Γιώργος Φράγκος, Ο Φιλελεύθερος, 5 Δεκεμβρίου 2016
Λεωνίδας Γαλάζης: Ληξιπρόθεσμες επαγγελίες, εκδόσεις Φαρφουλάς, 2016

Η ευταξία στο στόχαστρο

Ο Λεωνίδας Γαλάζης συνεχίζει και στη νέα του ποιητική συλλογή, στο ίδιο υφολογικό και θεματικό μοτίβο, που μας συνήθισε σε όλη την προηγηθείσα δουλειά του. Φιλοδοξεί, και σε μεγάλο βαθμό το πετυχαίνει, να είναι ένας ποιητής αντισυμβατικός, ρηξικέλευθος, έναντι σε κάθετι κατεστημένο και παγιωμένο. Με δυο λόγια, να είναι ένας ποιητής που απεχθάνεται την πεπατημένη και το διακηρύττει συνεχώς. Αφού θέλει ακόμα και τους «…γεωμέτρες να πετούν / τα δύστροπά τους σχήματα / στα μούτρα των σοφών / φρουρών της ευταξίας». (σελ. 10) Ο ποιητής παραμένει μόνιμα χλευαστικός κατά της καθεστηκυίας, της όποιας καθεστηκυίας, τάξης: «…όλα βαίνουν καλώς, οι επιτροπές συσκέπτονται νυχθημερόν…». (σελ.12)

Ο Λ.Γ. στο βιβλίο αυτό μιλά σαφώς για τη σύγχρονη εποχή της οικονομικής κρίσης και της κοινωνικής αναλγησίας. Και το πράττει κυρίως αλληγορικά, αντλώντας εικόνες, παραδείγματα, σύμβολα και συμπεριφορές από αλλοτινές εποχές και, ουδόλως τυχαία, κατά πρώτο λόγο από το μεσαίωνα. Ακόμη μια διάφανη τεκμηρίωση τού πόσο πολύ πίσω μας πήγε η κοινωνικο-οικονομική οπισθοδρόμηση.

Ευνομία, ευταξία, καθεστηκυίατάξη, άρχουσα τάξη, βρίσκονται μονίμως στο στόχαστρο του ποιητή. Αμφισβητούνται, χλευάζονται, λοιδορούνται και κρίνονται με αυστηρότητα: «Όταν οι νόμοι σ’ επισκέπτονται, / να σκύβεις και να προσκυνάς / τα δύσβατά τους μονοπάτια / να τους δοξάζεις που θα νέμονται την ύπαρξή σου». (σελ. 25)

Ο Λ.Γ., με καυστικότητα και δριμύτητα, με οργή, πόνο και χλεύη, ψέγει την υποταγή. Στηλιτεύει σφοδρά μέχρι διαπόμπευσης τους υποταγμένους ανθρώπους: «Σκύβουνε το κεφάλι τα κοτόπουλα /(τι φρόνιμα κεφάλια δίχως φρόνημα) / στα κλουβιά τους με τάξη στοιβαγμένα /λοξοκοιτώντας σαν χαμένα». (σελ. 18) Η εικόνα με τα υποταγμένα κοτόπουλα επανέρχεται και στο ποίημα «Μόνο για το χώμα», για να επιβεβαιωθεί, να επικυρωθεί εκ νέου. Εδώ ο ποιητής αφήνει να διαρρεύσει και μια στυφή γεύση οδύνης για τις χαμηλές προσδοκίες, για τις ελπίδες περιορισμένης εμβέλειας: «Μόνο στο κλουβί μου να προσεύχομαι / ούτε καν ν’ αποδράσω μια σκέψη /και να μ’ επαινούν οι σφαγείς / που καρτερικά στο κλουβί μου σαπίζω».(σελ.34)

Ο ποιητής, με εύστοχους παραλληλισμούς και παρομοιώσεις, υποδεικνύει πως κάθε φυλή, κάθε τάξη, κάθε έθνος, κάθε κατηγορία ανθρώπων, με το δικό της μύθο ανδρώνεται, με το δικό της μύθο ανασαίνει. Ομοίως όπως το κάθε πουλί που με τη δικιά του λαλιά κελαηδεί: «Πόσο καμάρωναν τα γουρούνια για τη λάσπη τους! / Πόσες ιστορίες είχαν ν’ αφηγούνται / για τον ολόδικό τους βόρβορο / τους μυθικούς προγόνους των /ηρωικά σφαγιασθέντες». (σελ. 15)

Ο λόγος του ποιητή είναι αντιεξουσιαστικός αλλά δεν πλήττει μόνο τους εξουσιαστές, καταφέρνει πλήγματα και στους αυλικούς, τους υμνωδούς των εξουσιαστών: «Με σταγόνες ύμνων την υγεία μας, είπαν, θα βρίσκαμε. / Μόνο ν’ ακολουθούσαμε τυφλά τη συνταγή τους. /Τι δόξα κι αυτή! / Ναυαγοί με ωσαννά στις ξέρες». (σελ.27)

Τον ποιητή διακατέχει –ενίοτε και καταβάλει – μια θλίψη για το αναποτελεσματικό, το ατελέσφοροτου παλέματος, της αντίστασης, της αντίρρησης, της ένστασης. Κι αυτό είναι κάτιπου θέλει να κρατήσει κρυφό, τουλάχιστον από τις επερχόμενες γενιές, που συνιστούν την προοπτική και την ελπίδα, την προσδοκία για καλύτερες ημέρες: «Ποτέ μας δεν υπολογίσαμε τα πουλιά / με τα σπασμένα φτερά. / Πάλι καλά που τα παιδιά δεν είδαν και σήμερα / βαλσαμωμένες τις αντιστάσεις μας». (σελ. 31)

Ο Λ.Γ. δεν αφήνει στο απυρόβλητο ούτε την τυπολατρία – τυπολαγνεία. Ευθύβολα και ευθαρσώς ξιφουλκεί κατάτων τύπων, εμμένοντας στην ουσία των πραγμάτων. Και ο σαρκασμός του, όπως σε όλο το βιβλίο άλλωστε, διακρίνεται και από μια βαθιά ειρωνική δυναμική: «…δεν ήταν παράλογες οι απαιτήσεις σας, όχι δεν ήταν / όμως, οιδιαδικασίες είναι η ουσία, μην το ξεχνάτε ποτέ! / Δε θα θέλατε δα να καταρρεύσουν οι τύποι / δε θα θέλατε να θρυμματιστούν οι μορφές. / Σκύψτε, λοιπόν, κι υπογράψτε. / Επιτέλους συνέλθετε!». (σελ. 37)

Η θεματική διαπασών του Λ.Γ. περιλαμβάνει και τις χαμένες προσδοκίες, τα απολεσθέντα όνειρα, τα καταρρακωμένα ιδανικά. Μιλώντας για τη μνήμη ανασυνθέτει τη θέρμη που διέγειραν όλα όσα κάποτε προκαλούσαν μια κοινωνικο - ιδεολογική ανάταση και εγρήγορση, για να σκορπίσουν στο τέλος πίκρα και απογοήτευση: «Κουρέλια διψασμένα / στη στέρνα των ονείρωνμας. / Εργάτες βυθισμένοι σ’ ενός Οχτώβρη μακρινού την ανταρσία / ψάχνουν στη στέρνα τα κουρέλια τους / γύρω από το θολό νερό / της μνήμης που αγριεύει».(σελ.43)

Ο ποιητής εσχάτως πειραματίζεται αρκετά συχνά και με μια πρώτη ύλη που αξιοποιεί ποικιλοτρόπως, κυριολεκτικά ήμεταφορικά ή αλληγορικά, ως σύμβολο, ως μέσο έκφρασης κλπ. Στις «Δοκιμές συγκολλήσεως» (2013) ήταν τα διάφορα μέταλλα και μεταλλεύματα, στις «Ληξιπρόθεσμες επαγγελίες» (2016) είναι οι πέτρες, οι βράχοι, τα διάφοραπετρώματα, τα πετρώδη εδάφη και ούτω καθεξής. Νομίζω πως η ποίηση του Λ.Γ. έχει ανάγκη από μια πρώτη ύλη ως μοχλό αισθητικής ανέλκυσης ή ανάτασης. Γι’ αυτό και την επιστρατεύει, άρτια και λειτουργικά.

Οδεύοντας προς το τέλος αυτής της παρουσίασης, θέλω να πω πως θεωρώ το ποίημα «Αλλού» (σελ. 48) ως μια από τις καλύτερες στιγμές του βιβλίου. Με σαφήνεια, συμμετρία και δομική αρτιότητα, ο ποιητής αναφέρεται στις ζωές των απλών ανθρώπων που γίνονται έρμαιο στα χέρια των κραταιών ταγών της γης.

Δυο επισημάνσεις έχω να κάμω για αυτή τη συλλογή: α) Όσο ο στίχος του Λ.Γ. βαθαίνει στα νοήματα, τόσο πιο δύσβατος καθίσταται και τα «κλειδιά» του γίνονται δύσκολα, ακόμη και για αρκούντως μυημένους στα της ποίησης αναγνώστες. β) Η προσήλωση του ποιητή στη μορφολογική αλλά και τη θεματική συνέπεια, ευτυχώς πολύ αραιά, οδηγεί σε κάποια, μάλλον ελάχιστα, ψήγματα εγκεφαλισμού.