Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

ΛΟΚΡΙΓΚΑΝΑ-"ΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΣΚΛΗΡΑ ΜΕΤΑΛΛΑ"

Ποίηση από σκληρά μέταλλα

Λεωνίδας Γαλάζης, «Λοκριγκάνα», Εκδ. Γαβριηλίδης, 2010, σελ. 60
Με τον Μιχάλη Παπαντωνόπουλο

Η αναζήτηση -ή ακόμη χειρότερα ο ορισμός- του «καλού» ποιήματος εντάσσεται μάλλον στην παθογένεια της ποιητικής τέχνης.
Υπό την έννοια, πως σε μια εποχή όπου το μορφωτικό επίπεδο των λογοτεχνών έχει ανέβει σημαντικά σε σύγκριση με περασμένες δεκαετίες, όπου οι πλείστοι ποιητές διαθέτουν τα στοιχειώδη σύνεργα προκειμένου να συγγράψουν ένα στιχούργημα που να ανταποκρίνεται στα πρότυπα του «αξιοπρεπούς» ποιήματος, μάλλον είναι ανάγκη να ορίσουμε το «κακό» ποίημα και να αναδείξουμε το «διαφορετικό» ποίημα. Όμως, η παθογένεια δεν περιορίζεται στο καλλιτεχνικό προϊόν· δεν αφορά μόνο τον φθαρμένο ποιητικό λόγο, μα και τον φθαρμένο δημόσιο λόγο των ποιητών δρώντας στο πλαίσιο της κοινωνίας. Ας μην επεκταθώ στην υπόσταση του ποιητή-προφήτη, του ποιητή-μύστη κ.λπ. Οι παραπάνω ιδιότητες δεν έχουν ούτως ή άλλως την κάποτε λειτουργικότητά τους, η οποία ουσιαστικά επρόκειτο για μία ενσαρκωμένη έννοια που συμφωνήθηκε στο φαντασιακό της κοινότητας. Ας περιοριστώ στη διαπίστωση πως πλέον συνιστά παγκόσμιο φαινόμενο η αναγωγή της ποίησης σε ακαδημαϊκή ενασχόληση και του ποιητή σε ένα μέλος της κοινωνίας που συμμετέχει στην «ανταλλαγή» προσβλέποντας σε ευτελή κι εφήμερα κέρδη κι ενός συστήματος που κατ’ εξοχήν συντρίβει τον ακτιβισμό της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Σε πρώτο επίπεδο τα 37 ποιήματα της συλλογής (ή μήπως σύνθεσης;) του Λ. Γαλάζη επιχειρούν την άσκηση μιας σκληρής κριτικής στο λογοτεχνικό «συνάφι». Πικρός και όχι πικραμένος, ο Γαλάζης παρατηρεί, στηλιτεύει, καταυγάζει την κοινωνική αναπηρία των ποιητών να μιλήσουν με τον άνθρωπο και όχι για τον άνθρωπο. Όμως, η γραφή του δεν εξαντλείται σε μια ομφαλοσκόπηση των ποιητικών ή αντι-ποιητικών δρώμενων. Επεκτείνεται σε κάθε είδους πολιτική, πολιτισμική, ηθική και αισθητική έκφανση της κοινωνίας, και κυρίως στα φαινόμενα παθογένειας που δείχνει αυτή. Και συνήθως, χωρίς να φαίνεται διαλλακτικός απέναντι στο ανθρώπινο πάθος και την αδυναμία. Τουναντίον, ο Γαλάζης, ως άλλος σιδηρουργός (δημιουργός), έχοντας σκάψει την επιφάνεια της νεοκυπριακής πραγματικότητας, ανακαλύπτει, συγκεντρώνει και κραυγάζει τα πιο σκληρά μέταλλα της ποιητικής διανοίας του.
Άλλοτε σε πεζόμορφα ποιήματα, άλλοτε κινούμενος στη μεθόριο του ελεύθερου στίχου, άλλοτε χρησιμοποιώντας παραφθορές των παραδοσιακών μορφών ποιητικής (βλ. σονέτα), ο Γαλάζης σχολιάζει από τη νεόπλουτη αντίληψη των συμπολιτών του και το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει το κυπριακό πρόβλημα μέχρι τις ρατσιστικές συμπεριφορές, την ιδεολογική πενία και την πνευματική φθορά που ενδέχεται να συμπαρασύρουν ακόμη και τα τελευταία υγιή κομμάτια της κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο πυρήνας στην ποίηση του Γαλάζη είναι η σχέση του πολίτη (και του ποιητή) με κάθε μορφή εξουσίας, και την επακόλουθη «πάλη» μεταξύ των δύο πλευρών, που διεξάγεται καθημερινά, ακόμη και σε ασήμαντα -φαινομενικά- περιστατικά του βίου.
Έτσι, ο Γαλάζης φέρνει την ποίηση και πάλι στη δική της καθαρότητα - στην καθαρότητα που σημαίνει πως η ποίηση αποτελεί ένα είδος πολιτικού ακτιβισμού και όχι μια απλή πνευματική δραστηριότητα. Εγείρει εκ νέου το ζήτημα κατά πόσο οφείλει η στάση του δημιουργού απέναντι στη ζωή να εκφράζεται και μέσω της τέχνης του. Ανασύρει τον εν πολλοίς ξεχασμένο ρόλο του ποιητή να ασκήσει κριτική έναντι της εξουσίας και να αναπτύξει τον ριζοσπαστικό του λόγο μέσα στην υποκριτική και διεφθαρμένη στάση της κοινωνίας· κατ’ ουσίαν, να κοινωνήσει την τέχνη του ως να ’ταν μέρισμα μιας ατομικής συνειδησιακής εξέγερσης, και όχι γενεσιουργός ή συνένοχη αιτία μιας συλλογικής σήψης· μιας εξέγερσης, η οποία οικοδομείται στην ανυπακοή του βίου που προσάπτει στο άτομο ο φθαρμένος κυρίαρχος λόγος. Συμπερασματικά, η «Λοκριγκάνα» του Λ. Γαλάζη έρχεται να μας υπενθυμίσει πως η ποιητική (και εν γένει καλλιτεχνική) πράξη -οργισμένη ή μη στην εκφορά της- όσο κι αν το πολιτικό, πολιτιστικό ή κοινωνικό κατεστημένο πασχίζει να πείσει για το αντίθετο, αποτελεί το κατ’ εξοχήν όπλο ενάντια σε κάθε εξουσία.

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, "Ο Φιλελεύθερος", 5 Ιουνίου 2011