Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015


Λεωνίδας Γαλάζης

Διαφάνεια και ανατροπή 

Νύξεις για την πολιτική εγρήγορση και το ποιητικό ήθος στο ποιητικό έργο της Ντίνας Κατσούρη

Μελετώντας κανείς το ποιητικό έργο της Ντίνας Κατσούρη (δημοσιευμένο στις οκτώ συλλογές που εξέδωσε μέχρι σήμερα)i και ενταγμένο γραμματολογικά στη Γενιά της Ανεξαρτησίας, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει με όσους μελετητές ή κριτικούς υποδεικνύουν ότι σε αυτό δεσπόζουν, ανάμεσα σε άλλα γνωρίσματα, η πολιτική εγρήγορση και το ποιητικό ήθος, στοιχεία στα οποία θα επικεντρωθούμε απόψε, καθώς θα ήταν αδύνατο στα περιορισμένα χρονικά πλαίσια αυτής της εισήγησης να σχολιάσουμε όλες τις όψεις και πτυχές της ποίησής της. Άλλωστε, η πρόσφατα δημοσιευμένη εκτενής Εισαγωγή του Γιώργου Κεχαγιόγλου στον τόμο Ντίνα Παγιάση-Κατσούρη, Ποιήματα και διηγήματα: μια ανθολόγηση (2009), όπως και τα παλαιότερα μελετήματα του ίδιου, του Θεοκλή Κουγιάλη, του Λευτέρη Παπαλεοντίου και άλλων αποτελούν μια πολύτιμη βάση για όσους θα ήθελαν να ενδιατρίψουν στην ποίηση και την ποιητική της Ντίνας Κατσούρη.ii Ποίηση στην οποία, ανάμεσα σε άλλα, αποτυπώνονται το ενδιαφέρον για τα πανανθρώπινα προβλήματα, οι εναγώνιοι προβληματισμοί για την ημικατοχή της Κύπρου και τις ποικίλες παθογένειες του πολιτικού και κοινωνικού μας βίου και οι απόψεις της ποιήτριας γύρω από την πολιτική και κοινωνική λειτουργία της ποίησης, τον ρόλο της κριτικής και του αναγνωστικού κοινού, τις στάσεις και συμπεριφορές των ποιητών.
Επομένως, εύστοχα διαπιστώθηκε από τον Γ. Κεχαγιόγλου η συνάφεια ανάμεσα στην ποίηση της Ντίνας Κατσούρη και στην ποίηση της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς (και κυρίως των Μανόλη Αναγνωστάκη και Άρη Αλεξάνδρου), ιδίως ως προς τα ζητήματα «πολιτικής και ποιητικής ηθικής», όπως αυτά αναδείχθηκαν από τη γνωστή μελέτη του Δ. Ν. Μαρωνίτη Ποιητική και πολιτική ηθική... (1976).iii Όντως, στις περισσότερες συλλογές της ποιήτριας, από τη μια, αποτυπώνεται η εικόνα του ποιητή ως μαχητή για τα δίκαια του ανθρώπου σε τοπικό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο και, από την άλλη, καταδικάζονται άλλοτε με ειρωνική γλώσσα και άλλοτε με σκληρή σάτιρα απαράδεκτες συμπεριφορές ορισμένων ποιητών, όπως είναι, λόγου χάρη, η αυτοπροβολή, η καιροσκοπική κολακεία της εξουσίας, η αδιαφορία για τα εθνικά και πολιτικά προβλήματα, η πατριδοκαπηλία, ο βερμπαλισμός και ο άκρατος συναισθηματισμός.
Ας δούμε, λοιπόν, μερικά παραδείγματα στα οποία είναι εμφανής η πολιτική εγρήγορση στο ποιητικό έργο που σχολιάζουμε, πρώτα για τα μείζονα πανανθρώπινα προβλήματα που αποτελούν πηγές έμπνευσης της ποιήτριας στις πρώτες συλλογές της, χωρίς να λείπουν από τις επόμενες. Η εναγώνια απορία αν οι ποιητές παραμένουν αδιάφοροι απέναντι στον κίνδυνο ολοκληρωτικού αφανισμού του πλανήτη μας, που διατυπώνεται στους στίχους: «Οι χίλιες και μία νύχτες / αποπνέουν απεμπλουτισμένο ουράνιο,/ πυρηνικά όπλα / και φονικό. / Κι οι ποιητές; / Πού είναι οι ποιητές;» (Της Αφροδίτης και του Άδωνη: 2006, 37), ανιχνεύεται και στις προγενέστερες συλλογές της ποιήτριας. Στην πρώτη της συλλογή (Ποιήματα, 1964), αφενός, εκφράζεται η ανησυχία μήπως σύντομα την τύχη της Χιροσίμα έχουν και άλλες περιοχές της γης (σ. 18) και, αφετέρου, μετά τον πρόσφατο τότε εντοπισμό των οστών χιλιάδων Εβραίων – θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας σε ομαδικό τάφο στη Βαρσοβία, καλείται η Άννα Φρανκ να ανακαλέσει την άποψή της πως «οι άνθρωποι, όσο κακοί κι αν δείχνονται, είναι καλοί στο βάθος της καρδιάς τους» (σσ. 27-28).
Όμως, στο συνθετικό ποίημα Σύνθεση (1966) το ενδιαφέρον της ποιήτριας για τα οικουμενικά προβλήματα δεν αποδίδεται με τη μορφή απορίας ή διαφωνίας, αλλά προσλαμβάνει τη μορφή οργισμένης καταγγελίας για τα αθώα θύματα του βιετναμικού πολέμου και σατιρικής στηλίτευσης του ταυτόχρονου τότε αμερικανικού και σοβιετικού προγράμματος για την εξερεύνηση του διαστήματος. Η οργάνωση του ποιήματος είναι τριμερής. Στην πρώτη ενότητα περιγράφεται από το ποιητικό υποκείμενο με ασθματικό λόγο το δράμα του βιετναμικού λαού, και ιδίως των παιδιών: «Στριφογυρίζουν / ολοένα στριφογυρίζουν / στους ντενεκέδες των σκουπιδιών, / στριφογυρίζουν / ολοένα στριφογυρίζουν / κι οι στρατιώτες / τα πολυβόλα / τα τανκς / ο κίτρινος ουρανός / τα κουφάρια» (σ. 3). Στη δεύτερη ενότητα η προσοχή εστιάζεται στους βομβαρδισμούς του Βιετνάμ και η εκεί κατάσταση παραλληλίζεται με τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Χιροσίμα μετά τη ρίψη της ατομικής βόμβας. Στην τρίτη ενότητα αντιπαραβάλλονται με δραματική ένταση, από τη μια, η θριαμβική πρόοδος του διαστημικού προγράμματος των δύο υπερδυνάμεων και, από την άλλη, ο πόνος μαζί με την αγωνία των θυμάτων του πολέμου. Αξιοπρόσεκτη είναι η ρητορική δομή της 3ης ενότητας,iv στην οποία εναλλάσσονται τέσσερις διακριτές φωνές, του ποιητικού υποκειμένου, των αστροναυτών, ενός παιδιού της Χιροσίμα και ενός παιδιού του Βιετνάμ. Μέσω της εναλλαγής αυτής επιτυγχάνεται η σατιρική αποστασιοποίηση και η επακόλουθη στηλίτευση της αδιαφορίας των Μεγάλων Δυνάμεων για τα τραγικά θύματα του πολέμου: «Εδώ γη / Εδώ γη / Μάνα, Μάνα / Γιατί στους κήπους / της Χιροσίμα / δεν υπάρχουν χρυσάνθεμα; [...] Εδώ διάστημα / Εδώ διάστημα / Τζέμινι / Λούνα / Βοστόκ / [...] Προχωρούμε [...] Κίτρινα μόρια / Πράσινα μόρια / Κόκκινα μόρια / Απεραντοσύνη / Προχωρούμε. [...] (σσ. 12-13).
Φυσικά, ο εντεινόμενος στη δεκαετία του 1960 ανταγωνισμός των υπερδυνάμεων στους τομείς των εξοπλισμών και της παραγωγής πυρηνικής ενέργειας δεν θα μπορούσε να μείνει ασχολίαστος από την ποιήτρια. Στο ποίημα «Τα παραμύθια» από τη συλλογή Ο Ηγεμόνας (1969), χαρακτηριστικό δείγμα της απέριττης, λιτής και αφτιασίδωτης ποιητικής γραφής της Ντ. Κατσούρη, το ποιητικό υποκείμενο διαπιστώνει πως τα παραμύθια και ό,τι άλλο συνδέεται με αυτά (η φαντασία, τα όνειρα, τα οράματα, η ελπίδα κλπ.) «σκοτώθηκαν» από τους εμπόρους του θανάτου: «Πινόκιο; / Χιονάτη; / Κόρη μου / γιε μου / παιδί μου / Σα με ρωτήσεις / δε θα ’χω τίποτα / να σου πω. / Εμείς / σκοτώσαμε τα παραμύθια / με άτομα, σφαίρες και πυρηνική ενέργεια» (σ. 41).
Ας δούμε δειγματικά δύο ομόθεμα ποιήματα με «Τα παραμύθια» της Ντ. Κατσούρη, το «Στο παιδί μου» του Μανόλη Αναγνωστάκη και το «Η γριά γιαγιά μου» του Φοίβου Σταυρίδη,v που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για αναζήτηση πολλών άλλων ποιητικών (και όχι μόνο) κειμένων γύρω από το θέμα της απομυθοποιητικής και αφυπνιστικής λειτουργίας της ποίησης σε περιόδους κατοχής, ολοκληρωτισμού ή γενικής απειλής κατά της ανθρωπότητας. Τόσο η «εκατόχρονη γιαγιά», που βιώνοντας το δράμα του ξεριζωμού στον προσφυγικό καταυλισμό (1974) «δεν κοιμάται πια με τα παραμύθια» στο πιο πάνω ποίημα του Φ. Σταυρίδη, όσο και ο πατέρας-ποιητής στο ποίημα «Στο παιδί μου» του Μ. Αναγνωστάκη, που, κατανοώντας πόσο επικίνδυνη μπορεί να αποβεί η ποίηση όταν βαυκαλίζει τους αναγνώστες με ψεύδη ή με ωραιοποίηση της πραγματικότητας, αποφασίζει να μιλήσει στο παιδί-αναγνώστη με τη γλώσσα της αλήθειας, είναι μορφές ομόλογες με το ποιητικό υποκείμενο στο ποίημα της Κατσούρη που σχολιάζουμε, όπου η σιωπή προκρίνεται ως εντιμότερη στάση απέναντι στους νέους, παρά να σχηματίσουν μιαν ωραιοποιημένη και ανεδαφική αντίληψη του σύγχρονου κόσμου. Ας σημειωθεί ότι, ενώ στα ποιήματα των Φ. Σταυρίδη και Ντ. Κατσούρη επιλέγεται συνειδητά η στάση της σιωπής, η οποία μπορεί ταυτόχρονα να παραπέμπει στην οδύνη ή τον σπαραγμό αλλά και στην αποφασιστικότητα για αποκατάσταση της αδικίας και της αλήθειας, στο ποίημα του Αναγνωστάκη επιλέγεται η στάση της συνειδητής και συστηματικής αποκατάστασης της αλήθειας μέσω του λόγου, και δη του ποιητικού: «Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ / Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι / Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω / Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας».
Ο δεύτερος πόλος της πολιτικής εγρήγορσης στο ποιητικό έργο που σχολιάζουμε είναι η πολιτική κατάσταση στο νησί μας που ορίζεται, από τη μια, από το εθνικό μας πρόβλημα και την ημικατοχή και, από την άλλη, από ποικίλα νοσηρά φαινόμενα του πολιτικού μας βίου. Η στροφή του ενδιαφέροντος της ποιήτριας στο κυπριακό πολιτικό γίγνεσθαι είναι εμφανής στη συλλογή της Ο Ηγεμόνας (1969), η οποία, όπως διαπιστώθηκε, «αποτελεί και το ουσιαστικό ξεκίνημα μιας σαφούς κυπροκεντρικής θεματικής στροφής, που θα γίνει εμφανέστερη στα μεταγενέστερα ποιητικά βιβλία και στη συναγωγή διηγημάτων της […]».vi
Η ταυτότητα της ηγετικής μορφής στην οποία ασκείται κριτική από την ποιήτρια στο ομότιτλο συνθετικό ποίημα από την πιο πάνω συλλογή (Παραλλαγές Α΄ και Β΄) αποτέλεσε αρχικά αντικείμενο πολλών αβάσιμων και ατεκμηρίωτων εικασιών από διάφορους κριτικούς˙ αργότερα υποστηρίχθηκε πειστικά ότι ο Ηγεμόνας μπορεί να ταυτίζεται και με τον πρώτο πρόεδρο της Κύπρου Μακάριο.vii Προφανώς, η κριτική του ηγεμόνα στο ποίημα που σχολιάζουμε δεν είναι μονοδιάστατα αρνητική, όπως διαπιστώθηκε,viii καθώς το ποιητικό υποκείμενο δεν εστιάζει την προσοχή του μόνο σε αρνητικές όψεις της ηγετικής συμπεριφοράς του, αλλά κυρίως αναδεικνύει την τραγικότητά του μέσα σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Από τη μια, λοιπόν, φωτίζονται ορισμένες τάσεις εγωκεντρισμού του ηγέτη και μεμπτές στάσεις αυλικών και αυλοκολάκων σ’ ένα περιβάλλον υποκρισίας, υπόσκαψης και καχυποψίας: α) «Ήθελες εσύ / πάντα εσύ / στο τουρνουά της χρονιάς / να κρατάς / για τον εαυτό σου / το καλύτερο / μαύρο άλογο / και τα πιο λαμπρά χρώματα / για στολίδι. / Ήθελες ακόμα / τα φλάμπουρα / […] στα πανηγύρια / και στους χορούς / να ’ναι κεντημένα / με μετάξι / και πορφυρένια σχήματα / και να ’χουν βεβαίως / τ’ αρχικά σου / στην πιο περίοπτη θέση» (σ. 14)˙ β) «Η προσμονή / αρχίζει / την ώρ’ ακριβώς / που τα χαμόγελα των αυλικών / συνωστίζονται στο προαύλιο / για την τυπική / καληνύχτα» (σ. 7). «Δεν πρόσεξες… / Γιατί δεν πρόσεξες; / Κι οι αυλικοί; / Γιατί δε σε ειδοποίησαν / οι αυλικοί / πως στο στέμμα σου / θάμπωσε / το χρυσάφι […]» (σ. 15). Από την άλλη, ο ηγεμόνας παρουσιάζεται στις ώρες της μόνωσής του να βιώνει επώδυνα τους κινδύνους που απειλούν τον λαό του, μολονότι οι παρακλήσεις και οι ικεσίες του δεν εισακούονται (σσ. 7-8), να υποφέρει τις ώρες της εναγώνιας προσμονής (σ. 10) και, τέλος, να αδυνατεί να υπερβεί τα αδιέξοδα και τις τραγικές αντινομίες της εποχής του: «[…] Τα χέρια σου / θα μείνουν μετέωρα / πάνω από μια / τετραγωνισμένη πεδιάδα / σε μια κίνηση / που δε θα γίνει ποτέ» (σ. 17).
Από τη συλλογή Υπομνήματα (1978) και εφεξής στην ποίηση της Ντ. Κατσούρη δεσπόζει, όπως σημειώνει ο Λ. Παπαλεοντίου, «ο βασικός θεματικός άξονας της συμφοράς του 1974», ενώ «βασικό γνώρισμα» του βιβλίου αυτού είναι «η χρήση της μυθικής και ιστορικής μεθόδου».ix Επομένως, συχνότερα τώρα η πολιτική εγρήγορση στην ποίησή της δεν προσλαμβάνει τη μορφή του άμεσου σχολιασμού και της ευθύβολης κριτικής, αλλά συνδηλώνεται μέσω μυθικών στοιχείων, ιστορικών και αρχαιολογικών αναφορών, προσωπείων και άλλων τεχνικών. Πάντως, με την εικόνα των χιλιάδων αλόγων που βρίσκονται εγκλωβισμένα «σε θολωτούς τάφους και κιγκλιδώματα» στην κατεχόμενη Έγκωμη και τα οποία κάποτε «θα ξεχυθούν / από τον κρατήρα της γης», θα συντρίψουν τους τάφους και τα κιγκλιδώματα, θα φτάσουν στον Πενταδάχτυλο «με τις χαίτες τους / ν’ ανεμίζουν περήφανα γιορντάνια» («Ο αναχωρητής», σσ. 9-11) αποτυπώνεται εύγλωττα το όραμα της απελευθέρωσης των κατεχόμενων εδαφών μας. Η μαυροφορεμένη Αφροδίτη και τα «χιλιάδες ποτάμια / που ασφυκτιούν / και ξεχειλίζουν / πίκρα / κι απόγνωση» αντικαθρεφτίζοντας «τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο / και το Σίμωνα Μπολιβάρ» (σσ. 13, 15) είναι μορφές που παραπέμπουν την ίδια στιγμή στην κυπριακή τραγωδία του 1974 και στην πίστη της άγρυπνης ποιητικής συνείδησης για απόδοση δικαιοσύνης στο προδομένο νησί. Ας σημειωθεί εδώ ότι το θέμα της προδοσίας αποτυπώνεται στα Υπομνήματα χαμηλόφωνα και υπαινικτικά και χωρίς κανένα ίχνος ρητορισμού: α) «Κι οι Αμαθούσιοι / να μην ήταν / πάλι στη Σαλαμίνα / θα σκόνταφτε / το νήμα / της Αριάδνης» («Σαλαμίνα», σ. 27)˙ β) «Θα σε πρόδινε. / Και το ήξερες. / Θα τον πρόδινες. / Και το ήξερε. / Αλήθεια τι γύρευες στην Κύπρο Ιούδα;» («Ιούδας», 38).
Στη συλλογή Αντι-θέσεις (1987) η ποιήτρια δημοσιεύει κυρίως ποιήματα ποιητικής, όπου η οξεία πολιτική εγρήγορση και το ποιητικό ήθος συνυφαίνονται με τα μέσα της ειρωνείας, της σάτιρας και του σαρκασμού, χωρίς να εγκαταλείπεται εντελώς η μυθική και ιστορική μέθοδος. Στο ποίημα «Συνυπεύθυνοι», λ.χ., το χωροχρονικό πλαίσιο τοποθετείται στη Σαλαμίνα της εποχής του Ευαγόρα και του Στασίκυπρου, όπου εφαρμοζόταν ένα σύστημα κατασκόπευσης των πολιτών αλλά και των ίδιων των κατασκόπων τους, με στόχο να αποδοθεί το κλίμα της ταραγμένης περιόδου από την ανεξαρτησία μέχρι το 1974, όπου στο νησί μας δρούσαν ένα πλήθος πρακτόρων ή και παράνομων / παρακρατικών ομάδων: «Και να μη σας συγχύζουν / τα ονόματα και οι εποχές […]. / Μιλάμε για σήμερα. / Για σήμερα μιλάμε. / Και οποιαδήποτε ομοιότητα με οποιουσδήποτε άλλους αιώνες / σύμπτωση, απλή σύμπτωση. / Σύμπτωση ή προδοσία, τα πραξικοπήματα, οι εισβολές, η διαφθορά και η παρακμή» (35, 36). Στο ποίημα «Στον Αντρέα, το γιο ενός αγνοούμενου», από την ίδια συλλογή, το ποιητικό υποκείμενο σχολιάζει πιο άμεσα, χωρίς ιστορικές αναφορές και με πικρία το γεγονός ότι οι νοσταλγοί της προδοσίας δεν σταμάτησαν τη δράση τους: «Αντρέα, / η προδοσία δε σταμάτησε να φλογίζει τη Λευκωσία […] / Πληθαίνουν οι δωσίλογοι και οι αποστάτες […]» (39). Στο επιλογικό ποίημα των Αντι-θέσεων που φέρει τον τίτλο «Το θέμα είναι…» φαίνεται καθαρά ότι για την ποιήτρια η ποίηση είναι μια έπαλξη μάχης και συνεχούς αγώνα για αποκάλυψη και εξουδετέρωση «των σπιούνων, των ασπόνδυλων και των καταδοτών», με την επίγνωση πως περισσότερο επικίνδυνοι από αυτούς είναι οι ασπόνδυλοι, δηλαδή οι κόλακες, καιροσκόποι και οσφυοκάμπτες, ιδίως μάλιστα όταν τυχαίνει αυτοί να είναι καλλιτέχνες, ποιητές και γενικότερα δημιουργοί (σσ. 41-42).
Βέβαια, η πολιτική εγρήγορση στο ποιητικό έργο που παρουσιάζουμε δεν ταυτίζεται με τη δουλική στράτευση της ποιήτριας σε κομματικές ντιρεκτίβες. Όπως ορθά διαπιστώθηκε από τον Θεοκλή Κουγιάλη, «η ποίηση της Κατσούρη είναι διακριτικά πολιτικοποιημένη, γεμάτη οξύτητα και κριτική, μέχρις επικριτική διάθεση [...] και είναι στρατευμένη στην αξία “άνθρωπος” και στην αξία “ελευθερία”».x Ας δούμε δύο παραδείγματα με τα οποία τεκμηριώνεται η ορθότητα της πιο πάνω άποψης: τα ποιήματα «Μη με πιέζεις» από τη συλλογή Μ’ ακουουούς; (1996) και «Η Αφροδίτη και η Βουλή» από τη συλλογή Της Αφροδίτης και του Άδωνη (2006). Στο πρώτο ποίημα, που είναι αφιερωμένο στον ποιητή Άρη Αλεξάνδρου, το τριαντάφυλλο και το γαρίφαλο παραπέμπουν, κατά την άποψή μας, στα προδομένα οράματα και στην καταρρακωμένη για διάφορους λόγους αγνή ιδεολογία για την οποία αγωνίστηκαν οι δύο ποιητές. Από την άλλη, οι κομματικοί μηχανισμοί παρουσιάζονται στυγνά γραφειοκρατικοί και άκαμπτοι: «Το τριαντάφυλλο ή το γαρίφαλο εκείνο / που καταδυναστεύει / κάθε νύχτα τα όνειρά μας / ξεχειλίζει από / τη δυσμορφία, τη δυσλεξία, τη δυσκαμψία και τη δυστοκία / των Κ. Ε. και των Π. Γ.», πραγματικότητα που αναγκάζει την ομιλήτρια να αγωνίζεται «να ξεφύγει από όλα εκείνα / που παραμορφώνουν / την ιδεολογία και την ιδεοληψία / της ανθρώπινης υπόστασης» (Μ’ ακουουούς;, 26). Την ίδια σημασιακή διάζευξη εντοπίζουμε στο δεύτερο ποίημα στο οποίο, όπως παρατηρήθηκε, «το καταληκτικό μοτίβο της εναπόθεσης μιας δέσμης από κόκκινα τριαντάφυλλα» στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής «λειτουργεί σαρκαστικά»,xi μέσα σ’ ένα πλαίσιο, θα προσθέταμε, αποστράγγισης της πολιτικής από κάθε ευαισθησία και μακρόπνοο όραμα (Της Αφροδίτης και του Άδωνη, 55).
Τέλος, στη συλλογή 50 παρά μια ανατροπές (2011) η ανατρεπτική κριτική της ποιήτριας στρέφεται εναντίον εκείνων των πολιτικών ηγετών που αθετούν τις δεσμεύσεις ή τις διακηρύξεις τους, αν θεωρήσουμε τον σημαιοφόρο του ομότιτλου ποιήματος, που μετά το τέλος της παρέλασης αποσύρεται στην ταβέρνα, βάζει «τη σημαία για προσκέφαλο» και κάνει το κοντάρι «ξύλα για προσάναμμα» (σ. 21), ως μια σατιρική και ταυτόχρονα αλληγορική απεικόνιση του πολιτικού αμοραλισμού και της αποδόμησης της ιδεολογίας από εκείνους που τάχθηκαν να την εκφράζουν και να την υπηρετούν.
Από τα πιο πάνω ενδεικτικά παραδείγματα πολιτικής εγρήγορσης στο ποιητικό έργο της Ντίνας Κατσούρη διαφάνηκε ήδη ότι η δεύτερη παράμετρος που επιλέξαμε να συζητήσουμε απόψε, δηλαδή εκείνη του ποιητικού ήθους, συνδέεται αναπόσπαστα με τον πολιτικό, κατά βάση, χαρακτήρα της ποίησής της. Ενώ, λοιπόν, στις πρώτες τρεις συλλογές της (Ποιήματα: 1964, Σύνθεση: 1966 και Ο Ηγεμόνας: 1969) δεν εντοπίζουμε ποιήματα ποιητικής ή αναφορές (άμεσες ή έμμεσες) στην ποιητική τέχνη και σε οτιδήποτε άλλο σχετίζεται μ’ αυτήν, και ουσιαστικά εξάγουμε τα συμπεράσματά μας για τη στάση της ποιήτριας απέναντι στην τέχνη της από άλλα κειμενικά στοιχεία (όπως είναι λόγου χάρη οι θεματικές, ρητορικές και υφολογικές της επιλογές), στις επόμενές της συλλογές οι αναφορές που αφορούν την ποίηση πυκνώνουν. Ας σημειωθεί ότι σχεδόν όλα τα ποιήματα της συλλογής Αντι-θέσεις (1987) περιστρέφονται γύρω από τον θεματικό άξονα της ποιητικής δημιουργίας και των διάφορων παραγόντων που σχετίζονται με αυτήν (ποιητής, αναγνωστικό κοινό, κριτικός, πολιτεία, κρατικά βραβεία λογοτεχνίας κλπ.).
Ποια είναι, λοιπόν η σχέση του ποιητή με την κοινωνία και πώς διαγράφεται ο ρόλος του; Για την Ντ. Κατσούρη η πολιτική εγρήγορση του ποιητή δεν περιορίζεται ούτε εξαντλείται σε έναν ανώδυνο σχολιασμό του πολιτικού γίγνεσθαι από το περιθώριο της πολιτικής ζωής, αλλά ταυτίζεται με την παρουσία του στο επίκεντρο των αγώνων για τα δίκαια του ανθρώπου. Έτσι, στα ποιήματά της εκφράζεται θαυμασμός, από τη μια, για ποιητές και συγγραφείς που δολοφονήθηκαν για τις ιδέες τους (π.χ. για τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και τον Γασσάν Καναφάνι: «Ακόμα ένα ερωτικό ποίημα», Μ’ ακουουούς;, 17) και, από την άλλη, είτε για ποιητές που διώχθηκαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν, γιατί αρνήθηκαν να συμβιβαστούν με τον ολοκληρωτισμό (π.χ. για τους Άρη Αλεξάνδρου: ό.π., 26˙ Μανόλη Αναγνωστάκη: 50 παρά μία ανατροπές: 30) είτε ακόμα και για ποιητές, που μπορεί να μη διώχθηκαν από ολοκληρωτικά καθεστώτα ή εξωτερικούς εχθρούς, αλλά πέτυχαν να γράψουν «ποιήματα διάφανα και ανατρεπτικά», (όπως ο Καβάφης: βλ. τα ποιήματα «Η ανατροπή» και «Ο ποιητής και ο Καβάφης», Της Αφροδίτης και του Άδωνη, 39-40). Μπορούμε, επομένως, να υποστηρίξουμε ότι η διαφάνεια, δηλαδή η αποφυγή του ερμητισμού και της εξεζητημένης σκοτεινότητας που δεσπόζουν κατά κανόνα στη σύγχρονη ποίηση, και η ανατροπή, ως κριτική παρέμβαση της ποιητικής γραφής στην εξωκειμενική πραγματικότητα με στόχο τη διεκδίκηση της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και άλλων αξιών που εξυψώνουν τον άνθρωπο, είναι οι βασικές συνιστώσες της ποιητικής της Ντίνας Κατσούρη, ενώ ταυτόχρονα είναι και οι συντεταγμένες του ποιητικού της ήθους.
Υπό τους πιο πάνω όρους, τα ποιήματα δεν είναι κατασκευές που παράγονται με βάση τις προδιαγραφές της σχολαστικής φιλολογικής κριτικής, η οποία σατιρίζεται ανελέητα από την ποιήτρια στα ποιήματα «Προς τεχνοκρίτη I, II και III» (Αντι-θέσεις, 10-15), ούτε γεωργικά προϊόντα που για την παραγωγή τους απαιτείται μια σειρά προδιαγραμμένων πάντοτε εποχιακών εργασιών, όπως ειρωνικά υπαινίσσεται η ίδια, με τα βέλη της κριτικής της να στρέφονται, όπως πιστεύουμε, εναντίον των πολυγράφων και φλύαρων ποιητών (βλ. «Η πόρτα», Μ’ ακουουούς;, 5). Έτσι κι αλλιώς, το ποίημα συχνά δεν είναι αποτέλεσμα προβλεπτής ορθολογικής διεργασίας: «Σε καμιά περίπτωση / δεν μπορείς να φανταστείς / πόσο ανυπάκουο, αναρχικό και αυθάδικο / μπορεί να αποδεικτεί / ένα ποίημα. / [...] Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο / δεν θέλει πια να δεσμεύεται. / Θέλει να έχει απλά / τις δικές του υπόγειες και υπέργειες διαδρομές» («Το ανυπάκουο ποίημα», ό.π., 8-9). Δεν μας εκπλήσσει, λοιπόν, το γεγονός ότι από την ποιήτρια προβάλλεται ως πρότυπο ποιητή ο ολιγογράφος Μ. Αναγνωστάκης: «Μανόλη Αναγνωστάκη / το πρόβλημα είναι πως οι ποιητές / θα συνεχίσουν να φλυαρούν / να πολυλογούν και να περιττολογούν / και εσύ δεν θα είσαι εδώ / για να τους νουθετείς / και να τους αποτρέπεις. / Εκτός / και εάν αποφασίσουν / να πάψουν να γράφουν». («Για τον Μανόλη», 50 παρά μια ανατροπές, 30).
Άρα, είναι φανερό ότι σε αρκετά ποιήματα της Ντ. Κατσούρη (και ιδίως στη συλλογή της Αντι-θέσεις) οι ποιητές διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες: α) σε εκείνους που ζημιώνουν την ποιητική τέχνη με το έργο, τη στάση και τη συμπεριφορά τους και β) στους γνήσιους, αληθινούς ποιητές. Πιο συγκεκριμένα, οι πρώτοι παρουσιάζονται με τα παρακάτω, ανάμεσα σε άλλα, αρνητικά γνωρίσματα: Αντί να αγωνίζονται για την ημικατεχόμενη πατρίδα τους, επιδιώκουν την αυτοπροβολή και «επαιτούν κριτικές και διθυράμβους» («Προς ποιητή (1)», Αντι-θέσεις, 18)˙ αρέσκονται στις φωτογραφίσεις και στην «τηλεοπτική ακτινοβολία» και επελαύνουν «στα καφέ-τεάτρ και στις συνάξεις των ετήσιων κρατικών βραβείων» («Προς ποιητή (2)», ό.π., 20)˙ εκμεταλλεύονται ποιητικά το δράμα της Κύπρου, αλλά δεν προτίθενται να αντισταθούν για την απελευθέρωσή της («Προς αναγνώστη (1)», ό.π., 25)˙ ως «σικέ ποιητές», όπως τους αποκαλεί, είναι μοχθηροί και προβαίνουν σε «καταστροφές» και «ποιητικές δολιοφθορές», σε αντίθεση με τους ποιητές εκείνους «που είναι έτοιμοι να πεθάνουν / [...] για ένα κυκλάμινο στην κορυφή του Πενταδάχτυλου» («Προς αναγνώστη (2)», ό.π., 26)˙ καρπώνονται ποικίλα οφέλη ως αυλοκόλακες, «ευνουχίζοντας το νόμο» και «εμπαίζοντας τις ηθικές αξίες» («Η πόλη, αυτός και οι ποιητές», ό.π., 31-33)˙ είναι εγωκεντρικοί και υπερόπτες και γι’ αυτό «αυτολιβανίζονται» και υπερεκτιμούν την αξία της ποίησής τους («Το θέμα είναι...», ό.π., 42˙ «Ο υπερόπτης», 50 παρά μία ανατροπές, 38).
Αντίθετα, οι πραγματικοί ποιητές βρίσκονται στην πρωτοπορία του αντικατοχικού αγώνα, αντί να γράφουν μόνο ή να «κόπτονται» για τον αγώνα και την ελευθερία («Προς τεχνοκρίτη (3)», Αντι-θέσεις, 15)˙ σέβονται τους αναγνώστες τους και προβληματίζονται ιδιαίτερα για την επενέργεια των κειμένων τους σε αυτούς˙ δεν υποκύπτουν στις αισθητικές προτιμήσεις πολλών κριτικών που απορρίπτουν τη ρεαλιστική και προκρίνουν την αφαιρετική γραφή («Προς τεχνοκρίτη (2)», Αντι-θέσεις, 11). Για τους ίδιους η ποίηση δεν έχει κανέναν άλλο λόγο ύπαρξης παρά για να εκφράζει τους αγώνες, τις αγωνίες, τις χαρές και τις λύπες του ανθρώπου: «Γιατί η ποίηση γίνηκε, / για να συμπορεύεται με την ανάσα του πρόσφυγα, / την αγωνία του αγνοούμενου, / το θρήνο της μάνας, / το σφυγμό του αντάρτη, / την αγάπη της γης, / το τραγούδι της νίκης, / την αιώνια αλήθεια. / Με λίγα λόγια: τη λευτεριά» (38).
Η πολιτική εγρήγορση και το ποιητικό ήθος είναι, αναμφίβολα, οι σημαντικότερες παράμετροι της ποιητικής της Ντ. Κατσούρη, χωρίς ωστόσο να είναι οι μοναδικές. Σε άλλη περίσταση θα μπορούσαν να αναδειχθούν και άλλες όψεις του ποιητικού της έργου, όπως είναι λόγου χάρη οι θεματικές του έρωτα και της κοινωνικής κριτικής ή η διερεύνηση των τροπικοτήτων της ειρωνείας της σάτιρας και της αλληγορίας ή ακόμη και του λυρισμού. Επιπλέον, θα άξιζε, όπως ήδη υποδείχθηκε,xii να συνεξεταστεί αναλυτικότερα και σε μεγαλύτερο εύρος και βάθος η ποίηση της Ντ. Κατσούρη, ως προς τα στοιχεία της πολιτικής εγρήγορσης και του ποιητικού ήθους, τόσο με την ποίηση της ελλαδικής Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς όσο και με την ποίηση της κυπριακής Γενιάς της Ανεξαρτησίας.

Η εισήγηση αυτή παρουσιάστηκε σε εκδήλωση της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου (3 Ιουνίου 2013 – Λευκωσία: Αίθουσα Εκδηλώσεων Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας) για την απονομή στη Ντίνα Κατσούρη του Βραβείου «Γιώργος Φιλίππου – Πιερίδης» της ΕΛΚ.
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Νέα Εποχή 322 (2015) 8-15.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

iΠοιήματα, Λευκωσία, 1964˙ Σύνθεση, Λευκωσία, 1966˙ Ο Ηγεμόνας, Αθήνα, Ιωλκός, 1969˙ Υπομνήματα, Λευκωσία, 1978˙ Αντιθέσεις, Αθήνα, Θεμέλιο, 1987˙ Μ’ ακουουούς;, Λευκωσία, Ωρίων, 1996˙ Της Αφροδίτης και του Άδωνη, Λευκωσία, Άνευ, 2006˙ 50 παρά μία ανατροπές, Λευκωσία, Άνευ, 2011. Στην εργασία αυτή δεν σχολιάζονται όσα ποιήματα της Ντ. Κατσούρη είναι αδημοσίευτα, όσα έχουν δημοσιευθεί στον Τύπο (ημερήσιο ή περιοδικό) και όσα περιλαμβάνονται στην τελευταία συλλογή της Τα ποδοσφαιρικά (2013), που κυκλοφόρησε μετά την ολοκλήρωση της εισήγησής μας.
ii Βλ. ενδεικτικά Γ. Κεχαγιόγλου, «Θέσεις, αντιθέσεις και συνθέσεις στην ποίηση της Ντίνας Κατσούρη: Σκέψεις πάνω στη διαλεκτική μιας άκαμπτης λυρικής προσωπικότητας», Πνευματική Κύπρος, 369 (Γεν.-Μαρτ. 1993) 14-31˙ Θ. Κουγιάλης, «Αντι-θέσεις Ντίνας Κατσούρη», ό.π., 32-37˙ Λ. Παπαλεοντίου, «Η ποιητική πορεία της Ντίνας Παγιάση-Κατσούρη», Νέα Εποχή 242 (1997) 5-12˙ Θ. Κουγιάλης, «Αναφορά στην ποίηση της Ντίνας Κατσούρη», ό.π., 13-19˙ Ν. Τρεμούλης, «Τα ποιήματα της Ντ. Παγιάση-Κατσούρη», Ακτή 30 (Άνοιξη) 225-239˙ Γ. Κεχαγιόγλου, «Εισαγωγή», Ντίνα Παγιάση-Κατσούρη, Ποιήματα και διηγήματα: Μια ανθολόγηση, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2009, 9-58˙ Γ. Κεχαγιόγλου – Λ. Παπαλεοντίου, Ιστορία της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας, Λευκωσία, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2010, 608-610, 664, 704, 708-709 [=ΙΝΚΛ]. Δεν καταγράφονται εδώ τα επιμέρους κριτικά σημειώματα για τις ποιητικές συλλογές της Ντ. Κατσούρη. Γι’ αυτά βλ. Ντίνα Παγιάση-Κατσούρη, Ποιήματα και διηγήματα: Μια ανθολόγηση..., 9-58˙ 153-185 (όπου παρατίθεται επιλογή των σημειωμάτων αυτών από τον Γ. Κεχαγιόγλου).
iii Βλ. Γ. Κεχαγιόγλου, «Θέσεις, αντιθέσεις και συνθέσεις…», 15-16˙ του ίδιου, «Εισαγωγή»… (2009), 44.
iv Ορθά ο Γ. Κεχαγιόγλου υποστηρίζει ότι η επικριτική εντύπωση του Π. Παιονίδη, που θεωρεί το τρίτο μέρος του ποιήματος «πιο αδύνατο και σαν μορφή και σαν περιεχόμενο», δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Είναι φανερό ότι ο Παιονίδης δεν προσμετρά ή δεν λαμβάνει υπόψη τη διαφοροποιημένη (σε σχέση με τα πρώτα δύο μέρη) ρητορική δομή του τρίτου μέρους, με τις εναλλασσόμενες αντιθετικές φωνές. Βλ. Γ. Κεχαγιόγλου, «Εισαγωγή»…, 30: σημ. 21˙ Π. Παιονίδης, Τομές σε θέματα λόγου, Κύπρος, 1981, 235 [=Χαραυγή, 3 Ιαν. 1967].
v Βλ. Μανόλης Αναγνωστάκης, «Στο παιδί μου»: Τα ποιήματα, Αθήνα, Πλειάς, 131983 (1971), 152˙ Φοίβος Σταυρίδης, «Η γριά γιαγιά μου»: Απομυθοποίηση, Λευκωσία, Τα τετράδια του Ρήγα, 1978, 13.
vi Βλ. Γ. Κεχαγιόγλου, «Εισαγωγή»…, 32.
vii Για τις ποικίλες απόψεις γύρω από τη μορφή του ηγεμόνα στην ομότιτλη συλλογή της Ντ. Κατσούρη, βλ. ό.π., 32-33, όπου ο Γ. Κεχαγιόγλου υποστηρίζει πειστικά ότι «πίσω από τη μορφή του “κρυπτικού” Ηγεμόνα [...] αναγνωρίζει κανείς, πιθανότατα, την προσωπικότητα και ενέργειες του πρώτου προέδρου (1960-1977) [...] [Μακαρίου]». Για το παράθεμα, βλ. σ. 33. Για το ίδιο θέμα, βλ. επίσης Γ. Κεχαγιόγλου – Λ. Παπαλεοντίου, ΙΝΚΛ, 480.
viii Βλ. Γ. Κεχαγιόγλου, «Εισαγωγή...», 32-33.
ix Βλ. Λ. Παπαλεοντίου, «Η ποιητική πορεία…», 8.
x Βλ. Θ. Κουγιάλης, «Αναφορά...», 14, 18.
xi Γ. Κεχαγιόγλου, «Εισαγωγή...», 54: σημ. 39.
xii Γ. Κεχαγιόγλου, ό.π., 47.


Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ

Αλεξάνδρα Μπακονίκα

Η Αλβανίδα

Πάνω από δεκαετία, κάθε καλοκαίρι
στο ξενοδοχείο που έκανα διακοπές με την ίδια μεγάλη παρέα,
ήταν καμαριέρα.
Έτσι κατόρθωνε να συντηρείται,
ο μισθός της στην Αλβανία πενιχρός,
γυμνάστρια σε σχολείο τον χειμώνα.
Από τη σκληρή δουλειά ρυτίδες χαλνούσαν το πρόσωπό της,
τα αισθηματικά της πάντα σε αδιέξοδο,
ερωτικό σύντροφο δεν είχε.
Με έμφυτη εγκαρδιότητα και σπασμένα ελληνικά
λαχταρούσε να μας μιλάει στα δωμάτια, όταν καθάριζε,
ή στους διαδρόμους.
Όσο πλησίαζε ο καιρός να φύγουμε στεναχωριόταν.
«Εσάς θυμάμαι στην ερημιά μου τον χειμώνα» μας έλεγε.

Ένα βράδυ σφίχτηκε η καρδιά μου
όταν την είδα να κάνει βόλτα μόνη στον παραλιακό πεζόδρομο.
Μέσα στον πολύ κόσμο μια μοναχική φιγούρα,
που ακόμα και εκείνη την ώρα, ενώ είχε ήδη σχολάσει,
φορούσε τη γαλάζια στολή της καμαριέρας
.


Από τη συλλογή Ηδονή και εξουσία (2009)

ΠΗΓΗ
http://greek-translation-wings.blogspot.com/2011/02/blog-post_06.html

ΜΙΑ ΑΠΟΨΗ ΕΞ ΑΦΟΡΜΗΣ ΤΗΣ "ΑΛΒΑΝΙΔΑΣ" 
Η σύζευξη της πεζολογίας και του τετριμμένου/καθημερινού λεξιλογίου με το ερωτικό στοιχείο και η δεσπόζουσα σκηνοθετική φροντίδα και θεατρικότητα που εντοπίζονται στην "Αλβανίδα" είναι γνωρίσματα της σύνολης ποιητικής κατάθεσης της Αλεξάνδρας Μπακονίκα.Η ποιητικότητα στο έργο της δεν απορρέει τόσο από τη ρυθμική διάταξη και οργάνωση των λέξεων, αλλά κυρίως από την υποβολή συναισθημάτων και συλλογισμών με καθαρά θεατρικές τεχνικές και σκηνικούς όρους.
Λ.Γ. 

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1: Αλέξης Τραϊανός (1944-1980)

Αλέξης Τραϊανός, Οι λάμπες

[Από την ενότητα Αδημοσίευτα ποιήματα της περιόδου 1968-1972]

Κάποιος γυρίζει ανάμεσα στις λάμπες
Αγγίζει τις λάμπες με το χέρι του
Μια πεταλούδα σκύβει το κεφάλι της και φεύγει
Μες απ' το κίτρινο χιόνι το κίτρινο μάτι
Γυρίζει ανάμεσα στις λάμπες
Δεν έχει τόπο να σταθεί στο τρίξιμο του ξύλου
Καίουν οι λάμπες μ' έν' άλλο φως σβησμένο
Πίσω απ' τα σακατεμένα δέντρα

Μια τραυματισμένη μέρα δένεται άσπρη
Γυρίζει ανάμεσα στις λάμπες ψάχνει
Κάτι που ήτανε και δεν είναι
Κάπου εδώ ήτανε και κάποιος άλλος
Τι έγινε και σβήσανε τα τόσα μας φώτα

Ήτανε εδώ ένα χρώμα σαν βιολέτα
Ριγμένο μες στην κάμαρά μας
Ήτανε εδώ ένα χρώμα σα βιολέτα
Που ζούσε μες στην κάμαρά μας

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Φύλακας ερειπίων - τα ποιήματα (1991)


http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8476.msg131821#msg131821 

ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ: http://www.poiein.gr/archives/201