Κυριακή 12 Μαΐου 2013

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΩΜΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ. ΑΝΤΗΣ ΚΑΝΑΚΗΣ, "ΜΟΣΧΕΥΜΑ", 2013.


Από το βίωμα και τον πόνο στην ποίηση Σχόλια για την ποιητική συλλογή του Άντη Κανάκη Μόσχευμα, Λεμεσός, εκδ. Αριστοτέλους, 2013. Ο Άντης Κανάκης, με τη δέκατη τέταρτη ποιητική συλλογή του που φέρει τον τίτλο Μόσχευμα και περιλαμβάνει 72 ποιήματα κατανεμημένα (με εξαίρεση το ομότιτλο προλογικό ποίημα) σε έξι ενότητες («Γεφυροποιός», «Αναπαράσταση», «Πανηγυριώτες», «Μου της αγάπης», «Φυσιολογικά», «Ποίηση – ποίημα – στίχος»), από τη μια «επιστρέφει» στις επώδυνες μνήμες του πολέμου, τη φρίκη του οποίου γνώρισε ως πολεμιστής στην πρώτη γραμμή του πυρός το 1974, (προσκλητήριο νεκρών φίλων και συντρόφων, μορφές αγνοουμένων, εικόνες ανακομιδής λειψάνων) και προβληματίζεται για την αλλοτρίωση από τα βιώματα αυτά των σημερινών Κυπρίων, που χάνουν γι’ αυτό την ταυτότητά τους και κινδυνεύουν ν’ αφανιστούν˙ από την άλλη επικεντρώνεται σε θεματικούς άξονες όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η φθορά, η ποίηση και οι ποιητές. Το μόσχευμα, ως κεντρικό σύμβολο της συλλογής παραπέμπει στην υπέρβαση της φθοράς, του πόνου, της λήθης, του μαρασμού και του θανάτου μέσω της τέχνης και ειδικότερα της ποίησης: «Άγριο ματσικόρυδο / της Μεσαορίας. / […] Προσπαθώ στο στήθος μου / να σε εμφυτέψω. […] Με το αίμα μου / να μεγαλώνεις. […] Κι ίσως πιο πολύ / από μένα / - να ζήσεις -.» (σ. 7). Είναι, λοιπόν, προφανές ότι για τον Κανάκη ο ποιητής δεν είναι (ή δεν πρέπει να είναι) ένας ψυχρός κατασκευαστής στίχων, αλχημιστής ή συναρμολογητής λέξεων ούτε μπορεί να ολοκληρωθεί ως δημιουργός όταν αυτοεγκλωβίζεται σε λεκτικές ακροβασίες που στοχεύουν στον εντυπωσιασμό του αναγνώστη. Αν από το υπόστρωμα της ποίησης λείπουν τα βιώματα, ο μύθος, το πάθος, ο μόχθος και ο πόνος (σ. 110), τότε αυτή εκπίπτει σε μια διανοητική δραστηριότητα χωρίς τη μαγεία και το απρόβλεπτο της έμπνευσης. «Η μάγισσα της ποίησης», όπως τη φαντάζεται ο ποιητής, «τα σωθικά μας / στριφογυρίζει με το ραβδί της./ Ανάβει φωτιές / στη μνήμη. / Μας καίει / τη φαιά ουσία» (σ. 106), την ίδια στιγμή που η έμπνευση κυκλοφορεί στα όνειρα, στη σκέψη, στη μνήμη, στη φαντασία, στο αίμα μας (σ. 107). Δεν είναι τυχαίο, βέβαια, το γεγονός ότι οι μορφές των αγνοουμένων και των χαμένων συντρόφων επανέρχονται και σ’ αυτή τη συλλογή του Κανάκη, και ιδιαίτερα στην ενότητα «Αναπαράσταση». Στα δύο από τα ποιήματα της «Τριλογίας 1974-2010» («Πυγολαμπίδα» και «Ανθός κάκτου») ο ποιητής χρησιμοποιεί τον ρητορικό τρόπο της ηθοποιίας, με άλλα λόγια η ποιητική φωνή παραχωρείται εξολοκλήρου στον αγνοούμενο ήρωα, ο οποίος στο πρώτο ποίημα «στα είκοσί του / χρόνια / πέταξε πυγολαμπίδα» και «παγώνει στο χάος του σύμπαντος» (σσ. 26-27), ενώ στο δεύτερο (γραμμένο σε καταγγελτικό και σατιρικό ύφος) προειδοποιεί ρητά τους επιγόνους ότι μόνο τότε θα επιστρέψει «Άμα συντελεστεί / η κατάρρευση / των κρύων / αγαλμάτων. Τερματισθεί / η χρήση των κραυγαλέων / συνθημάτων. Κι ανατραπεί / οριστικά / η κυριαρχία / των ηχηρών / ονομάτων» (σ. 28). Για τον ποιητή οι πραγματικοί ήρωες δεν είναι όσοι καπηλεύονται την όποια προσφορά τους στην πατρίδα για ιδιοτελείς σκοπούς, αλλά οι σεμνοί και ανώνυμοι νεκροί στρατιώτες που για χρόνια παρέμεναν ακήδευτοι, όπως επίσης και οι απειροπόλεμοι αγρότες που σκοτώθηκαν εν ψυχρώ από τους εισβολείς: «Ήταν λιγνός / μετρίου αναστήματος./ Στο στρατό δεν πήγε. Απ’ όπλα δε γνώριζε. […] / Τον σκότωσαν / με πέντε / τουφεκιές. Και τον θάψανε / στον κήπο του. / Τα οστά του / δυσκολεύτηκαν πολύ / οι ειδικοί / να τα βγάλουν / απ’ τον τάφο./ Κόψανε τις ρίζες / μιας ανθισμένης / λεμονιάς / που με το χρόνο / τα σκεπάσανε / και σφικτά / τ’ αγκαλιάσανε» (σσ.22-23). Βέβαια, από τον ποιητή δεν ασκείται κριτική μόνο στην πατριδοκαπηλία και στον ρηχό πολιτικό λόγο αλλά και στην αλλοτρίωση πολλών από την κατεχόμενη γη τους, καθώς «μικραίνουνε τα σπίτια τους». Στο ομότιτλο ποίημα, που απηχεί τον «Γυρισμό του ξενιτεμένου» του Γ. Σεφέρη, το συλλογικό ποιητικό υποκείμενο διαπιστώνει με αυτοκριτική διάθεση: «Μεγαλώνουμε / στην προσφυγιά / Και τα σπίτια μας / μικραίνουν / στην κατεχόμενη / γη μας. […] (σ. 30). Ωστόσο, δεν είναι μόνο τα σπίτια στην κατεχόμενη γη που μικραίνουν, αλλά παράλληλα συρρικνώνεται ολόκληρο το νησί από «τ’ αμέτρητα οχήματα / τα υπερμεγέθη σπίτια». Όπως γράφει ο Κανάκης στο εν πολλοίς προφητικό για τη σημερινή δεινή οικονομική (και όχι μόνο κρίση) που βιώνουμε ποίημα «Σ’ ένα κοχύλι», η ύβρις τιμωρείται από τη φύση: «Η θάλασσα / θυμώνει / τις νύχτες / για την απληστία μας / και καταποντίζει / τις εστίες μας». Και μετά από τη συρρίκνωση του τόπου, αρχίζει η συρρίκνωση των ανθρώπων που αποδίδεται υπερρεαλιστικά: «Όλο και συμμαζευόμαστε / συμπιεζόμαστε… / Χρόνο / με το χρόνο / πιο πολύ / μικραίνουμε./ Θα χρειαστεί / να μετοικίσουμε, / για να επιβιώσουμε, / ο καθένας / ξεχωριστά / σ’ ένα από τα μυριάδες / αμφίβια, / απολιθωμένα κοχύλια / της Αθαλάσσας» (σσ. 36-37). Και προφανώς οι άνθρωποι συρρικνώνονται, καθώς δυσκολεύονται πια ν’ αγαπήσουν. Η αγάπη και ο έρωτας σε πολλά από τα ποιήματα της συλλογής δεν παραπέμπουν μονοδιάστατα σε όψεις του ιδιωτικού βίου, αλλά και στη δημόσια ζωή, συνδηλώνοντας την ανιδιοτελή προσφορά, τις ανθρωπιστικές αξίες και το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο (σ. 81). Από την άλλη, στη συλλογή που σχολιάζουμε προτείνεται μια ενδιαφέρουσα υπερβατική και κοσμολογική θεώρηση του έρωτα όχι μόνο ως γενεσιουργού αιτίας αλλά και ως τέλους των όντων. Στο «Υπέρ ερωτικό» η γη αφενός αγαπά όσο κανείς άλλος τους ανθρώπους, αλλά παράλληλα καραδοκεί να τους «αγκαλιάσει και να τους σκεπάσει» για να τους αποσυνθέσει «μ’ αργό ρυθμό» «με την ερωτική της πράξη» (σ. 87). Επομένως, η ζωή ορίζεται από το διαλεκτικό δίπολο έρωτας – θάνατος κατά τρόπο που παραπέμπει στη φιλοσοφία του Ηράκλειτου. Εξάλλου, στην ενότητα «Φυσιολογικά» δεσπόζει η ισοτοπία της φθοράς και του θανάτου χωρίς αισθηματολογική και πεισιθάνατη διάθεση, αλλά με ήρεμο και χαμηλόφωνο στοχασμό. «Τ’ άλλο ταξίδι / στη σκοτεινή θάλασσα της λήθης», δεν είναι το οριστικό τέλος, αφού τα μάτια των ανθρώπων «μοιάζουνε / τόσο πολύ / σαν να είναι λουλουδιών βολβοί», που, όταν τα φυτέψουν «βαθιά στη γη», «φυτρώνουν […] κι ανθίζουν / ματσικόρυδα / και κυκλάμινα / πλάι / στη φωτογραφία μας / και στο σβηστό ή / αναμμένο μας καντήλι». (σσ. 92-93) Προφανώς, οι βολβοί στο ομότιτλο ποίημα που σχολιάζουμε εντάσσονται στο ίδιο σημασιακό πεδίο με το μόσχευμα (βλ. τον τίτλο της συλλογής) και μπορούν να αναγνωσθούν ως σύμβολα της υπέρβασης της φθοράς αλλά και της συνέχειας μέσα στο αέναο γίγνεσθαι. Χωρίς να εξαντλούμε με τα σχόλια αυτά τις ποικίλες όψεις της συλλογής «Μόσχευμα», πιστεύουμε πως είναι καιρός να εξεταστεί από την κριτική σε μεγαλύτερη έκταση και βάθος η ποιητική διαδρομή του Άντη Κανάκη από το 1975 ίσαμε σήμερα, υπό το πρίσμα και της νέας αξιόλογης ποιητικής του κατάθεσης. Μια παρόμοια κριτική επανεκτίμηση αξίζει να γίνει και για το έργο αρκετών άλλων ποιητών της «Γενιάς της Εισβολής». Λεωνίδας Γαλάζης Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ" (12/5/2013) ΣΕ ΣΥΝΤΟΜΕΥΜΕΝΗ ΜΟΡΦΗ.