Κυριακή 6 Απριλίου 2014

ΜΕΓΑΙΡΕΣ ΤΩΝ ΥΔΡΑΤΜΩΝ-ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ 319 (ΑΝΟΙΞΗ 2014) 85



ΜΕΓΑΙΡΕΣ ΤΩΝ ΥΔΡΑΤΜΩΝ
Αν έβγαινες από το σπίτι νύχτα θα 'βλεπες τα γυάλινά τους μάτια να τρυπούν το σκοτάδι σου. Εκ δεξιών η μια σκυφτή μ' ένα ραβδί κι ένα γάτο στον ώμο της να σου τραντάζει την ψυχή με του χαχανητού της το βαρύ κομπρεσέρ. Κι όλο φωνάζοντας τη γάτα όσο κρατούσε το λάδι στη λάμπα της. Να μας τρομάζει πόσο της άρεσε σαν βράδιαζε κι ύστερα να μετρά τα γρόσια της σελίνια χρόνια τούρκικα στου φεγγαριού τον δίσκο. Κι εσύ φοβόσουν να διαβείς απ' το στενό της πόσους θηλυκούς τυράννους συνάντησες από τότε σαν δαίμονες πάνω από τα ταπεινωμένα σπίτια με τι φωνές και τερατώδεις εμφανίσεις σαν να 'ταν η σύνεση νόσος επάρατη. Αυτά μας είπαν και δεχτήκαμε τη μοίρα μας. Μα πού να ξεφύγεις; Στ' αριστερά σου δέσποζε σαν σφίγγα η δεύτερη γριά για μέρες ακίνητη μπροστά στα παράξενα μαντζούνια και φαγιά της που σε κατάμαυρες χύτρες σιγοβράζανε. Να σε κοιτάζει σαν ετοιμόγεννη Πυθία κι εσύ να τρέχεις να ξεφύγεις μα πού; Από την άλλη, βάβω  πανέτοιμη για γιούρια με του χαχανητού της το βαρύ κομπρεσέρ. Κι οπισθοχωρούσες άδοξα στην κάμαρή σου μα τώρα σε πολιορκούσαν από κάθε γωνιά τ' ουρανού χιλιάδες γριές με τα σουβλερά τους δόντια κομμάτια κόβοντας από την παιδική σου ψυχή, να νιώθεις το φαρμάκι τους σε κάθε σου κύτταρο. Πώς έδωσαν κάποτε κι αυτές τη ζωή σ' αθώα βλαστάρια κι ύστερα με τον δαίμονα συμμάχησαν; Ξινές μπαμπόγριες ανάμεσα στ' ανήξερα δέντρα. Και στα ποτάμια που δεν σ' αφήνουν να τα διαβείς δεύτερη φορά. Ακόμη κι αν νομίζεις πως θα ζεις με τα βουνά. Να 'ταν λοιπόν γι' αυτό που η ροδαλή μορφή του παππού τόσο αγαθή σού φάνταζε; Να' ταν γι' αυτό που 'σβηνε (προσώρας έστω) απ' τη μνήμη σου τις μέγαιρες των υδρατμών και των καταβροχθίσεων;
Λεωνίδας Γαλάζης

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ -ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΚΤΗ 98 (ΑΝΟΙΞΗ 2014) 98




ΕΠΑΓΓΕΛΙΕΣ

Μη ξέροντας τι να διαλέξεις
απ' τους καρπούς των Χιμαιρών
μη γνωρίζοντας ποιος τις κάλεσε
ή αν απρόσκλητες ήλθαν



τους έδειξες εντέλει την έξοδο.
Στο βάθος τ' ουρανού
είδες τα μόρια της ύλης
να στροβιλίζονται τρελά



γύρω από τις εκτάσεις του Μηδενός
κι ύστερα να βυθίζονται
στ' απέραντο Κενό του



σαν ανώφελες νιφάδες που χορεύοντας
σβήνουν ηρωικά στον αέρα
μαζί με του χιονιού τις ληξιπρόθεσμες επαγγελίες.


ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ

Μας είπαν: “Κάψτε τα σπίτια σας και φύγετε
προτού σας κυκλώσουν οι λογιστές με τα κατάστιχά τους,
κάθε τεκμήριο της ύπαρξής σας κάψτε
σ' αυτό το καταραμένο χωριό!”.



Μέρα με τη μέρα πυκνώνουν τα χνάρια των λύκων
κάθε πρωί χάνουμε κι ένα παιδί
μα δεν χορταίνουν με τίποτα.



Μας είπαν: “Ξεχάστε ό,τι ξέρατε
τώρα μαγειρεύετε με τις δικές τους συνταγές
στις δανεικές τους χύτρες.”



Κι εμείς τους είπαμε πως ό,τι και να κάνουν
σπίτια δεν καίμε κι ούτε τα κειμήλιά μας
κι ας έλθουν να μας πάρουν σηκωτούς
με τους φρουρούς και τους χαρτογιακάδες τους!