Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ

                                               Λεωνίδας Γαλάζης
Που Κυριακήν ώς Κυριακήν: ένα αδημοσίευτο θεατρικό κείμενο
                                       της Ρήνας Κατσελλή

Στο αρχείο της Ρήνας Κατσελλή βρίσκεται αδημοσίευτο ένα θεατρικό κείμενο 32 σελίδων με τίτλο ’Που Κυριακήν ώς Κυριακήν και υπότιτλο «θεατρικό έργο».1 Στην τελευταία σελίδα, δίνονται πληροφορίες για τον χρόνο γραφής του δράματος: Η πρώτη γραφή έγινε από τις 4 έως τις 10 Αυγούστου 1998. Ακολούθησαν τρεις διορθώσεις: η πρώτη τον Ιανουάριο του 1999, η δεύτερη τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου και η τρίτη τον Ιούνιο-Ιούλιο του 2005.
Πρόκειται για ένα αξιόλογο θεατρικό κείμενο, που διαφοροποιείται από τον κυρίαρχο ηθογραφικό τόνο και την ιστορική, λαογραφική ή οικολογική θεματική των περισσότερων από τα όψιμα δράματα της συγγραφέως, μολονότι η σατιρική στόχευση, που είναι εμφανής σε αυτό, ανιχνεύεται και στα υπόλοιπα δράματα της περιόδου 1986 έως σήμερα (λ.χ. στα έργα Γιατί έφυεν η Βαλού: 1986, Ξενιτεία: 1988, Πάμεν καλά…: 1995, Άρκαστος: 2001 , Πάνω γειτονιά: 2005, Οι καλικάντζιαροι και η τρίτη χιλιετία: 2011). Από την άποψη της δραματουργικής τεχνικής αλλά και της σατιρικής τόλμης, το ’Που Κυριακήν ώς Κυριακήν συγγενεύει περισσότερο με την Τρελή γιαγιά (1986), που είναι, κατά την άποψή μας, ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά κείμενα της Ρ. Κατσελλή. Τα δύο αυτά έργα ξεχωρίζουν για τους πολλαπλούς δείκτες θεατρικότητας, κυριότερος από τους οποίους είναι η αξιοσημείωτη σκηνική οικονομία (στα επίπεδα του δραματικού χώρου και χρόνου) που καθιστά τη θεατρική σάτιρα της σύγχρονης κυπριακής κοινωνίας ιδιαίτερα δραστική.
Ας περάσουμε, όμως, στο ’Που Κυριακήν ώς Κυριακήν. Το θεατρικό κείμενο αρθρώνεται σε έξι σκηνές που διαδραματίζονται στο χρονικό διάστημα μιας εβδομάδας. Η συμπύκνωση του δραματικού χρόνου σε αυτό το περιορισμένο χρονικό διάστημα καθιστά τη θεατρική αφήγηση, που, κατά τα άλλα, είναι εμπλουτισμένη με πλούσιο λογόχρονο (δηλαδή αναφορές στο παρελθόν στον λόγο των δραματικών προσώπων), ιδιαίτερα δραστική και φορτισμένη με στοιχεία έντονης δραματικότητας. Με αντίστοιχη λιτότητα, ο δραματικός χώρος περιορίζεται σε μια εκκλησία και ένα καμπαρέ στην Κάτω Πάφο. Η απόσταση ανάμεσα στα δύο κτήρια είναι ελάχιστη, καθώς το υπόγειο καμπαρέ βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την εκκλησία, όπως σημειώνεται στην εισαγωγική σκηνική οδηγία, αλλά και σε ενδοκειμενικές αναφορές, όπως λόγου χάρη, στην ακόλουθη: «Αντωνία: Ευτυχώς που έχουμεν ’που ’πανωθκιόν μας, απέναντι το εκκλησούδιν του Αγίου Αντωνίου, μεγάλη η χάρη του! ΄Αμαν έρτω ως δαπάνω, πάω, αφταίννω έναν τζερίν, για να αντέχω.» (σ. 9). Η υπόθεση του θεατρικού κειμένου που σχολιάζουμε εκτυλίσσεται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο χώρους, ενώ ο λογόχωρος (δηλαδή οι αναφορές στον χώρο που ανιχνεύονται στον λόγο των προσώπων) περιλαμβάνουν μνείες όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και σε χώρες όπως η Ρωσία, πατρίδα της Ρωσίδας «καλλιτέχνιδας» Άννας, και η Αγγλία, όπου σπουδάζουν οι δύο γιοι του ιδιοκτήτη του καμπαρέ Πετρή.
Οι δύο αυτοί πόλοι της θεατρικής αφήγησης (εκκλησία-καμπαρέ) συνιστούν, όπως υποστηρίζουμε, μια συνεκδοχική απεικόνιση των αδιεξόδων και αντιφάσεων της κυπριακής κοινωνίας, ειδικότερα κατά την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα: νεοπλουτισμός, χρηματισμός, υλισμός, εμπορία ναρκωτικών, εκμετάλλευση των αλλοδαπών εργαζομένων στο νησί, πορνεία, υποκρισία, συγκάλυψη της παρανομίας με διάφορους τρόπους, απώλεια της ιστορικής μνήμης αλλά και της πολιτισμικής ταυτότητας και, επομένως, ηθική κατάπτωση και παρακμή.
Εξάλλου, ως θεατρικά σημεία, η εκκλησία και το καμπαρέ δεν λειτουργούν μονοδιάστατα. Συχνά η εκκλησία χρησιμοποιείται από τους εμπόρους ναρκωτικών και τους συνεργάτες τους ως κρύπτη για το εμπόρευμά τους ή ως χώρος συναλλαγής, ενώ το καμπαρέ, που φέρει το όνομα «Κατακόμβη» (προφανής η ειρωνική και σατιρική χροιά) στεγάζει τη θρησκευόμενη Αντωνία, που εργάζεται εκεί από ανάγκη, και τον Πετρή που θέλει να εμφανίζεται ως ευυπόληπτος και νομοταγής πολίτης, ενώ δεν διστάζει να «εκδίδει» τις εργαζόμενες στο καμπαρέ του ή να διευκολύνει, με την ανεκτικότητά του, τη διακίνηση ναρκωτικών.
Η χρήση από τη Ρ. Κατσελλή μιας τραχιάς και ενίοτε ακατέργαστης κυπριακής διαλέκτου σε αυτό το κείμενο δεν είναι τυχαία. Με την επιλογή της αυτή η συγγραφέας επιδιώκει να αποδώσει με αληθοφάνεια το κλίμα και το περιβάλλον της νυχτερινής ζωής στο συγκεκριμένο υποστατικό, ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί σε πιο περιορισμένο βαθμό τις ιδιολέκτους της εκκλησιαστικής γλώσσας (λόγος του εφημέριου του Αγίου Αντωνίου) και της «σπασμένης» κυπριακής διαλέκτου (λόγος της Ρωσίδας Άννας).
Η πλοκή του ’Που Κυριακήν ώς Κυριακήν ορίζεται από μια θρησκευτική ομιλία για τον ασκητικό βίο του Αγίου Αντωνίου (εισαγωγή 1ης πράξης) και από μια εξωλογική συνάντηση του  Πετρή με τον Άγιο Αντώνιο (6η πράξη)· είχε προηγηθεί η απόφαση του Πετρή να πουλήσει την επιχείρησή του. Ο Άγιος, ντυμένος με αρχιερατικά άμφια, ασπάζεται τον Πετρή και τον αποκαλεί «πατέρα» του. Μέσα στο αγιολογικό αυτό πλαίσιο, που συνάδει με τα θρησκευτικά βιώματα της Αντωνίας, καθαρίστριας στο καμπαρέ, αναπτύσσεται η υπόθεση του δράματος: Στο καμπαρέ του Πετρή, όπου εργάζονται η Αντωνία και η Ρωσίδα «καλλιτέχνιδα» Άννα, η οποία εξωθείται στην πορνεία, ο διανομέας αναψυκτικών Άντρος γνωρίζει τον μεγαλέμπορο ναρκωτικών «Χάρο» και αργότερα κλέβει μια μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών που ο τελευταίος είχε αφήσει στη γειτονική εκκλησία. Παράλληλα, πείθει την Άννα να τον ακολουθήσει σε διαμέρισμα και έπειτα σε κρουαζιέρα, αλλά σύντομα ο «Χάρος» επανέρχεται και προσπαθεί με τους συνεργάτες του, ανεπιτυχώς, να σκοτώσει τον Άντρο, ο οποίος τραυματίζεται μεν, αλλά σκοτώνει έναν από τους ανθρώπους του «Χάρου». Αργότερα, η Άννα (μετά από συμβουλές της Αντωνίας να πετάξει ό,τι σχετιζόταν με τον Άντρο), συνειδητοποιεί ότι στη βαλίτσα του, που έφερε με σκοπό να την αφήσει στην εκκλησία, βρισκόταν πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό, που προερχόταν από την πώληση των ναρκωτικών τα οποία ο ίδιος είχε κλέψει. Αποφασίζει, λοιπόν, η Άννα πρώτα να πάει στην προγραμματισμένη κρουαζιέρα, αλλά μαζί με την Αντωνία, και μετά να επιστρέψει (μαζί με το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που βρήκε) στην οικογένειά της στη Ρωσία. Με την επιστροφή της από την κρουαζιέρα, η Αντωνία αποκαλύπτει στον Άντρο ό,τι είχε συμβεί και αναφέρει ότι τώρα η Άννα είχε ήδη πάρει τον δρόμο της επιστροφής στη Ρωσία, για πάντα. Τέλος, ο Πετρής, για να μη δημιουργήσει προβλήματα στα παιδιά του που σπούδαζαν στην Αγγλία και επέλεξαν να ιερωθούν, αποφασίζει να πουλήσει την επιχείρησή του.
Τονίζουμε και πάλι την ουσιαστική διαφοροποίηση του ’Που Κυριακήν ώς Κυριακήν από τα διαλεκτικά ηθογραφικά θεατρικά κείμενα τόσο της Ρήνας Κατσελλή όσο και άλλων συγγραφέων. Με το νυστέρι της σάτιρας και της συχνά σκληρής ρεαλιστικής και κάποτε νατουραλιστικής αποτύπωσης, η συγγραφέας παρουσιάζει τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα στην Κύπρο των ημερών μας. Αν η Τρελή γιαγιά (1986) συνιστά μια σατιρική απεικόνιση του αριβισμού και άλλων νοσηρών νοοτροπιών στις κυβερνητικές υπηρεσίες των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα, το ’Που Κυριακήν ώς Κυριακήν μας ενδιαφέρει ως μια θεατρική ανάγνωση του αδιεξόδου στο οποίο περιήλθε η κοινωνία μας σε όλους τους τομείς, λίγα χρόνια πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης. Ενός αδιεξόδου που συνδέεται με την ανυπαρξία προτύπων και την καταρράκωση των ηθικών αξιών. Στο θεατρικό κείμενο που σχολιάζουμε κανένα δραματικό πρόσωπο δεν ενσαρκώνει θετικά αυτές τις αξίες. Ακόμη και η θρησκευόμενη Αντωνία, όπως φαίνεται στο απόσπασμα με το οποίο ολοκληρώνουμε αυτή την παρουσίαση, παρασύρεται από την επιδίωξη του εύκολου πλουτισμού, παρά τις συνεχείς επικλήσεις της στη γενική κλασική της μόρφωση και τις επανειλημμένες αναφορές της στον κατεχόμενο τόπο της:

[Η Ρωσίδα Άννα προτείνει στην Αντωνία να πάνε μαζί κρουαζιέρα, σχεδιάζοντας μετά να επιστρέψει οριστικά στην πατρίδα της, με τα χρήματα που έκλεψε από τον Άντρο.]
Άννα: (φωτίζεται) Κρουαζιέρα! Ναι! Αντωνία προτείνω πάμε μαζί κρουαζιέρα!
Αντωνία: Επέλλανες; Πού να αφήσω τη δουλειά μου τζιαι να γυρίζω στες θάλασσες, καλά καλά εν έφκηκεν ο σιειμώνας!
΄Αννα: Εγώ πληρώνω, πολλά πληρώνω! Γκιατί φοβούμαι μόνη πλοίο. Εσύ (Ρωσικά =μητέρα) Μητέρα προσέχεις ΄Αννα, ΄Αννα δίνει λεφτά. Πολλά λεφτά! Εγκώ δίδω ντύο χιλιάδες!
Αντωνία: Λίρες; Περιπαίζεις με!
΄Αννα: ΄Εκχω τράπεζα τέσσερις! Ντύο δικές σου, ντύο δικές μου και μία ώρα μεσημέρι είμαστε πλοίο κρουαζιέρα! Λείψεις όχκι πολύ με ΄Αννα, μέκρι Σάββατο βράτι! 
Αντωνία: Χρειάζουμαι τούτα τα ριάλια, εν αλήθκεια! ΄Αμπα τζι έννα με μπλέξεις σε καμιά βρομοδουλειά, να μας πιάσει η αστυνομία;
΄Αννα: ΄Οκχι αστυνομία! ΄Αγκιος Αντώνιος κάνει θαύμα εγκώ έχω τιαβατήριο, εσυ κρειάζεσαι κρήμα! Πάμε τώρα τράπεζα να δεις παίρνω κρήματα, δίδω ντύο εσένα, ντύο εγώ και…
Αντωνία: Να πιάσω το διαβατήριό μου τζι εγώ, να σάσω τη βαλίτσα μου-
΄Αννα: Ντιαβατήριο ναι, ρούχα βαλίτσα όκχι! ΄Οκχι καιρός! Πάμε τράπεζα, ύστερα ντιαβατήριο, ύστερα ταξί πάμε Λεμεσό, λιμάνι, πλοίο! Κρουαζέρα! (την τραβά)
Αντωνία: Πόμεινε, να κλειδώσω τουλάχιστον! (Ενώ βγάζει τα κλειδιά) Για πόν’ να σαστούμεν, για πόν’ να καούμεν ’που τούτην την ιστορίαν! (Σκηνή 5: σ. 27)

Μικροφιλολογικά 39 (Άνοιξη 2016) 39-42.