς την παρατεταμένη για χρόνια αβεβαιότητα της μητέρας του εικονιζόμενου αγνοούμενου και στην επώδυνη μνήμη:

ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ-Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ
Αυτή τη γελαστή φωτογραφία
με το στραβό σκουφί
και τη χρωματιστή γραβάτα
που ’χει καρφιτσωμένη στο στήθος της η μάνα του
δε θα την έβγανε εκείνος, βέβαια,
αν ήξερε πως μια μέρα
το γέλιο του και το στραβό σκουφί
κι η χρωματιστή γραβάτα
θα κάρφωναν πιο βαθιά το μαχαίρι στην καρδιά της.

2.2. Ανάμεσα στην αισιοδοξία και την απαισιοδοξία
Η χρωματιστή γραβάτα και η φούστα της αυγής, οι σημαίες που ξεπλύθηκαν και φόρεσαν τα γιορτινά τους παραπέμπουν στην αισιόδοξη ενατένιση της ζωής. Ειδικότερα με την ψευδοπροσωποποιία22 της αυγής αποδίδεται μια ειδυλλιακή εικόνα της Κερύνειας (Ποίηση του Κώστα Μόντη, 1962):23

[…] να δούμε την Κερύνεια μεσ’ στο πρωινό πετροβόλημα του ήλιου,
κάτω απ’ τη γαλανή φούστα της αυγής
μεσ’ το χρυσό δίσκο του απογεύματος.

Ωστόσο, πολύ συχνά η αισιοδοξία στην ποίηση του Μόντη συνυπάρχει με τον σκεπτικισμό και την τάση της διερεύνησης της αθέατης όψης των πραγμάτων. Και στην περίπτωση αυτή η λειτουργία της μνήμης είναι καταλυτική, καθότι χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει πέρα από τη γιορτινή ατμόσφαιρα, την οποία συνδηλώνουν οι σημαίες, στο βάθος με τις επώδυνες ιστορικές εμπειρίες (Αντίμαχα, 1983),24 για να καταλήξει στην εθνική αυτογνωσία:

ΣΗΜΑΙΕΣ
Μην τις ζηλεύετε σήμερα
που ξεπλύθηκαν και φόρεσαν τα γιορτινά τους
και συγκατανεύουν
κι επιδεικνύονται στις παρελάσεις.
Ανατρέξατε σ’ άλλες εμπειρίες τους.

Στη διάζευξη αισιοδοξία vs απαισιοδοξία παραπέμπουν οι ενδυματολογικές διαφοροποι- ήσεις που εντοπίζονται στο «Μέρα αργίας» (Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής, 1954),25 ένα ποίημα του ιδιωτικού χώρου, στο οποίο ο ομιλητής διαφοροποιείται από τους περαστικούς, καθώς κυκλοφορεί στους δρόμους σε εργάσιμη μέρα ντυμένος με την «ξεκουραστική» και «ξέγνοιαστη» κυριακάτικη φορεσιά του, ενώ εκείνοι φορούν «πολυάσχολα ρούχα της δουλειάς», που είναι «ολότελα καθημερινά και πρόχειρα» και «προπάντων σκεφτικά». Ωστόσο, η επιφανειακή αντίθεση στην οποία παραπέμπουν οι συνεκδοχικές προσωποποιήσεις «ξέγνοιαστη φορεσιά» και «σκεφτικά καθημερινά ρούχα» αίρεται από την καταληκτική ομολογία του ποιητικού υποκειμένου ότι μόνο φαινομενικά είναι ξέγνοιαστος, καθώς τον βαραίνει η δυσθυμία και η μελαγχολική διάθεση:

Καθόλου δεν μ’ αρέσει η ιδέα αυτή
Αν ήταν καν ιδέα δική μου.
Τουλάχιστο να ταίριαζε
Με κάποιαν εσωτερική μου διάθεση.
Μα ούτ’ αυτό – πρωτίστως ούτ’ αυτό.

Κατά ομόλογο τρόπο, το σακάκι στο ποίημα «Για τον αδερφό μου Νίκο-Λάρνακα 1922»26 σημαίνει το εγχείρημα για απόκρυψη των σημαδιών της ασθένειας και του σωματικού άλγους, που ανακαλεί στη μνήμη του ο ομιλητής-ποιητής ύστερα από πολλά χρόνια:

Κάποιες ώρες της μελαγχολίας μου
αναδύεται ο Νίκος μας,
το δεκαεξάχρονο παιδί
που έκλεινε ως απάνω το σακάκι
για να κρύψει τα κουβάρια της λευχαιμίας
που του γέμιζαν τον λαιμό.

Μια προγενέστερη μνεία της ίδιας επώδυνης οικογενειακής εμπειρίας εντοπίζουμε στο μυθιστόρημα του Μόντη Ο αφέντης Μπατίστας και τα άλλα (1980),27 όπου γράφει για τον πρόωρα χαμένο αδελφό του Νίκο:
στα δεκαπέντε του χρόνια και γέμισε ο λαιμός του κουβάρια και κούμπωνε τη στολή του σχολείου ως απάνω να μη φαίνονται μέχρι που δεν κρυβόντουσαν πια και ντρεπόταν να πάει σχολείο να τον ρωτάν οι συμμαθητές του και κλείστηκε στωικά στο σπίτι […]

2.3. Η ιδεολογική σύγχυση και η αντιηρωική εποχή
Στο ποίημα «Το αναποκάλυπτο άγαλμα» (Αγνώστω ανθρώπω, 1968)28 μεταφερόμαστε στον δημόσιο χώρο. Το οιονεί ένδυμα, δηλαδή το ρούχο με το οποίο είναι καλυμμένο το άγαλμα μέχρι τα επίσημα αποκαλυπτήρια, σε κανονικές συνθήκες συμβολίζει την απόδοση σεβασμού και θαυμασμού στον τιμώμενο ήρωα. Ωστόσο, στο συγκεκριμένο ποίημα το άγαλμα παραμένει καλυμμένο για χρόνια, καθότι τα αποκαλυπτήριά του αναβάλλονται, και το ρούχο που το καλύπτει άρχισε να καταστρέφεται. Το άγαλμα παραπέμπει στην καταξίωση των ηρώων, στην απόδοση τιμής σε αυτούς, ενώ το ξεθωριασμένο ρούχο χρησιμοποιείται ως σήμα της γενικευμένης κρίσης αξιών που οδηγεί σε μιαν αντιηρωική στάση ζωής:
Ξεθώριασε το ρούχο γύρω μας,
ξεσκίστηκε κάπου κοντά στα χείλια […]
Ας μην υποψιαστούμε πως θα μείνει
ώσπου να διέλθει ένα προς ένα
εκείνα τα φοβερά στάδια των ξεσκισμένων λωρίδων
που παίρνει ο άνεμος [….]
ώσπου να μην έχει σημασία πια
ποιος θ’ αποκαλυφθεί,
ώσπου να μην έχει σημασία πια
τι παριστάνουμε.

Αν λάβουμε υπόψη ότι το ποίημα δημοσιεύεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι σε αυτό αποτυπώνεται με τόλμη29 η πικρία του ποιητικού υποκειμένου για την ιδεολογική σύγχυση και την αντιηρωική στάση ζωής που διαδέχθηκε τη συλλογική πάλη του κυπριακού λαού για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού στη δεκαετία του 1950.
2.4. Η εξαπάτηση και ο αποπροσανατολισμός
Με την ίδια τόλμη ο ποιητής ψέγει τόσο τους πολιτικούς, που δεν λένε την αλήθεια στον λαό, όσο και τους ίδιους τους πολίτες, που δεν ασκούν το δικαίωμα της κριτικής. Οι ποδιές και οι φανελίτσες (που σε άλλα ποιήματα του Μόντη συνδηλώνουν την παιδική αγνότητα και αθωότητα),30 στο πιο κάτω απόσπασμα από το Δεύτερο γράμμα στη μητέρα (1972)31 σημαίνουν την παθητική αποδοχή της παραπλάνησης:
Καθόμαστε με τις ποδιές και τις φανελίτσες μας στα θρανία
κι ακούμε τους ομιλητές που ψεύδονται,
καθόμαστε στα θρανία
κι ακούμε τους ομιλητές που ξέρουμε πως ψεύδονται
κι ακούμε τους ομιλητές
που ξέρουν πως ξέρουμε πως ψεύδονται.

Πιο διεκδικητική στάση των πολιτών υποδηλώνεται στο ποίημα «Κύπριος πολιτευτής» (Κύπρος εν Αυλίδι, 1976),32 όπου τα βέλη της μοντικής ειρωνείας33 στρέφονται εναντίον της εξαπάτησης του λαού από μια μερίδα πολιτικών, η οποία αυτή τη φορά αποκαλύπτεται:

ΚΥΠΡΙΟΣ ΠΟΛΙΤΕΥΤΗΣ
Και μιαν αυγήν απροσδοκήτως
μας πάτησαν την άκρηα της εσθήτος.

Με ενδυματολογικούς όρους αποδίδεται επίσης η συγκρατημένη αγανάκτηση του ποιητή για τις ευθύνες της διεθνούς διπλωματίας και ιδιαίτερα του τότε υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ για τα τραγικά γεγονότα του 1974 στο νησί. Τα μανίκια, το καπέλο και εν γένει η στολή του ταχυδακτυλουργού σημαίνουν τις δόλιες μεθοδεύσεις εναντίον του κυπριακού λαού:
Ο ΤΑΧΥΔΑΧΤΥΛΟΥΡΓΟΣ
Στον Henry Kissinger
Μην ψάχνετε στα μανίκια του,
μην ψάχνετε κάτω απ’ το καπέλο του,
αφήστε τον άνθρωπο να κάνει το νούμερό του!34

2.5. Η προδοσία
Όμως για την τραγωδία της Κύπρου οι ευθύνες δεν βαραίνουν μόνο τους μάγους της διεθνούς διπλωματίας αλλά και εμάς τους ίδιους, στον βαθμό που δεν συνειδητοποιήσαμε έγκαιρα τις ευθύνες μας. Στο Τρίτο γράμμα στη μητέρα (1980)35 ο προσωποποιημένος Πενταδάχτυλος έχει στοιχειώσει:

Τις νύχτες τρία παράξενα ματωμένα φώτα
μας σημαδεύουν απ’ τις πλαγιές του, μητέρα
τρία παράξενα ματωμένα φώτα
μας σημαδεύουν απ’ την κουκούλα του.
Ναι, μητέρα, την κουκούλα του,
αυτή την ίδια φοβερή μαύρη κουκούλα
που φορούσαν οι καταδότες στην Επανάσταση
και λαμπύριζαν παγωμένα τα μάτια τους μεσ’ απ’ τις δυο τρύπες
όταν σήκωναν το χέρι να μας δείξουν.

Στο πιο πάνω απόσπασμα το ενδυματολογικό στοιχείο της κουκούλας λειτουργεί με δύο διαφορετικούς τρόπους: από τη μια, ως μέσο κάλυψης της ταυτότητας των προδοτών στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου (1955-1959) και, από την άλλη, ως μέσο που χρησιμοποιεί ο προδομένος Πενταδάχτυλος για να αφυπνίσει τους Κυπρίους από την παθητική και προδοτική τους αδιαφορία. Επομένως, η εμφατική διαβεβαίωση του ποιητικού υποκειμένου ότι πρόκειται για την ίδια κουκούλα είναι παραπλανητική, δεδομένου ότι τη μια φορά παραπέμπει σε εκείνους που διαπράττουν την προδοσία και την άλλη σε εκείνους που υποφέρουν εξαιτίας της, αν δεχτούμε ότι ο Πενταδάχτυλος σημαίνει μετωνυμικά τον προδομένο κυπριακό λαό. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι το ίδιο ενδυματολογικό στοιχείο εντοπίζεται στη νουβέλα του Κ. Μόντη Κλειστές πόρτες:
Την πρώτη μέρα του κέρφιου μάς μάζευαν άνδρες και αγόρια από δεκαπέντε χρονών κι άνω στην αυλή του σχολείου και μας κρατούσαν ώρες πολλές διψασμένους και πεινασμένους […] ώσπου να ’ρθει η σειρά μας – και τι αργά που ερχόταν – ν’ ανακριθούμε ή να περάσουμε μπροστά απ’ τον «κουκουλοφόρο», τον πληροφοριοδότη, που κρυμμένος κάτω από μια μαύρη κουκούλα κοίταζε μέσα από δυο τρυπίτσες κι έδειχνε ποιους να πιάσουν […]. Τα είδα έπειτα πολλές φορές στ’ όνειρό μου τα μάτια του κουκουλοφόρου να με κοιτάζουν μέσ’ απ’ τις δύο τρυπίτσες […].36

3. Συμπέρασμα
Μπορούμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε ότι από τη σημασιολογική ανάλυση των ενδυματολογικών θεματικών στοιχείων στην ποίηση του Μόντη καταδεικνύεται ότι ο ποιητής τα χρησιμοποιεί κυρίως ως σύμβολα ανθρώπινων τάσεων και συμπεριφορών πότε με ειρωνικό και καταγγελτικό τόνο, πότε με ελεγειακή διάθεση και συχνά με συνδυασμό των δύο. Κυρίως, όμως, από τη σύντομη και δειγματοληπτική αυτή προσέγγιση, αναδεικνύεται ως σημαντικός θεματικός άξονας της ποίησης του Μόντη η μνήμη (σε διάφορα επίπεδα: ατομικό, συλλογικό, πολιτικό, ιστορικό κλπ.), η λειτουργία της οποίας ειδικά στα Γράμματα στη μητέρα έχει ήδη σχολιαστεί από την κριτική,37 αλλά αξίζει να διερευνηθεί πιο διεξοδικά σε ολόκληρο το ποιητικό του έργο. Συσχετισμοί με τη λειτουργία της μνήμης στο έργο άλλων ποιητών (πρώτιστα του Κ. Π. Καβάφη, ίσως και άλλων) ενδέχεται να αποδειχθούν ιδιαίτερα γόνιμοι.

--------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1.Στα ποιητικά κείμενα του Μόντη το μαύρο φόρεμα δεν συνδηλώνει την καθημερινή βιοπάλη της γυναίκας. Αυτό το θεματικό μοτίβο εντοπίζεται στο διήγημά του «Οι "γυναίκες μου"» (Διηγήματα, 1970), όπου ο ομοδιηγητικός αφηγητής περιγράφει με ιδιαίτερη συμπάθεια τις μαυροφορεμένες εργάτριες του μεταλλείου: «Ειν’ όλες τους μεσήλικες εκτός από την Αννού. Φοράν μαύρα κι έχουν στο κεφάλι ένα σφιχτοδεμένο μαντήλι. Μυρίζουν πυρίτη και τα χέρια τους και τα πρόσωπά τους είναι μαυρισμένα απ’ το μετάλλευμα. Δεν τις είδα παρά μια-δυο φορές ξεπλυμένες και με καθαρά ρούχα γιατί τις βλέπω πάντα την ώρα που γυρίζουν απ’ τη δουλειά». Βλ. Κώστας Μόντης, Άπαντα Β΄: Πεζά, Ίδρυμα Αναστάσιου Γ. Λεβέντη, Λευκωσία, 1987, 1713· στο εξής: Άπαντα Β΄: Πεζά…
2.Βλ. Κώστας Μόντης, Άπαντα Α΄, Ποίηση, Λευκωσία, Ίδρυμα Αναστάσιου Γ. Λεβέντη, Λευκωσία, 1987, 913· στο εξής: Άπαντα Α΄, Ποίηση…
3.Βλ. Κ. Μόντης, Άπαντα: Συμπλήρωμα Β΄, Ίδρυμα Αναστάσιου Γ. Λεβέντη, Λευκωσία, 1991, 91· στο εξής: Συμπλήρωμα Β΄…
4.Βλ. Κ. Μόντης, Άπαντα Β΄: Πεζά…, 1634.
5.Ό.π., 1761.
6.Βλ. Κ. Μόντης, Συμπλήρωμα Β΄..., 104.
7.Βλ. Κ. Μόντης, Άπαντα Α΄, Ποίηση…, 469.
8.Ό.π., 426. Εγώ υπογραμμίζω.
9. Ό.π., 43. Βλ. επίσης το ομόθεμα ποιήματα «Κι άλλο των Αγίων Ομολογητών» (Ποίηση του Κώστα Μόντη), ό.π., 450· «Άγιοι Ομολογητές» (Και τότ’ εν ειναλίῃ Κύπρω), ό.π., 548.
10. Ό.π., 180. Η διπολική διάζευξη μνήμη-λήθη σε συνάρτηση με την ερωτική ισοτοπία εντοπίζεται σε διάφορα ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη. Βλ. ενδεικτικά το ποίημα «Μακριά», όπου (χωρίς τη χρήση του ενδυματολογικού κώδικα) το ποιητικό υποκείμενο δυσκολεύεται να προσδιορίσει τον ακριβή χρόνο της εφηβικής ερωτικής του εμπειρίας και το χρώμα των ματιών της αγαπημένης του μορφής: «Εκείνη του Αυγούστου – Αύγουστος ήταν; – η βραδιά… / Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά… / Α, ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί». Βλ. Κ. Π. Καβάφης, Ποιήματα Α΄ (1896-1918) (επ. Γ. Π. Σαββίδης), Αθή- να, Ίκαρος, 57. Βλ. επίσης το ποίημα «Γκρίζα» (ό.π., 88), όπου κατά παρόμοιο τρόπο αποτυπώνεται η δυσκολία του ποιητικού υποκειμένου να ανακαλέσει την απομακρυσμένη χρονικά ερωτική εμπειρία.
11.Ό.π., 338.
12.Ό.π., 338.
13.Βλ. Κ. Μόντης, Συμπλήρωμα Β΄…, 146.
14.Βλ. Κ. Μόντης, Άπαντα Α΄, Ποίηση…, 1190.

15.Ό.π., 198.
16.Πιο τολμηρές σεξουαλικές συνδηλώσεις εντοπίζονται στο ποίημα «Παιγνίδι» (Συμπλήρωμα Β΄…, 253), όπου ο ομιλητής καλεί απροκάλυπτα τη γυναικεία μορφή «ν’ ανοίξει το μπολεράκι» της· το «χιόνι του βουνού» και ο «αφρός του πελάγους» παραπέμπουν στον σαρκικό έρωτα και στην ολοκλήρωση της ερωτικής πράξης.
17.Ό.π., 433.
18.Ό.π., 1130.
19.Βλ. Κ. Μόντης, Κλειστές πόρτες, Άπαντα Β΄: Πεζά, 1608.
20. Ό.π., 1560.
21.Βλ. Κ. Μόντης, Συμπλήρωμα Α΄…, 108.
22.Για τις ψευδοπροσωποποιίες στην ποίηση του Μόντη, βλ. Λ. Γαλάζης, Η προσωποποίηση στο ποιητικό έργο του Κώστα Μόντη, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2008, 23-24.
23.Βλ. Κ. Μόντης, Άπαντα Α΄, Ποίηση…, 462.
24.Ό.π., 707. Βλ. επίσης το ομόθεμο ποίημα «Παράξενα» (Και τότ’ εν ειναλίῃ Κύπρω), ό.π., 1028, όπου η γιορτινή ατμόσφαιρα του εορτασμού της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου, με τα παιδιά που είναι «ντυμένα γιορτινά / σαν εύζωνοι ή ναυτάκια» , επισκιάζεται από την έκρυθμη κατάσταση που επικρα- τούσε στο νησί το 1974.
25.Ό.π., 1168.
26.Βλ. Κ. Μόντης, Συμπλήρωμα Δ΄, Λευκωσία, Ίδρυμα Αν. Γ. Λεβέντης, 1997, 68.
27.Κ. Μόντης, Άπαντα Β΄: Πεζά…, 1376.
28.Κ. Μόντης, Άπαντα Α΄, Ποίηση…, 484.
29.Για την τολμηρή πολιτική και κοινωνική κριτική στην ποίηση του Μόντη, βλ. ενδεικτικά Γ. Π. Σαββίδης, «Πολυχρόνιο για τον Μόντη», [Συλλ. Τόμ.], 12 Κείμενα για τον Κώστα Μόντη (επ. Γ. Κεχαγιόγλου, Μ. Πιερής), Αθήνα, Ερμής, 1984, 89· Μιχάλης Πιερής, Από το μερτικόν της Κύπρου, Αθήνα, Καστανιώτης, 1991, 17.
30.Βλ. ενδεικτικά: «Η ποδιά της Στάλως», Γράμμα στη μητέρα κι άλλοι στίχοι, 1965, ό.π., 991· «Στην ψυχούλα της Χλόης Αντώνη Χριστοδουλίδη», Συμπλήρωμα Β΄…, 104· «Ο αγαθούλης και η Κική», Συμπλήρωμα Γ΄…, 17.
31.Ό.π., 900.
32. Ό.π., 1045.
33.Για την ειρωνεία στην ποίηση του Κ. Μόντη, βλ. ενδεικτικά Λευτέρης Παπαλεοντίου «Ειρωνικές Στιγμές του Κώστα Μόντη»: Όψεις της ποιητικής του Κώστα Μόντη, Αθήνα, Σοκόλης, 2006, 27-54.
34.Βλ. Κ. Μόντης, Πικραινόμενος εν εαυτώ, ό.π., 569.
35.Ό.π., 912.
36.Βλ. Κ. Μόντης, Άπαντα Β΄: Πεζά…, 1589.
37.Ειδικότερα για τη λειτουργία της μνήμης στα Γράμματα στη μητέρα του Κ. Μόντη, βλ. Παντελής Βουτουρής, «Σημειώσεις και σχόλια για τα τρία Γράμματα στη μητέρα του Κ. Μόντη», Η Λέξη 152 (Ιούλ.-Αύγ. 1999) 430-435.
Λεωνίδας Γαλάζης
Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Κύπρου
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Νέα Εποχή 307 (χειμώνας 2010-2011)39-50.

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Γ. ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ-Λ. ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Γιώργος Κεχαγιόγλου-Λευτέρης Παπαλεοντίου, Ιστορία της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας, Λευκωσία, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2010, σσ. 960. Με την Ιστορία της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας (ΙΚΛ) των Γιώργου Κεχαγιόγλου και Λευτέρη Παπαλεοντίου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, αναδεικνύονται ο πλούτος, η πολυμέρεια, και η πολυμορφία της κυπριακής λογοτεχνίας από τον 12ο αιώνα μ. Χ. μέχρι την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, και, από την άλλη, προτείνονται άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα αξιολογικές αποτιμήσεις και σταθμίσεις για τα κείμενα και τους συγγραφείς. Αν και οι συγγραφείς, που αφιερώνουν το βιβλίο τους στη μνήμη του Γιάννη Κατσούρη και στον Φοίβο Σταυρίδη, με σεμνότητα και μετριοπάθεια σημειώνουν προλογικά πως αυτό «θα συμβάλει στην κάλυψη ορισμένων από τα κενά που έχει αφήσει η προγενέστερη έρευνα και [...] ότι θα αποτελέσει ερέθισμα για μελλοντικές αρτιότερες συνθέσεις» (σ. 12) και τονίζουν επιλογικά ότι «στο φιλολογικό είδος των Ιστοριών της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας είμαστε ακόμα σχεδόν στα πρώτα βήματα», πιστεύουμε ότι η ΙΚΛ είναι ένα σημαντικό επίτευγμα στην κυπρολογική περιοχή της νεοελληνικής φιλολογίας.
Στην πολυσέλιδη γραμματολογική τους πραγματεία (το πρώτο μέρος της αφορά την περίοδο από τον 12ο αιώνα μέχρι το 1821και εκπονήθηκε από τον Γ. Κεχαγιόγλου, ενώ το δεύτερο καλύπτει το διάστημα από τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης μέχρι σήμερα και εκπονήθηκε από τον Λ. Παπαλεοντίου) είναι προφανές, αφενός, ότι οι δύο νεοελληνιστές έχουν άμεση εποπτεία του πρωτογενούς υλικού (κυρίως πολυάριθμων χειρογράφων που βρίσκονται διασκορπισμένα σε διάφορες βιβλιοθήκες του κόσμου και πολλών σπάνιων ή δυσεύρετων βιβλίων)∙ αφετέρου, συζητούν διεξοδικά τις απόψεις των μελετητών και των κριτικών γύρω από τα λογοτεχνικά κείμενα που τους απασχολούν, αναδεικνύοντας σε αρκετές περιπτώσεις την αναγνωστική πρόσληψη των συγγραφέων (π.χ. των Λεόντιου Μαχαιρά, Βασίλη Μιχαηλίδη, Δημήτρη Λιπέρτη, Κώστα Μόντη κ. ά.) στη διαχρονική της προοπτική.
Με την ΙΚΛ οι Γ. Κεχαγιόγλου και Λ. Παπαλεοντίου δεν επιχειρούν να πείσουν τον αναγνώστη ότι στην εργασία τους επιλύονται όλα τα εκκρεμή ζητήματα γύρω από τη μελέτη της κυπριακής λογοτεχνίας ούτε, βέβαια, ισχυρίζονται πως εξαντλούν όλες τις δυνατότητες για περαιτέρω έρευνα και μελέτη στο γνωστικό πεδίο που τους απασχολεί. Αντίθετα, και οι δύο υποδεικνύουν πλήθος αδιερεύνητων πτυχών και όψεων της παλαιότερης και νεότερης κυπριακής γραμματείας και λογοτεχνίας, που θα μπορούσαν να διερευνηθούν από νεότερους ερευνητές (τονίζονται, λ.χ., οι ανάγκες για σχολιασμένη φιλολογική έκδοση του έργου του Νεόφυτου Ροδινού, για νέα έκδοση των ποιημάτων του Β. Μιχαηλίδη ή για φιλολογικές μελέτες για πολλούς άλλους νεότερους σημαντικούς, αλλά παραγνωρισμένους, συγγραφείς, ή ακόμη και η ανάγκη να συζητηθούν εκ νέου περιπτώσεις λογοτεχνών, που μολονότι στην εποχή τους μυθοποιήθηκαν από την κριτική, εκ των υστέρων φαίνεται ότι χάνουν το στοίχημα με τον πιο αδύσωπητο κριτή, που είναι ο χρόνος). Τέλος, σχολιάζονται διάφορα ανοιχτά ζητήματα γύρω από τη γενιά της εισβολής και τη γενιά του 1990, χωρίς να αποσιωπάται ότι για την επαρκέστερη εξέταση των ζητημάτων αυτών είναι αναγκαία μια μεγαλύτερη χρονική προοπτική, την οποία δεν διαθέτουμε σήμερα.
Επιπλέον, σε αρκετά σημεία της ΙΚΛ περιγράφονται οι κατά καιρούς συζητήσεις και αντεγκλήσεις γύρω από το περιεχόμενο και τη χρήση του όρου κυπριακή λογοτεχνία, από τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα. Συζητήσεις, που ανάλογα με το ιδεολογικό και πολιτικό συγκείμενο κάθε εποχής, προσέλαβαν συχνά διαστάσεις βαθιάς ρήξης όχι μόνο ανάμεσα στους μελετητές και τους κριτικούς της λογοτεχνίας μας αλλά και ανάμεσα στους ίδιους τους λογοτέχνες και επεκτάθηκαν μέχρι και στην απαξίωση της κυπριακής λογοτεχνίας.
Η ΙΚΛ είναι, λοιπόν, αποτέλεσμα ερευνητικού μόχθου των συγγραφέων της, γραμμένη με αγάπη για την κυπριακή λογοτεχνία, αλλά την ίδια στιγμή και με την απαιτούμενη αυστηρή κριτική απόσταση από τα κείμενα και τους συγγραφείς τους. Επιπλέον, είναι ένα βιβλίο που εστιάζει στα ανοιχτά ζητήματα και επιζητεί τον διάλογο, με στόχο την προώθηση της έρευνας και την εμβάθυνση των γνώσεών μας γύρω από την κυπριακή λογοτεχνία.
Ιανουάριος 2011 Λεωνίδας Γαλάζης