Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018


Λεωνίδας Γαλάζης, Κείμενα, Τρόποι, Σημασίες. Θέματα Λογοτεχνίας, Αθήνα, Ίαμβος, 2018, σ. 304.

Συνεκτικό βιβλίο λογοτεχνικής κριτικής για ορισμένους από τους μείζονες ποιητές του ελλαδικού 20ού αιώνα (Σεφέρης), και για αρκετούς από τους μείζονες ποιητές του ελληνοκυπριακού 19ου και 20ού αιώνα. Όλα όσα θα θέλατε να γνωρίζετε για τον δραματουργό, και όχι μόνο ποιητή, Τεύκρο Ανθία· την πρόσληψη του «εθνικού» Βασίλη Μιχαηλίδη [1849-1917], από ομοτέχνους του 20ού αιώνα (Περνάρης)· την ανταπόκριση του μοντερνιστή Κώστα Μόντη σε μείζονα γεγονότα της κυπριακής ιστορίας του καιρού του, και τον τρόπο που αυτά ενσωματώνονται στην ποίησή του. Ευανάγνωστη και μεθοδολογικά συνεκτική (εφαρμόζει ως επί το πλείστον την τεχνική της «εκ του σύνεγγυς ανάγνωσης» των κειμένων), η πρόσφατη συναγωγή μελετημάτων του Λεωνίδα Γαλάζη, ενδείκνυται επίσης για χρήση στην σχολική πράξη.

Μαρία Αθανασοπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και της Θεωρίας της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ.

The Books’ Journal 93 (Δεκέμβριος 2018) 93.

****



Ένας από τους πιο σοβαρούς μελετητές της λογοτεχνίας μας στην Κύπρο είναι ο Λεωνίδας Γαλάζης, οπλισμένος με γνώση και ευαισθησία, σεβασμό στο έργο που μελετά και με πολλή αγάπη για την Τέχνη του Λόγου. Βαθύς ανατόμος κριτικών, λογοτεχνών και του έργου τους, άριστος χειριστής της γλώσσας μας, πλησιάζει το αντικείμενό του και τον αναγνώστη με τη θέληση για πρόσληψη και μετάδοση των μυστικών του Λόγου.

Στο βιβλίο του Κείμενα, Τρόποι, Σημασίες- θέματα λογοτεχνίας, αφιερωμένο στη γυναίκα του, παρακολουθούμε τον επιστήμονα της λογοτεχνίας και κριτικής να απλώνεται στην ιστορική περίοδο των έργων που μελετά, στα κοινωνικά ρεύματα και λογοτεχνικές σχολές, για να εξαγάγει και μας οδηγήσει στο δίδαγμα της μεσότητας και του διαλόγου στην έκθεση των πορισμάτων των υπό εξέταση, δείγμα του χαρακτήρα και του ήθους του μελετητή.

Με επιστημονικά τεκμηριωμένες τοποθετήσεις αλλά και προσωπικές του τομές στο έργο μεγάλων της λογοτεχνίας μας συνυφαίνει μερικές φορές σε ύφος υψηλόν την επιστήμη με τη διδακτική πράξη.

Το βιβλίο αυτό του Λεωνίδα Γαλάζη αναδεικνύει το πλούσιο έργο κριτικών και λογοτεχνών μας και τον ίδιο ως έναν μεγάλο της Τέχνης εραστή και επιστήμονα.

Στέλιος Παπαντωνίου

Σάββατο, 29 Δεκεμβρίου 2018

https://wwwsteliospapantoniou.blogspot.com/2018/12/blog-post_29.html

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Νέα Συλλογή δοκιμίων από τον Λεωνίδα Γαλάζη

Στο βιβλίο περιέχονται αναζητήσεις και προβληματισμοί γύρω από τον ρόλο και τη λειτουργία της λογοτεχνικής κριτικής σε συνάρτηση με την κριτικογραφία του Δημήτρη Ραυτόπουλου

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018



ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΛΟΓΟΥ ΤΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Από ορισμένους υποστηρίζεται τεχνηέντως ότι η έκδοση της Ανακοίνωσης της 14ης Ιουλίου 2018* με την οποία η τότε ηγεσία της Ε.Λ.Κ. τοποθετήθηκε επί του περιεχομένου του Γλωσσαρίου, καταδεικνύει έλλειψη σεβασμού προς την ελευθερία του λόγου των λογοτεχνών. 

Το επιχείρημα αυτό ουδόλως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Και αυτό γιατί στην ανακοίνωση σημειώνεται επί λέξει: "Οι υπογράφοντες αυτή την ανακοίνωση υπερασπίζονται το δημοκρατικό δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης κάθε ατόμου, ανεξάρτητα εάν κανείς διαφωνεί με την άποψή του". Η ανακοίνωσή μας αφορούσε αποκλειστικά και μόνο το ίδιο το περιεχόμενο του Γλωσσαρίου, το οποίο κρίναμε ότι, ως χρηστικό πολιτικό κείμενο συνιστά περιορισμό της ελευθερίας του λόγου, με σοβαρές συνέπειες στην πρόσληψη, κατανόηση και ερμηνεία της σύγχρονής μας Ιστορίας, που οφείλει να είναι αδέσμευτη, πολυπρισματική και μη κατευθυνόμενη.

Αν το Γλωσσάριο ήταν  απλώς ένας κώδικας επικοινωνίας των Κυπρίων με τους ξένους δημοσιογράφους, τότε κρίνουμε ότι δεν θα υπήρχε οποιοδήποτε θέμα συζήτησης. Ωστόσο, ο δημοσιογραφικός λόγος, του οποίου αποδέκτης είναι ο λαός, συνιστά σημαντικό παράγοντα για τη διαμόρφωση της συλλογικής συνείδησης και συνδέεται αναπόσπαστα τόσο με την Ιστορία και την Παιδεία γενικότερα όσο και με τη λογοτεχνική γραφή. 

Πρόκειται, επομένως, για ένα ζήτημα ουσίας που αφορά κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο. Για ένα μείζον θέμα που άπτεται της ελευθερίας του λόγου και της Γενικής Παιδείας και αφορά όχι μόνο τους δημοσιογράφους αλλά και τους λογοτέχνες και κάθε ενεργό πολίτη, που μπορούν ανεπηρέαστοι από καθοδηγητικά κείμενα ή οποιεσδήποτε άλλες οδηγίες να στοχάζονται, να εκφράζονται και να δημιουργούν ελεύθερα.

*http://www.philenews.com/koinonia/eidiseis/article/554600/to-gossari-efere-paraitiseis-stin-enosi-logtechnon 

Λεωνίδας Γαλάζης
τέως πρόεδρος Ε.Λ.Κ.  


Τρίτη 14 Αυγούστου 2018


«Το νησί της γλώσσας»
Νταλιά Σταπονκούτε, Από τις δύο διαλέγω την τρίτη. Η μικρή μου Οδύσσεια, Αθήνα, Νεφέλη, 2017

Αν ένα καλό λογοτεχνικό έργο προκαλεί ερωτήματα, απορίες και προβληματισμούς, χωρίς να προσφέρει οριστικές απαντήσεις στον αναγνώστη, τότε το βιβλίο της Νταλιά Σταπονκούτε Από τις δύο διαλέγω την τρίτη. Η μικρή μου Οδύσσεια, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2017 από τις εκδόσεις Νεφέλη, σε μετάφραση του Σωτήρη Σουλιώτη, είναι ιδιαίτερα αξιόλογο, γραμμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί κανείς να επανέρχεται σε αυτό και να αναζητεί εκ νέου απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα γύρω από την πατρίδα, το ταξίδι, τη γλώσσα, την όσμωση των πολιτισμών, που είναι τα κυριότερα θέματά του, με επίκεντρο τη ζωή της συγγραφέως ανάμεσα στην πατρίδα της, Λιθουανία, και την Κύπρο, όπου ζει εδώ και αρκετά χρόνια. Η πρώτη δημοσίευση του βιβλίου (2014) έτυχε ευμενούς υποδοχής στη Λιθουανία, όπου βραβεύτηκε το 2015 με το Α΄ Βραβείο Κριτικών και με το Α΄ Βραβείο Αναγνωστών.
Μια πρώτη απορία του αναγνώστη είναι σε ποιο λογοτεχνικό είδος εντάσσεται το βιβλίο αυτό. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ενώ βάσιμα μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι δεν πρόκειται για μυθιστόρημα ή για δοκίμιο, δύσκολα μπορεί να τεκμηριωθεί ότι αυτό εντάσσεται ασυζητητί στην ταξιδιωτική λογοτεχνία, καθότι η στόχευση της συγγραφέως δεν είναι τοπιογραφική. Με άλλα λόγια, οι αναφορές στα ταξίδια της δεν αποσκοπούν σε απλές περιγραφές των χωρών που επισκέπτεται, αλλά περισσότερο στην ανάλυση μιας εσωτερικής οδύσσειας, κατά τον τρόπο του Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος είναι ένας από τους συγγραφείς που μετέφρασε η Νταλιά στα λιθουανικά. Η αναζήτηση και ο νόστος του Οδυσσέα, για να δανειστούμε τον γνωστό τίτλο μονογραφίας του Δ.Ν. Μαρωνίτη, είναι ο κεντρικός θεματικός άξονας του βιβλίου, γύρω από τον οποίο διαπλέκονται τα θέματα του ταξιδιού, της γλώσσας, της πατρίδας, του πολιτισμού, όχι μεμονωμένα και παρατακτικά, αλλά σε μια διαρκή διαλεκτική σχέση και δυναμική αλληλεξάρτηση.
Ο αινιγματικός, ως προς το πρώτο σκέλος του, τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στη ζωή της συγγραφέως ανάμεσα στη Λιθουανία και στην Κύπρο και στα αναπόφευκτα διλήμματα ή ενίοτε και συγκρούσεις, ως συνέπεια αυτής της διπολικής σχέσης, που αποτυπώνεται συμπυκνωμένα στις τελευταίες σελίδες του:

Μετά από πολλά χρόνια ζωής στην Κύπρο φαίνεται ότι έγινα Κύπρια
μόνο κατά μία πλευρά, και ότι η άλλη μου πλευρά, η λιθουανική, προ-
σπαθούσε συνέχεια να νικήσει την πρώτη. Η ένταση της αντίδρασης
απομάκρυνε τη μία μου πλευρά από την άλλη, δημιουργώντας ανάμεσά
τους κάτι καινούριο, τρίτο, που ακόμα δεν το ξέρω πολύ καλά. Μήπως
αυτό αναπόφευκτα μου ανοίγει έναν τρίτο χώρο, τον απέραντο κόσμο,
τον χώρο της διανοητικής και δημιουργικής δράσης μου; […] Έχασα
πια το ενδιαφέρον να συγκρίνω δύο πατρίδες και τις πραγματικότητές
τους […] και έχω πια το δώρο της ατελείωτης «διγενικής» αμφιβολίας,
του Διγενή Ακρίτα, για το πού είμαι… (305)

Το βιβλίο αποτελείται από πέντε μέρη και τον «Επίλογο για Διγενείς». Στο Πρώτο Μέρος, που τιτλοφορείται «Κυκλική κίνηση» δεσπόζει η συγκριτική παρουσίαση της κυπριακής και λιθουανικής καθημερινότητας, με τα μέσα και τους τρόπους της αφηγηματικής πεζογραφίας και με συχνά αφοπλιστική αμεσότητα που επιτυγχάνεται με το ύφος και τη διάθεση της εξομολόγησης σ’ ένα φιλικό πρόσωπο. Με τις αναφορές στο οικογενειακό περιβάλλον της αφηγήτριας, στενότερο και ευρύτερο, αποδίδεται η προσπάθειά της για τη διατήρηση δεσμών με δύο γλώσσες, πολιτισμούς και πατρίδες, όταν εν τέλει συνειδητοποιεί ότι «η πραγματική της κατοικία έγινε το νησί της γλώσσας», βιώνοντας τραυματικά την αδυναμία να «αφουγκραστεί τη μητρική της γλώσσα» στην καθημερινή της ζωή (86). Στο Δεύτερο Μέρος, με τον τίτλο «Αποχαιρετισμός φίλων και αγαπημένων» η συγγραφέας υπερβαίνει το δίπολο Κύπρου – Λιθουανίας, αποτυπώνοντας τις ταξιδιωτικές εμπειρίες της από διάφορες μεγαλουπόλεις, όπως η Πετρούπολη, η Νέα Υόρκη, το Σαν Φρανσίσκο και η Βαρκελόνη και ανασκοπώντας τη βίωση του ταξιδιού ως μιας εσωτερικής εμπειρίας, ενώ στο Τρίτο Μέρος («Ο τόπος είναι ο ίδιος – Οι κατευθύνσεις καινούριες») ο στοχασμός της συγγραφέως γύρω από το ταξίδι, τη γλώσσα και τους ανθρώπους που ζουν στο μεταίχμιο δύο διαφορετικών γλωσσών και πολιτισμών (τους «διγενείς», όπως τους ονομάζει) αναπτύσσεται σε συνάρτηση με την περιγραφή των ταξιδιών της στην Κωνσταντινούπολη και στο Πακιστάν. Στο Τέταρτο Μέρος («Δρομολόγια και σταθμοί γλωσσών»), γύρω από τα περιστατικά της γνωριμίας της Νταλιά με τον συγγραφέα Θοδωρή Καλλιφατίδη, και δύο επισκέψεών της, της μιας στη Φουερτεβεντούρα, ενός από τα Κανάρια νησιά, και της άλλης στο Κάουνας της Λιθουανίας, αναπτύσσεται η προβληματική της γύρω από τη γλώσσα και το ταξίδι και τη διαλεκτική τους σχέση. Στο Πέμπτο (και τελευταίο) Μέρος, που τιτλοφορείται «Το προαίσθημα της τρίτης χώρας», η συγγραφέας αναζητεί, όπως είδαμε πιο πάνω, διέξοδο στο αίσθημα του εγκλεισμού που βιώνει σε δύο χώρες της περιφέρειας, όπως είναι η Λιθουανία και η Κύπρος: «Όλες οι χώρες του κόσμου», γράφει, «έχουν με τον “άλφα” ή “βήτα” τρόπο χαρακτηριστικά περιφέρειας, και οι άνθρωποι σαν τον Οδυσσέα, όπου και αν βρίσκονται, παντού νιώθουν κλεισμένοι. […] ‘Ετσι, όταν το κανάλι “Κύπρος – Λιθουανία” στενεύει, όταν οι δυνατότητες αυτοέκφρασης και στις δύο χώρες μετατρέπονται σε αμήχανη σιωπή, τα κύματα σπρώχνουν το καράβι μου σε ουδέτερα χωρικά ύδατα […] μιας τρίτης χώρας. Με αυτές τις μεταφορές εννοώ “φανταστικές” και “πραγματικές” μεγαλουπόλεις, επαγγελματικά ταξίδια και συμβόλαια, το αναπόφευκτο ταξίδι στη σύγχρονη εποχή […]». (284) Στα επιλεγόμενα του βιβλίου, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επίλογος για διγενείς», η συγγραφέας αναφέρεται στις «ατέλειωτες μικρές οδύσσειές» της και στις πολλές αβεβαιότητες που την διακατέχουν, καθώς τις αναλογίζεται, θεωρώντας ότι η σαφήνεια «είναι εφικτή μέσα στα στενά όρια του χρόνου και του τόπου, ενώ η αμφιβολία και ο διχασμός είναι αιώνια». Η κατακλείδα του βιβλίου παραπέμπει στο τέλος της Οδύσσειας του, προσφιλούς στη συγγραφέα, Νίκου Καζαντζάκη: «Κι αυτό συμβαίνει στους απροσάρμοστους, που οι οδύσσειές τους δεν τελειώνουν με τον γυρισμό στο σπίτι, στην ονειρεμένη τους Ιθάκη, αλλά, όπως φαίνεται, από εκεί αρχίζουν (314).
Η αέναη αναζήτηση του Οδυσσέα, που είναι η δεσπόζουσα θεματική του βιβλίου, συνδέεται με μιαν αντίστοιχη αναζήτηση τρόπων γραφής, αν κρίνουμε από τα διάφορα επίπεδα της υφολογικής του διαστρωμάτωσης. Τον οικείο και εξομολογητικό τόνο των πρώτων δύο μερών διαδέχεται μια διαφοροποιημένη ρητορική στα τελευταία τρία μέρη, όπου κυριαρχεί ο περισσότερο σύνθετος δοκιμιακός λόγος, χωρίς ωστόσο να έχουμε σε κανένα κεφάλαιο απόλυτο διαχωρισμό αυτών των υφολογικών στρωμάτων. Άλλωστε σε αυτήν ακριβώς τη μείξη έγκειται το ιδιαίτερο προσωπικό ύφος της συγγραφέως, αλλά και η μεταιχμιακή γραφή της, που δυσχεραίνει κάθε προσπάθεια για ειδολογική κατηγοριοποίηση του βιβλίου της.
Το ταξίδι και η γλώσσα είναι για τη συγγραφέα αλληλένδετα, σε βαθμό που θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει το βιβλίο της Από τις δύο διαλέγω την τρίτη. Η μικρή μου Οδύσσεια ως ταξίδι στη γλώσσα αλλά και αντίστροφα ως μια αποτίμηση των γλωσσών του ταξιδιού, δηλαδή της νοηματοδότησης και της μεταφυσικής του, στο πλαίσιο μιας ανοιχτής διαπολιτισμικής οπτικής. Το ταξίδι στη γλώσσα είναι ταυτόχρονα και ταξίδι στην κοσμοαντίληψη και στη νοοτροπία (αν θυμηθούμε τον ομηρικό στίχο «πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω») και για τη συγγραφέα αρχίζει από τη σύγκριση των νοοτροπιών στις δύο «πατρίδες» της: Για την κυπριακή στάση ζωής σημειώνει, λόγου χάρη, ότι «η Αυτού Μεγαλειότης το “Σιγά Σιγά” είναι ο μεγαλύτερος πλούτος του νησιού» και ότι «κάποιες φορές το να μη βιάζεσαι είναι σοφία, που έχει δοκιμαστεί από την εμπειρία» (36), ενώ η Λιθουανία είναι, για την ίδια, «σύμβολο της αιώνιας κίνησης» (124). Επιπλέον, διακατέχεται έντονα από το οδυσσειακό βίωμα του ατέρμονου ταξιδιού και της αναζήτησης, γράφοντας:
        
Όταν γυρίζω στη Λιθουανία νιώθω ότι βρέθηκα σε ξένη χώρα. Όταν γυρίζω
         στην Κύπρο το ίδιο. Πέρασαν κάτι δεκαετίες, κι εγώ παραμένω ταξιδιώτισσα,
         που κάθε πρωί απ’ την αρχή ξεκινά τον δρόμο της από το συμβολικό κατώφλι
         του σπιτιού της. Για να νιώσεις ταξιδιώτισσα, δεν είναι απαραίτητο να φτιάχνεις
         κάθε μήνα έναν σάκο και να ταξιδεύεις κάπου. Είναι εσωτερική κατάσταση. (174)

Ας σημειωθεί ότι η συγγραφέας ασχολήθηκε συστηματικά με το ζήτημα του ταξιδιού και της πολιτισμικής μετάφρασης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, στη διδακτορική της διατριβή, αξιοποιώντας «τη θεωρία του Μιχαήλ Μπαχτίν για τον χρονότοπο, ως μέρος της ευρύτερης προσέγγισής του για τον διάλογο των πολιτισμών» (https://lekythos.library.ucy.ac.cy/handle/10797/5783).[1] Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτο πως δύο από τους χρονότοπους που διερευνά στη διατριβή της η Νταλιά – οι οποίοι ανιχνεύονται στο βιβλίο της που παρουσιάζουμε απόψε – είναι α) «ο χρονότοπος απόδρασης από την πατρίδα στο έργο του Τζόναθαν Ραμπάν (Jonathan Raban),[2] [που] καταδεικνύει τις κοινωνικές και τις εθνικές μεταμορφώσεις της μητρικής γλώσσας»˙ β) «ο χρονοτόπος του «πουθενά» και η αναζήτηση του δικού μας τόπου στο έργο του Πίκο Υιέρ (Pico Iyer)[3] […]» (ό.π.).
Στο νέο της βιβλίο η συγγραφέας συγκρίνει την έναρξη του ταξιδιού με την εκμάθηση της γλώσσας «που αρχίζει από την πρώτη μετάφραση» και θεωρεί ότι «η εκμάθηση μιας άλλης γλώσσας σε νέα χώρα» ισοδυναμεί με την οικοδόμηση μιας νέας ζωής, καθώς ο άνθρωπος αναγκάζεται «να ριχτεί σε ένα μακρύ ταξίδι, σε μια καινούρια κοσμοθεωρία, που κατακαίει σαν λάβα την προηγούμενη που είχε» (310). Ακριβώς είναι γι’ αυτό που η επιλογή ενός τρίτου δρόμου, για υπέρβαση του βασανιστικού αυτού διχασμού, καθίσταται απόλυτα αναγκαία.
Από την άλλη, η αντίληψη του ταξιδιού ως μιας βαθύτερης εσωτερικής ανάγκης, ειδικά για έναν άνθρωπο που «μοιράζει τη ζωή του»  ανάμεσα σε δύο πατρίδες, υπογραμμίζεται με έμφαση. Εκείνο που τονίζεται είναι πως η προετοιμασία για το ταξίδι «επισκιάζει τη γοητεία του ίδιου του ταξιδιού […]» και προσλαμβάνει τον χαρακτήρα μιας μεταφυσικής προεργασίας «που μετατρέπει όλα τα άλλα σε πράγματα ήσσονος σημασίας» (186).
Επομένως, εκείνο που προσδίδει αξία στο βιβλίο αυτό είναι το γεγονός ότι η συγγραφέας ξεπέρασε τον σκόπελο της συγγραφής ενός μονοδιάστατου ταξιδιωτικού αφηγήματος, με επιφανειακές περιγραφές τοπίων της Κύπρου και  της Λιθουανίας. Στόχευσε και πέτυχε να αποτυπώσει την αγωνία και τους προβληματισμούς της, ανάγοντας την προσωπική της ιστορία σε μια παραδειγματική περίπτωση γύρω από την οποία  αναπτύσσεται μια κριτική αποτίμηση των προκλήσεων του 21ου αιώνα, ειδικά σε συνάρτηση με την πατρίδα και τον τόπο, τη γλώσσα και το ταξίδι, τον νόστο και την αποξένωση, την αναζήτηση και το τέρμα, την Ιθάκη και την υπέρβασή της, σε μια διαρκή αναζήτηση νέων δυνατοτήτων για συνέχιση του ταξιδιού στη γλώσσα και της γλώσσας σ’ ένα ταξίδι δίχως τέλος με διαστάσεις οικουμενικές.







[1] Dalia Staponkute, Translation as travel: the US in and out of the world in the work of Jonathan Raban, Pico Iyer, William Gibson and Alphonso Lingis (PhD Dissertation), Department of English Studies, University of Cyprus, 2010.
[2] Διακεκριμένος Βρετανός συγγραφέας έργων ταξιδιωτικής λογοτεχνίας (γεν. 1942)
[3] Αμερικανός πεζογράφος και δοκιμιογράφος (γεν. 1957)

Τρίτη 7 Αυγούστου 2018

«Στους σκοτεινούς διαδρόμους της ανθρώπινης ύπαρξης»

Γιώργος Μολέσκης, Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο, Διηγήματα, Αθήνα, Βακχικόν, 2017.

Η συλλογή διηγημάτων Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο δεν είναι η πρώτη πεζογραφική κατάθεση του ποιητή και μεταφραστή Γιώργου Μολέσκη, στην πενηντάχρονη συγγραφική του πορεία, από το 1967 έως σήμερα. Από τα προγενέστερα πεζά του σημειώνουμε ενδεικτικά δύο διηγήματα υπό τον τίτλο «Η πολυκατοικία» και τη νουβέλα Τα κλεμμένα σταφύλια που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Χαραυγή και έπειτα εκδόθηκε σε βιβλίο (1985).[1] Στα 18 διηγήματα του νέου βιβλίου του αποκρυσταλλώνονται πλούσιες εμπειρίες του συγγραφέα, βιωμένες είτε στην Κύπρο είτε σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού, αφενός με βαθύτατη αίσθηση της εντοπιότητας και της πάλης για υπέρβαση των ορίων και των περιορισμών που πολλές φορές αυτή συνεπάγεται και αφετέρου με κοσμοπολίτικη διάθεση και αναζήτηση απαντήσεων στα διάφορα υπαρξιακά ερωτήματα στις μεγαλουπόλεις του κόσμου. Το αντίστοιχο αυτής της ανοιχτής προοπτικής και του κοσμοπολιτισμού είναι ιδιαίτερα έντονο στη διηγηματογραφία του Πανίκου Παιονίδη, ίσως και πολλών άλλων Κυπρίων πεζογράφων. Ο κοσμοπολιτισμός στην κυπριακή πεζογραφία είναι, επομένως, ένα γοητευτικό ερευνητικό ζητούμενο της φιλολογίας και της κριτικής. Η σχετική φιλολογική διερεύνηση θα μπορούσε να εκκινήσει από το μελέτημα του Αλέξη Ζήρα «Ο πρώιμος κυπριακός κοσμοπολιτισμός», από το βιβλίο του Όψεις της κυπριακής πεζογραφίας (2010).

Ο τίτλος της συλλογής έχει διακειμενική διάσταση, όπως διαπιστώνουμε από το ομώνυμο διήγημα «Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο», θέμα του οποίου είναι η επίσκεψη του αφηγητή στις γυναικείες φυλακές της Αθήνας με σκοπό να μιλήσει στις φυλακισμένες για την ποίηση, μετά από πρόσκληση του Ελεύθερου Ανοιχτού Πανεπιστημίου. Στο διήγημα αυτό, όπου είναι εμφανής η διάθεση του συγγραφέα για μυθοποίηση των βιωμάτων του και αναγωγή τους σε αισθητικά δικαιωμένες αφηγηματικές φόρμες, το γυναικείο ακροατήριο παραλληλίζεται από τον αφηγητή με έναν θίασο: «Η όλη σκηνή είχε κάτι το θεατρικό κι εμείς παίζαμε έναν ρόλο. Ταυτόχρονα όμως ήμασταν κι εμείς θεατές, που παρακολουθούσαν τον παρδαλό και εν μέρει απρόβλεπτο αυτό θίασο» (25). Στην ομιλία του αφηγητή «η ποίηση ορίζεται ως μια άλλη ματιά στον κόσμο» και ως παράδειγμα χρησιμοποιείται ένα ποίημα του Μαγιακόφσκι: «Να στο ποίημα που θα σας διαβάσω τώρα, ο ρώσος ποιητής Μαγιακόφσκι μπαίνει σ’ έναν διάλογο με τον ήλιο. Τον προσκαλεί και τον προκαλεί συνάμα να κατέβει στο δωμάτιό του να μιλήσουν, και ο ήλιος δέχεται την πρόκληση και κατεβαίνει…» (25). Το διακείμενο της αναφοράς αυτής –και επομένως και του τίτλου– είναι το ποίημα «Μια παράξενη περιπέτεια που συνέβη στον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι το καλοκαίρι στο εξοχικό». Η πρόσκληση / πρόκληση του ποιητικού υποκειμένου εντοπίζεται στους ακόλουθους στίχους: «Φώναξα στον ήλιο: / “Περίμενε, / χρυσοκούτελε, για άκου, / και αυτό, / αφού αναίτια έρχεσαι / δεν έρχεσαι κι από μένα /  να πάρουμε ένα τσάι!» / Μα τι έκανα! / Την πάτησα! / Σε μένα, / με ελεύθερη βούληση, / ο ίδιος αυτοπροσώπως, / έρχεται μέσα απ’ τον αγρό, / απλώνοντας τα ηλιο-βήματά του […]”».[2] Από την ανάγνωση ολόκληρου του κειμένου, μπορούμε να το θεωρήσουμε ως ποίημα ποιητικής, στο οποίο το φως του ήλιου παραβάλλεται με το φως της ποίησης, ως πηγή της αναζήτησης της αλήθειας στη ζωή και στην τέχνη: «Να φωτίζεις πάντα, / να φωτίζεις παντού, / μέχρι το τέρμα, / να φωτίζεις – / μην ψάχνεις δικαιολογία! / Να το δικό μου σλόγκαν / και του ήλιου».[3] Συνεπώς, ο αυτοβιογραφούμενος σε αυτό το βιβλίο Μολέσκης δεν ανακαλεί απλώς στη μνήμη τα βιώματά του, αλλά τα φωτίζει από νέες οπτικές γωνίες, στο πλαίσιο της λογοτεχνικής αναδημιουργίας και της αναζήτησης των βαθύτερων νοημάτων που, εκ των υστέρων, φαίνεται να έχουν.

Όπως διευκρινίζεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, η θεματική ύλη των διηγημάτων προέρχεται «από πραγματικές ιστορίες που συνέβησαν στην Κύπρο και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου: Ελλάδα, Ρωσία, ΗΠΑ, Σουηδία, Γεωργία, Βέλγιο και αλλού». Είναι, επομένως, έκδηλη η αυτοβιογραφική διάστασή τους, όπως επισημαίνεται και από τον ίδιο τον συγγραφέα σε πρόσφατη συνέντευξή του, στην οποία αναφέρει: «Τις ιστορίες αυτές τις διηγιόμουν πολλές φορές σε φίλους, έτσι που κάθε φορά αποκτούσαν κάποια στοιχεία μυθοπλασίας και ένα αφηγηματικό- διηγηματικό ύφος. Όταν η ιδέα για το βιβλίο ωρίμασε, άρχισαν να παίρνουν τη γραπτή τους μορφή».[4] Το καίριο ερώτημα που προκύπτει, λοιπόν, για τον επαρκή αναγνώστη είναι κατά πόσον ο συγγραφέας επιτυγχάνει να μεταπλάσει λογοτεχνικά τη βιωματική πρώτη ύλη υπερβαίνοντας τους σκοπέλους του αναφορικού λόγου, αν ληφθεί υπόψη το ουσιώδες ερώτημα που τίθεται από τη θεωρία της λογοτεχνίας: «Έχει λογοτεχνικό χαρακτήρα [η αυτοβιογραφία] και συνεπώς θα πρέπει να συμπαρατεθεί με το μυθιστόρημα και την ποίηση ή έχει ιστορική και βιογραφική αξία και άρα πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαίτερος κλάδος του ιστορικο-επιστημονικού λόγου, μαζί με το απομνημόνευμα και τη βιογραφία;».[5] Σε αυτό το ερώτημα θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στη συνέχεια.

Η προμετωπίδα της συλλογής, στην οποία παρατίθενται στίχοι του Γ. Μολέσκη από την ποιητική του συλλογή Μες στη ροή παραπέμπει στη συγγραφική πρόθεση για υπέρβαση των περιορισμών της αληθοφάνειας και για πριμοδότηση της μυθοπλασίας, έναντι της επιδίωξης για ακριβή αποτύπωση των πραγματικών βιωμάτων του αφηγητή: «Όλα όσα έζησα γίνανε μύθος […] Η μέρα που πέρασε, / ο χρόνος που έφυγε, / οι άνθρωποι που διάβηκαν, / η ζωή μου… η ζωή μου… / γίνανε μύθος…». Εκείνο, λοιπόν, που ενδιαφέρει να εξετάσουμε είναι με ποια μέσα επιτυγχάνεται αυτή η μετάβαση από το βίωμα στη μυθοποίησή του στο Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο. Η κυρίαρχη στον λογοτεχνικό τύπο αυτοβιογραφίας «ψυχογραφική και ερμηνευτική διάσταση και σκοπιμότητα» (κατά τη διατύπωση του Γρ. Πασχαλίδη),[6] σε συνάρτηση με τη συχνά επανερχόμενη σε αρκετά διηγήματα λειτουργία του ονείρου και της φαντασίας, τις λιτές περιγραφές, τους διακειμενικούς συσχετισμούς ζωής και τέχνης και τους προβληματισμούς γύρω από τη σχέση τους είναι μερικοί από τους τρόπους με τους οποίους επιτυγχάνεται η μυθοπλασιακή διεργασία των βιωμάτων σε αφηγήματα λογοτεχνικά άρτια.

Η συνειδητή επιλογή του διηγηματογράφου για αποφυγή των λεπτομερών και των μακροσκελών περιγραφών, στην οποία αναφέρεται σε συνέντευξή του, λειτούργησε ως καταλύτης για την αποτελεσματική σύζευξη των πιο πάνω τρόπων: «Στη διάρκεια της συγγραφής», αναφέρει, «εισβάλλουν στο κείμενο πολλά πράγματα, γεγονότα, ιστορίες, περιγραφές τόπων και πραγμάτων, καταγραφές σκέψεων και ιδεών. Αυτό που προσπάθησα να κάνω ήταν να τα ξεκαθαρίσω όλα αυτά και να επικεντρωθώ στο κύριο και ουσιαστικό που έχουν να πουν οι ιστορίες μου. Να φύγει το περιττό και να αναδειχτεί το ουσιαστικό».[7] Ας δούμε πως υλοποιείται αυτή η πρόθεση. Στο διήγημα «Όταν σταμάτησε ο χρόνος», λόγου χάρη, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής αναφέρεται σε μιαν επίσκεψή του στην πόλη Φάλουν της Σουηδίας και στις συγκυρίες που τον οδήγησαν «να κατέβει διακόσια μέτρα κάτω από τη γη, στις στοές του μεταλλείου, και να ακούσει την ιστορία του ανθρώπου που έμεινε πάντα νέος» (9).[8] Η περιγραφή του μεταλλείου, που ενδεχομένως από άλλον συγγραφέα θα γινόταν σε μεγαλύτερη έκταση, περιορίζεται σε μία μόνο παράγραφο και η έμφαση δίνεται όχι στην παράθεση των ιστορικών λεπτομερειών για τον χώρο, αλλά στην πιο πάνω ιστορία που παρατίθεται με την τεχνική της εγκιβωτισμένης αφήγησης, δεδομένου ότι ο αφηγητής παραχωρεί τον λόγο στον ξεναγό. Ο εντοπισμός σε μια στοά του μεταλλείου ενός εδώ και χρόνια πεθαμένου άντρα, το σώμα του οποίου δεν αποσυντέθηκε, προκαλεί το αφηγηματικό ενδιαφέρον: «Εκτός από το κόκκινο χρώμα που είχε απλώσει πάνω στο πρόσωπο, στα ρούχα και στα χέρια του ο χαλκός, τίποτα δεν έδειχνε πως ο άνθρωπος εκείνος ήταν πεθαμένος εδώ και χρόνια. Ήταν σάμπως να κοιμόταν, ή να είχε πεθάνει μόλις χτες» (13). Η συγκινησιακή φόρτιση της αφήγησης εντείνεται όταν, στη συνέχεια, μια ενενηντάχρονη γυναίκα, η αρραβωνιαστικιά του πεθαμένου άντρα, τον αναγνωρίζει: «Γονάτισε και του χάιδεψε το πρόσωπο, σαν να ’ταν ο μικρός της γιος ή ο εγγονός, αφού αυτός, ανέγγιχτος από τον χρόνο, έμοιαζε σάμπως να είχε κοιμηθεί όλα τα χρόνια της φθοράς ή σαν να βγήκε σε μια κρίσιμη στιγμή έξω από το παιχνίδι» (14). Πέρα από τη δειγματική λιτότητα, το διήγημα «Όταν σταμάτησε ο χρόνος» είναι αξιοσημείωτο και για τη θεματική του έρωτα και του θανάτου σε μια ευρύτερη υπαρξιακή θεώρηση και προοπτική, που αποκρυσταλλώνεται στον επίλογο: «Η ιστορία όμως εκείνη, μια κατάδυση στις υπόγειες στοές του μεταλλείου, που οδήγησε σε μια πορεία στους σκοτεινούς διαδρόμους της ανθρώπινης ύπαρξης, φωτίστηκε και συνεχίζει να φωτίζεται από το μυστήριο φως της ύπαρξης, που όλο ψάχνει, καθώς φανάρι μεταλλωρύχου, στις υπόγειες στοές, τα μονοπάτια της ανθρώπινης μοίρας!...» (14).

Η πορεία στους «σκοτεινούς διαδρόμους της ανθρώπινης ύπαρξης», ένας από τους θεματικούς άξονες του βιβλίου, συνδέεται με το κυρίαρχο σε ολόκληρη τη συλλογή ψυχογραφικό στοιχείο, που δεν αποκλείεται να συνδέεται με τη μαθητεία του Μολέσκη στη ρωσική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στη μυθιστοριογραφία του Ντοστογιέφσκι, όπως εύστοχα επισημάνθηκε από τον Χρυστόστομο Περικλέους.[9] Ως δείγματα της ψυχογραφικής τάσης του διηγηματογράφου Μολέσκη επιλέγουμε το «Ξύπνημα της επιθυμίας» και το «Ο φίλος μου ο Σεργκέι». Στο πρώτο, μαζί με τα διηγήματα «Βρέχει… αλλά εγώ θα πεθάνω» και «Μια φωτιά καίει μέσα στη νύχτα», τα αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι περισσότερο δυσδιάκριτα σε σύγκριση με τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής, δεδομένου ότι σε αυτά τα τρία η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη και τα εξιστορούμενα αποδίδονται με τη μηδενική εστίαση του παντογνώστη αφηγητή.

Στο «Ξύπνημα της επιθυμίας», ένα διήγημα μικρής έκτασης, με απλή πλοκή και ανοιχτό τέλος, ψυχογραφείται «μια γυναίκα περασμένης ηλικίας», ένοικος «μιας παλιάς παραμελημένης πολυκατοικίας» στην παλιά Λευκωσία, και αποδίδεται η αφύπνιση του ερωτισμού της, μετά την εμφάνιση ενός νέου και αινιγματικού ενοίκου, που την αναστατώνει, καθώς προσπαθεί με τη φαντασία και τη διαίσθησή της να προσδιορίσει αν είναι ελαιοχρωματιστής, ζωγράφος ή ποιητής και σκέφτεται «πόσο θα ήθελε να γίνει, έστω για μια στιγμή, και μάνα και γυναίκα και ερωμένη του!...» (22). Στο «Ο φίλος μου ο Σεργκέι», το πιο εκτεταμένο διήγημα της συλλογής, με σύνθετη πλοκή και κλειστό τέλος, αντικείμενο της, αναλυτικότερης εδώ, ψυχογράφησης είναι ο Σεργκέι, φίλος του αφηγητή και παλιός του γνώριμος από τα φοιτητικά χρόνια, με τον οποίο ο δεύτερος διατηρεί αλληλογραφία και μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Με διεισδυτική γραφή και εμφανή συμπάθεια αποδίδεται η προοδευτική κατάληξη του Σεργκέι στον αλκοολισμό, η οποία διασυνδέεται με την αποτυχία του να καθιερωθεί στους λογοτεχνικούς κύκλους της Μόσχας: «Δεν είχε καταφέρει, ωστόσο, παρά τις συνεχείς προσπάθειές του, να δημοσιεύσει ποιήματά του σε κάποιο από τα λογοτεχνικά έντυπα της Μόσχας, ή να εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή. Για να μην κατηγορηθεί ως αρνητής ανάληψης εργασίας, πράγμα που θεωρείτο ποινικό αδίκημα, εργαζόταν ως νυχτοφύλακας σ’ ένα εργοστάσιο» (61). Με ψυχογραφική δεινότητα, που παραπέμπει στο Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, περιγράφεται η αυτόβουλη επίσκεψη του Σεργκέι στην αστυνομία και η κατάθεση εκ μέρους του της πληροφορίας για τη συνεργασία του με έναν Αμερικανό δημοσιογράφο, εξαιτίας του ψυχωτικού του φόβου ότι η σύμπραξη αυτή δεν θα έβρισκε σύμφωνες τις αρχές. Η διακειμενική σχέση της αφηγηματικής αυτής ενότητας με τη ρωσική πεζογραφία επισημαίνεται από τον ίδιο τον αφηγητή: «[…] δεν μπορούσα παρά να βλέπω σ’ αυτόν έναν ζωντανό ντοστογιεφσκικό ή γκογκολικό ήρωα, που σε μια κατάσταση αβεβαιότητας και πανικού πήγε στην Ασφάλεια να καταγγείλει ο ίδιος τον εαυτό του» (70). Το σύνθετο αυτό διήγημα ολοκληρώνεται με τη διαλεύκανση του μυστηρίου γιατί ο Σεργκέι δεν ανταποκρινόταν στο τελευταίο από τα τηλεφωνήματα του αφηγητή, κατά τη διάρκεια μιας υπουργικής επίσκεψης στη Μόσχα στην οποία συμμετείχε.

Η ερμηνευτική διάσταση και σκοπιμότητα, ως αναστοχαστική και αξιολογική ανάκληση των βιωμάτων και των εμπειριών, που  είναι έκδηλη στο «Ο φίλος μου ο Σεργκέι», εντοπίζεται και σε πολλά άλλα διηγήματα της συλλογής. Στο «Βρέχει… αλλά εγώ θα πεθάνω», για παράδειγμα, είναι διάχυτες η υπαρξιακή αγωνία απέναντι στον επερχόμενο θάνατο και η αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στα άλυτα μεταφυσικά ερωτήματα γύρω από αυτόν. Και στο διήγημα αυτό ο Μολέσκης αυτοβιογραφείται, επιλέγοντας ωστόσο την τριτοπρόσωπη αφήγηση ως μέσο αποστασιοποίησης από τη βιωματική πρώτη ύλη. Ένα ατύχημα του πρόσφυγα γερο-Κυριάκου, η χειρουργική επέμβαση και η παραμονή του στο νοσοκομείο γίνονται αφορμή να ανακαλέσει στη μνήμη τη ζωή του στο κατεχόμενο χωριό του και ειδικότερα «τη βροχή που σήμαινε τόσα πολλά γι’ αυτόν» (39), άλλοτε ως δημιουργική και άλλοτε ως φθοροποιός και καταστροφική δύναμη. Και αργότερα, στο σπίτι του, στον προσφυγικό συνοικισμό, «έβλεπε πάλι τη βροχή να πέφτει και την άκουγε να χτυπά πάνω στη στέγη του σπιτιού και στις πλάκες της αυλής» και «η βροχή αυτή είχε γίνει ένας αγωγός μνήμης, ένας δρόμος προς τα πίσω […]» (40).  Εκείνες, λοιπόν, τις στιγμές, υπό το κράτος του θανάτου, θυμάται τις τελευταίες στιγμές του πατέρα του, επανερμηνεύοντας το βίωμα αυτό από μια νέα οπτική γωνία: «Ο Κυριάκος τού έπιασε τρυφερά το χέρι, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: “Βρέχει, πατέρα.». Κι ο πατέρας του κοιτάζοντας κάπου πέρα στο κενό απάντησε: “Βρέχει, αλλά εγώ θα πεθάνω!” Σε λίγες μέρες πέθανε. Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει με αμείωτη ένταση. Με τη βροχή τον μετέφεραν στην εκκλησιά, με τη βροχή στο κοιμητήρι. Βρεγμένο τον έθαψαν στην υγρή γη» (41). Ωστόσο και ο ίδιος, λίγο προτού πεθάνει, επαναλαμβάνει τη φράση του πατέρα του, «Βρέχει, αλλά εγώ θα πεθάνω!» στον δικό του γιο (προφανώς στον αυτοβιογραφούμενο συγγραφέα που καλύπτεται πίσω από την τεχνική της τριτοπρόσωπης αφήγησης), ο οποίος αδυνατεί να κατανοήσει το βαθύτερο νόημά της, όπως σημειώνεται στην κατακλείδα του διηγήματος.

Το στοιχείο της υπαρξιακής αγωνίας, που εντοπίσαμε στο πιο πάνω διήγημα, καθώς και άλλα μεταφυσικά ζητήματα που ανιχνεύονται σε άλλα διηγήματα της συλλογής συνδέονται με τη δεσπόζουσα σε αυτήν λειτουργία του ονείρου, όχι απλώς ως καταγραφής του υποσυνείδητου και των ανομολόγητων επιθυμιών, αλλά επιπλέον και ως μέσο για μια δεύτερη «ανάγνωση» της πραγματικότητας και των επιμέρους βιωμάτων, που ανακαλούνται στη μνήμη του αφηγητή ο οποίος, εκ των υστέρων, ανακαλύπτει νέες αθέατες όψεις τους. Το όνειρο κυριαρχεί, για παράδειγμα, στο διήγημα «Σ’ ένα παλιό ξενοδοχείο», όπου ο αφηγητής μετά από ένα βράδυ έντονων ονειρικών ερωτικών φαντασιώσεων, πληροφορείται ότι το ξενοδοχείο στο οποίο διαμένει «για τριακόσια σχεδόν χρόνια ήταν γνωστό σε όλη τη χώρα και στις γειτονικές ακόμη ως ένα αυθεντικό πορνείο πολυτελείας, που το επισκέπτονταν έμποροι και κυβερνήτες, ακόμη και ποιητές…» (18), αδυνατώντας να θυμηθεί αν είχε εκ των προτέρων διαβάσει την πληροφορία αυτή ή αν «τα δωμάτια του ξενοδοχείου, φορτωμένα μνήμες και εικόνες άλλων εποχών, βρίσκουν κάποιους ενοίκους δεκτικούς και εκτονώνονται […]» (ό.π.). Και στο τέλος αυτού του διηγήματος διαπιστώνουμε την προσφιλή στον συγγραφέα τάση να αφήνει να αιωρείται αναπάντητο ένα ερώτημα ή μια απορία γύρω από τα αιώνια θέματα της λογοτεχνίας, τον έρωτα, τον θάνατο, τη μοίρα, που ανιχνεύονται και στο δικό του βιβλίο.

Διαφοροποιημένη είναι η λειτουργία των δύο ονείρων που εντοπίζονται στο διήγημα «Μια φωτιά καίει μέσα στη νύχτα». Στο πρώτο όνειρο του πρωταγωνιστή, τα μαύρα σταφύλια ερμηνεύονται από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή ως προμήνυμα συμφοράς, η οποία την επομένη επέρχεται με μια νεροποντή κατά την ώρα του τρύγου, από την οποία σώθηκε σαν από θαύμα: «Σε όποια κατεύθυνση κι αν στρεφόταν, έβρισκε μπροστά του σταφύλια, ώριμα, με ρώγες, ασυνήθιστα αδρές και κατάμαυρες. Ήταν απειλητικά, σαν φίδια που ήθελαν να τον καταπιούν, σαν ένας βάλτος ή μια θάλασσα που ήθελαν να τον πνίξουν […]» (91).  Ας σημειωθεί ότι στη νουβέλα Τα κλεμμένα σταφύλια εντοπίζεται το ίδιο μοτίβο των σταφυλιών στους εφιάλτες ενός δεκάχρονου παιδιού: «Είταν τόσο κουρασμένος που δεν ονειρεύτηκε καθόλου εκείνο το βράδυ. Ούτε και τα σταφύλια που για καιρό ύστερα έμελλε να τα βλέπει κάθε βράδυ στον ύπνο του».[10] Στο δεύτερο όνειρό του, μετά τη διάσωσή του από βέβαιο θάνατο, ο πρωταγωνιστής βλέπει την εφιαλτική σκηνή του μαρτυρικού θανάτου του αδελφού του από αναμμένο κερί: «[…] το παιδί καιγόταν σαν λαμπάδα μέσα στην κούνια του. Όμως, κατά παράξενο τρόπο, ο καμένος αδελφός του τώρα ήταν μεγάλος άντρας, ίδιος ακριβώς μ’ αυτόν. Στεκόταν μπροστά στο εικονοστάσι γυμνός, τον κοίταζε και του χαμογελούσε ήρεμος, ενώ καιγόταν ολόκληρος σαν λαμπάδα… (99).

Στο διήγημα «Όταν η σφαίρα εξοστρακίστηκε», όπου αποτυπώνονται οι εμπειρίες του συγγραφέα από τη βιοπάλη προτού με πολλές δυσκολίες καταφέρει να ολοκληρώσει την εγκύκλιά του μόρφωση και να φύγει για σπουδές (όπως και σε άλλα διηγήματα της συλλογής), το όνειρο λειτουργεί διαφορετικά απ’ ό,τι στα προηγούμενα παραδείγματα, ως απότοκο του φόβου και της ανησυχίας του αφηγητή ότι η αποδοχή εκ μέρους του της οπλοκατοχής, μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963, θα του προκαλούσε προβλήματα: «Το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Σκεφτόμουν συνέχεια πως είχα μπλέξει σε μια ιστορία που δεν ήταν για μένα. Αν μ’ έπαιρνε λίγο ο ύπνος, έρχονταν εφιαλτικά όνειρα και μ’ έκαναν να πετάγομαι. Ακόμη και το ίδιο εκείνο όνειρο που είδα όταν κοιμόμουν στο χωριό με το πιστόλι του Στέλιου κάτω από το μαξιλάρι μου ήρθε και με βρήκε. Παραλλαγμένο. Ο νεκρός αυτή τη φορά ήταν ο ίδιος ο Στέλιος […]» (139). Το όνειρο αυτό εν τέλει αποδεικνύεται προφητικό.

Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι ο Γ. Μολέσκης πέτυχε στο νέο βιβλίο του να αποφύγει τους σκοπέλους της αναφορικής αυτοβιογράφησης και να μεταπλάσει το βιωματικό του υλικό σε αισθητικά δικαιωμένες αφηγηματικές φόρμες. Μολονότι στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής δεν εφαρμόζονται τεχνικές πρόκλησης του αναγνωστικού ενδιαφέροντος που είναι συνήθεις στα αστυνομικά διηγήματα, με τις οποίες εξάπτεται η φαντασία και η αγωνία του αναγνώστη, ο συγγραφέας εξασφαλίζει το αναγνωστικό ενδιαφέρον με άλλους τρόπους, όπως είναι η αφηγηματική άνεση, η εκφραστική λιτότητα, η εξομολογητική διάθεση, καθώς και η συνεχής αιώρηση ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι, στον λόγο και στον μύθο, στο όνειρο και την πραγματικότητα. Και είναι γι’ αυτό που ανεπιφύλακτα υποστηρίζουμε ότι η συλλογή διηγημάτων Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο είναι αξιόλογη, ότι θα αντέξει στον χρόνο και θα καταξιωθεί στη συνείδηση των αναγνωστών.

 


[1] Βλ. Γ. Μολέσκης, Τα κλεμμένα σταφύλια, Λάρνακα, 1985. Απόσπασμα της νουβέλας δημοσιεύθηκε στη Νέα Εποχή 99 (1973) 581-584˙ βλ. επίσης του ίδιου, δύο διηγήματα υπό τον τίτλο «Η πολυκατοικία»: Νέα Εποχή 83 (1969) 19˙ ό.π. 89 (1971) 44-47.

[2] Βλ. Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, «Μια παράξενη περιπέτεια που συνέβη στον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι το καλοκαίρι στο εξοχικό», μτφρ. Ελένη Κατσιώλη: http://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/8969-mayakovsky-26012018 (ανάκτηση: 11 Μαρτίου 2018) [= Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, Συλλογή έργων σε έξι τόμους, Βιβλιοθήκη «Ογκανιόκ», Εκδόσεις «Πράβντα», Μόσχα, 1973, τ. 1, 402–405]. Ευχαριστώ τον Γ. Μολέσκη για την υπόδειξη του διακειμένου.

[3] Ό.π.

[4] Συνέντευξη του Γ. Μολέσκη στον Πιερή Παναγή: «Γιώργος Μολέσκης: Επικεντρώνομαι στο ουσιαστικό», Ο Φιλελεύθερος, 14 Φεβρ. 2018: http://www.philenews.com/politismos/anthropoi/article/489648/gorgs-moleskis-epikentronomai-sto-oysiastiko (Ανάκτηση: 11 Μαρτ. 2018).

[5] Γρηγόρης Πασχαλίδης, Η ποιητική της αυτοβιογραφίας (διδ. δ.), Ιωάννινα, Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 1991, 2.

[6] Ό.π., 37-38.

[7] Συνέντευξη του Γ. Μολέσκη στον Πιερή Παναγή: «Γιώργος Μολέσκης: Επικεντρώνομαι στο ουσιαστικό»…

[8] Με τους εντός παρενθέσεων αριθμούς, εδώ και εφεξής, παραπέμπουμε στις σελίδες της υπό σχολιασμό συλλογής διηγημάτων.

[9] Χρυσόστομος Περικλέους, «Περιδιάβαση στις χώρες του κόσμου», Χαραυγή 28 Ιαν. 2018.

[10] Βλ. Γ. Μολέσκης, «Τα κλεμμένα σταφύλια», Νέα Εποχή 99 (1973) 584. Διατηρείται η ορθογραφία της πρώτης δημοσίευσης.

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018


Λεωνίδας Γαλάζης
Σημειώσεις στο περιθώριο του ποιήματος «Μία νυξ» του Βασίλη Μιχαηλίδη

Το ποίημα του Β. Μιχαηλίδη «Μία νυξ» (γρ. Δεκέμβριος 1880), δημοσιευμένο στην ποιητική του συλλογή Η ασθενής λύρα (1882), είναι γραμμένο, όπως σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής «(Εις τον σκοπόν “μαύρ’ είν’ η νύκτα στα βουνά”)», δηλαδή κατά το μετρικό πρότυπο του ποιήματος «Ο κλέφτης», του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή (1874: 76-78). Άραγε τα δύο ποιήματα «συνομιλούν» μόνο στο επίπεδο της μετρικής τους οργάνωσης ή και σε άλλα επίπεδα;
Για το μετρικό πρότυπο του ποιήματος «Μία νυξ» διαθέτουμε ήδη μία εμβριθή μελέτη της Αθηνάς Γεωργαντά στην οποία περιλαμβάνεται περιγραφή της μετρικής κατασκευής του. Όπως σημειώνει η μελετήτρια,  η στιχουργική βάση του ποιήματος «Ο κλέφτης» του Α. Ρ. Ραγκαβή είναι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος και «κάθε μία από τις 10 πεντάστιχες στροφές […] αποτελείται από δύο σπασμένους 15σύλλαβους, που διαιρούνται σε έναν οξύτονο 8σύλλαβο στίχο και σε έναν παροξύτονο 7σύλλαβο, με έναν ενδιάμεσο οξύτονο 8σύλλαβο που συγκροτεί τον τρίτο στίχο κάθε στροφής. […] Η ομοιοκαταληξία είναι ΑΒΑΑΒ».[1]
Εξάλλου, το ποίημα «Μία νυξ» του Β. Μιχαηλίδη συγκροτείται από 16 τετράστιχες στροφές με σταυρωτή ομοιοκαταληξία (ΑΒΒΑ). Ο πρώτος στίχος κάθε στροφής είναι δεκαπεντασύλλαβος, ο δεύτερος και ο τρίτος οκτασύλλαβοι και ο τελευταίος επτασύλλαβος. Ωστόσο, αν ληφθεί υπόψη ότι ο δεκαπεντασύλλαβος κάθε στροφής έχει σταθερή τομή με την οποία διαιρείται σε έναν οκτασύλλαβο και σε έναν επτασύλλαβο, η μετρική κατασκευή του «Μία νυξ» ουσιαστικά δεν διαφοροποιείται από εκείνην του μετρικού της προτύπου. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι και στα δύο ποιήματα ο καταληκτικός επτασύλλαβος κάθε στροφής είναι παροξύτονος.
Στο δημοτικοφανές ποίημα του Α. Ρ. Ραγκαβή, που και αυτό με τη σειρά του παραπέμπει στο διακείμενο των Ληστών του Σίλλερ («Σκοπός των Ληστών, του Σχιλλέρου, Α, αρ. 30»)[2] δεσπόζει η αγωνιστική στάση του κλέφτη μέσα στο ρομαντικό πλαίσιο της άγριας χειμωνιάτικης νύχτας και η προσήλωσή του στην αρετή, σε αντίθεση με τον δόλο, την αδικία και την κακία των πλουσίων που κυριαρχούν στον κόσμο, καθώς ακόμη και με την επίβουλη δράση των εμπόρων των εθνών και την προδοτική τους στάση. Εν τέλει, ο κλέφτης απροσκύνητος θυσιάζεται και οι φίλοι του περιφέρουν τη σορό του υμνώντας την ανδρεία του. Έχουμε, επομένως, στην περίπτωση του ποιήματος αυτού, όπως σημειώνει η Αθ. Γεωργαντά, έναν ποιητικό θούριο (που μάλιστα μελοποιήθηκε και ως εμβατήριο επιβίωσε ώς τις μέρες μας) ο οποίος είναι εναρμονισμένος «με ένα μείζον θέμα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού –το θέμα της κοινωνικής εξέγερσης εναντίον της παγκόσμιας τυραννικής εξουσίας».[3]
Στο επίσης ρομαντικό ποίημα «Μία νυξ» του Β. Μιχαηλίδη το θέμα της εναντίωσης του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στους κυνηγούς της δόξας και του πλούτου συνυφαίνεται με την απελπισία του, εξαιτίας του ανανταπόδοτου έρωτά του. Κατά τρόπο τυπικά ρομαντικό, στο εξωτερικό τοπίο της ατέλειωτης νύχτας και του σκότους αντιστοιχεί το εσωτερικό τοπίο της μαύρης καρδιάς και της άγρυπνης ψυχής. Ειδικότερα, είναι αξιοσημείωτη η αντίθεση ανάμεσα στην ένταση των καιρικών φαινομένων (βροχή, αφρισμένο κύμα, φουρτουνιασμένη θάλασσα) και στην εικόνα της νεκρικά «ατάραχης» Λεμεσού (Μιχαηλίδης: 2002, 45, στρ. 1-3= Ιωάννου: 2017, 64-65, ό.π.). Από την άλλη, το ποιητικό υποκείμενο θεωρεί την άγρια νύκτα ως κατοπτρισμό των έντονων συναισθημάτων που βιώνει, δηλαδή της αγάπης και ταυτόχρονα της λύπης (στρ. 6: ό.π.), ενώ μάταια αναζητεί παρηγοριά και λύτρωση στον εξωτερικό κόσμο.
Η εξέγερση του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στην κοινωνία εντοπίζεται και στα δύο ποιήματα που εξετάζουμε. Στο «Ο κλέφτης» του Ραγκαβή η εξέγερση στρέφεται κατά των κατακτητών, ενώ στο «Μία νυξ» του Μιχαηλίδη αυτή αφορά τις επίμεμπτες σε κοινωνικό επίπεδο συμπεριφορές που είδαμε πιο πάνω. Η θεματική αυτή ομοιότητα ανάμεσα στα δύο ποιήματα θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαία ή αμελητέα, αν ο συνειδητός εκ μέρους του Μιχαηλίδη «διάλογος» με το ποίημα του Ραγκαβή, όχι μόνο ως προς τη μετρική οργάνωση, αλλά και ως προς τη θεματική, δεν τεκμηριωνόταν με στοιχεία από το ποίημα που σχολιάζουμε. Πιο συγκεκριμένα, το θεματικό στοιχείο του δόλιου κόσμου υπάρχει και στα δύο ποιήματα. Στο ποίημα του Ραγκαβή ο δόλος, η αδικία και η ταύτιση του πλούτου με την κακία αντιπαραβάλλονται με την αρετή που είναι κρυμμένη στα λημέρια των κλεφτών : «Τον κόσμ’ ο δόλος διοικεί/ κ’ η άδικ’ ειμαρμένη./ Τα πλούτη έχουν οι κακοί,/ κ’ εδώ στους βράχους κατοικεί/ η αρετή κρυμμένη».[4] Παρόμοια, στο ποίημα του Μιχαηλίδη ο «δόλιος κόσμος» αποδεικνύεται πηγή κακών που συνδέονται με την επιδίωξη της εφήμερης δόξας και του πλούτου (Μιχαηλίδης: 2002, 46, στρ. 6=Ιωάννου: 2017, 65). Επομένως, στο ποίημα «Ο κλέφτης» η εναντίωση στην αδικία και στον πλούτο, ως πηγή κακών, επισφραγίζεται με τον θάνατο του ήρωα σε μια συμπλοκή με τους κατακτητές και με αυτό τον τρόπο η αρετή και η ελευθερία προβάλλονται ως ύψιστες αξίες. Στο «Μία νυξ» τίποτα δεν μπορεί να παρηγορήσει τον δυστυχισμένο νέο, ούτε και αυτή η έλευση της νέας ημέρας, καθότι η απελπισία του οφείλεται στην ερωτική απογοήτευση. Η μόνη διέξοδος για το ποιητικό υποκείμενο είναι η ευχή να αποκτήσει το σθένος, ώστε να μπορέσει να ζήσει χωρίς την αγαπημένη του (Μιχαηλίδης: 2002, 26, στρ. 16=Ιωάννου: 2017, 66).
Επομένως, ο ελεγειακός τόνος των δύο ποιημάτων διαφοροποιείται, καθότι στο «Ο κλέφτης» αυτός δεν φθάνει έως την απόγνωση, σε αντίθεση με το «Μία νυξ», όπου ακόμη και η έλευση της νέας ημέρας δεν επιφέρει την ανακούφιση του ποιητικού υποκειμένου, που εξακολουθεί να κατατρύχεται από την εντύπωση ότι ζει σε έναν εχθρικό κόσμο, με την «καρδιά φαρμακωμένη» (ό.π., στρ. 16: 46=66).  Μια ευρύτερη μελέτη του δίπολου ποιητής – κοινωνία στην ποίηση του Μιχαηλίδη, σε συνάρτηση με το ίδιο θέμα στην ποίηση του νεοελληνικού ρομαντισμού, θα ήταν ενδιαφέρουσα και ενδεχομένως θα αποκάλυπτε στον αναγνώστη μερικές αδιερεύνητες ακόμη όψεις και πτυχές της ποιητικής του Β. Μιχαηλίδη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γεωργαντά, Αθηνά, «“Ο κλέφτης” του Α. Ρ. Ραγκαβή. Ένας επαναστάτης ήρωας και ένα πολεμικό εμβατήριο», Μνήμων 13 (1991) 25-47.
Ιωάννου, Κυριάκος, Φωτοαναστατική ανατύπωση των σπάνιων ποιητικών συλλογών του Βασίλη Μιχαηλίδη Η ασθενής λύρα (1882), Ποιήματα 1911, Λευκωσία, Ηλ. Επιφανίου, 2017.
Μιχαηλίδης, Βασίλης, Άπαντα (επιμ. Γ. Κατσούρης), Λευκωσία, Χρ. Ανδρέου, 2002.
Ραγκαβής, Αλέξανδρος Ρίζος, Άπαντα τα φιλολογικά, τόμ. Α΄: Λυρική ποίησις, Εν Αθήναις, Τύποις Ελληνικής Ανεξαρτησίας, 1874.


Άνευ 65 (Χειμώνας 2017) 23-25.






[1] Γεωργαντά: 1991, 35.
[2] Ραγκαβής: 1874, 76.
[3] Γεωργαντά: 1991, 27.
[4] Ραγκαβής: 1874, 76, στρ. 4.

Σάββατο 4 Αυγούστου 2018


Κυπριακή διάλεκτος και λογοτεχνία
Διαπιστώσεις και προβληματισμοί με βάση την εκδοτική παραγωγή
της τελευταίας διετίας

Στην ποιητική του σύνθεση «Ρωμιός και Τζον Πουλλής, Τζονής και Κακουλλής» ο Β. Μιχαηλίδης παρουσιάζει την πρόβλεψη του Άγγλου ταξιδιώτη ότι η κυπριακή διάλεκτος, έπειτα από εκατόν ή διακόσια χρόνια, «θα λησμονηθεί και δεν θα ομιλείται,/ τότε ωσάν ομηρικά/κι ωσάν αρχαία ελληνικά/κι αυτή θα εκτιμείται» (Μιχαηλίδης: 2002, 203, στ. 243-249). Χωρίς, βέβαια, να μπορεί κανείς να προβλέψει την εξέλιξη της κυπριακής διαλέκτου στο απώτερο μέλλον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε ολόκληρο τον εικοστό και στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα αυτή όχι μόνο επικρατεί στην προφορική επικοινωνία των Κυπρίων, αλλά πολύ συχνά αξιοποιείται από τους λογοτέχνες στην ποίηση, την πεζογραφία και το θέατρο, είτε αμιγώς είτε σε συνδυασμό με τη νεοελληνική κοινή, προκαλώντας το ενδιαφέρον, την επιδοκιμασία, την αμηχανία και κάποτε την αρνητική στάση του αναγνωστικού κοινού και της κριτικής. Προφανώς, η χρησιμοποίηση της κυπριακής διαλέκτου στη λογοτεχνία είναι ένα θέμα που απασχόλησε από τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα τη λογοτεχνική κριτική, από την οποία το ζήτημα προσεγγίστηκε άλλοτε με αισθητικά άλλοτε με ιδεολογικά κριτήρια, που δεν εμπίπτουν στο θέμα αυτής της εισήγησης, όπου επιχειρείται η καταγραφή μερικών διαπιστώσεων και προβληματισμών γύρω από τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στη λογοτεχνία μας στην ποιητική και πεζογραφική παραγωγή της τελευταίας διετίας, με ελάχιστες αναφορές σε ορισμένα προγενέστερα κείμενα.
Τα παραδείγματα των Κ. Μόντη, Μ. Πασιαρδή, Κ. Βασιλείου και πολλών άλλων, που ένα μέρος του ποιητικού τους έργου είναι γραμμένο στη νεοελληνική κοινή και άλλο στην κυπριακή διάλεκτο είναι φυσικά καθοδηγητικά για τους νεότερους λογοτέχνες μας, όπως βέβαια και το παράδειγμα του Κυρ. Χαραλαμπίδη, που προκρίνει έναν περισσότερο εκλεκτικό συνδυασμό νεοελληνικής κοινής και κυπριακής διαλέκτου (όπως θα δούμε στη συνέχεια). Ο Μόντης στο ποίημά του «Κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα προς Κύπριους ποιητές» (Μόντης: 1991, 203) γράφει:

Αφού δεν καταδεχόσαστε
ούτε καν παρεμπιπτόντως να με γράφετε,
μη σας ακούσω να με μιλάτε,
δώστε μου πίσω
τα πρώτα παιδικά «λοούδκια» σας!

Εξάλλου, στο πεζόμορφο ποίημα του Κ. Βασιλείου «Ο ποιητής τζ̆’ ο ποιητάρης»από τη συλλογή Ίλαντρον (Βασιλείου: 2000, 53-54) παρουσιάζονται δύο εκ διαμέτρου αντίθετες οπτικές γύρω από τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στην ποίηση και γενικότερα στη λογοτεχνία. Με βάση την πρώτη, οι συγγραφείς που επιλέγουν τον δρόμο της διαλεκτικής λογοτεχνίας δεν δικαιώνονται ούτε επιτυγχάνουν την κοινωνική και πνευματική αναγνώριση. Με βάση τη δεύτερη, λογοτέχνες που γράφουν στη μητρική τους γλώσσα (όπως ακριβώς τη μιλούν, χωρίς δηλαδή αλλοιώσεις ή προσμείξεις) συνήθως επιτυγχάνουν σε υψηλότερο βαθμό την άρτια έκφραση και λογοτεχνική μετάπλαση των διανοημάτων ή των εμπειριών τους (όπως αποδεικνύεται από τα παραδείγματα των Μακρυγιάννη, Β. Μιχαηλίδη και Δ. Σολωμού, που παρατίθενται στο πιο πάνω ποίημα του Κ. Βασιλείου). Ας σημειωθεί, επιπλέον ότι, σχολιάζοντας το κριτικό σημείωμα του Μιχάλη Πιερή «Διάλεκτος και ποιητική ηθική» (2001, 181), όπου υποστηρίζεται ότι «ο αληθινός ποιητής πριν απ’ όλα συγκινείται βαθιά από τα κάλλη και τις αξίες της γλώσσας του λαού του και γράφοντας την ομορφαίνει […]», ο ίδιος ποιητής θεωρεί ότι η σύγχρονη διαλεκτική μας ποίηση πρέπει να ξεκινά «από τη σύγχρονη μορφή της γλώσσας όπως τη βιώνουμε καθημερινά[...]», απορρίπτοντας τη «διαλεκτική καθαρεύουσα», όπως την ονομάζει, η οποία στο τέλος «θα είναι επίπλαστη και μουσειακή, χωρίς καμιά επαφή με την καυτή ανάσα της αλήθειας» (Βασιλείου: 2002).
Ωστόσο, αν δεχθούμε ότι η λογοτεχνική δημιουργία, όπως και κάθε μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, κρίνεται από τη δραστικότητα με την οποία επενεργεί στη συνείδηση και στον ψυχικό κόσμο των δεκτών της, αντιλαμβανόμαστε ότι η χρήση της κυπριακής διαλέκτου στη λογοτεχνία μας, όταν ανάγεται σε αισθητικό δόγμα, οδηγεί στον μανιερισμό και στη δουλική μίμηση της παράδοσης, χωρίς πρωτοτυπία και μακριά από τη σύγχρονη πραγματικότητα και από τα ενδιαφέροντα των σύγχρονων αναγνωστών. Στους τελευταίους, λοιπόν, εναπόκειται να κρίνουν αν η χρήση της διαλέκτου από τους λογοτέχνες μας συνιστά με οποιοδήποτε τρόπο ένα βήμα προς την κατεύθυνση της ανανέωσης της παράδοσης ή μία ακόμη περίπτωση αβασάνιστης αναπαραγωγής της.
Επισκοπώντας την κυπριακή ποίηση και πεζογραφία της τελευταίας διετίας (2015-2016), ανιχνεύουμε και τις δύο πιο πάνω τάσεις. Σε μέρος της ποιητικής μας παραγωγής η χρήση της κυπριακής διαλέκτου, δεν φαίνεται να συνδυάζεται με την αναγκαία μαθητεία στους κορυφαίους διαλεκτικούς μας ποιητές, αλλά περιορίζεται στην απλή αναπαραγωγή του προφορικού λόγου σε έμμετρη μορφή. Η ίδια τάση εμφανίζεται και σε μέρος της πεζογραφικής μας παραγωγής, αλλά σε μικρότερο βαθμό.
Ας δούμε, λοιπόν, μερικά ενδεικτικά παραδείγματα λειτουργικής και αισθητικά δικαιωμένης χρήσης της κυπριακής διαλέκτου, αρχίζοντας από τον τομέα της ποίησης. Από τα ποιητικά βιβλία που είναι γραμμένα εξ ολοκλήρου στην κυπριακή διάλεκτο ξεχωρίζουν οι συλλογές Με το μελάνιν της ψυσ̆ής μου (2015) του Χ. Αχνιώτη και Με το γάλαν της ψυσ̆ής (2015) της Μαρούλλας Χριστοφόρου, τόσο για τη δημιουργική αφομοίωση της ποιητικής παράδοσης όσο και για τη λογοτεχνικά αρτιωμένη ποιητική γλώσσα. Αξιοποιώντας την ομιλούμενη σήμερα κυπριακή διάλεκτο, χωρίς εξεζητημένους διαλεκτικούς τύπους του παρελθόντος, αποτυπώνουν τους προβληματισμούς τους γύρω από ποικίλα κοινωνικά και άλλα προβλήματα της εποχής μας.
Από την υπόλοιπη ποιητική παραγωγή του 2015 ξεχωρίζει η συλλογή Ο κήπος των θλιμμένων ποιημάτων του Χρήστου Αργυρού, οκτώ από τα ποιήματα της οποίας είναι γραμμένα στην κυπριακή διάλεκτο, αξιοσημείωτα για την υφολογική ενάργεια και για τη λειτουργική συνύφανση της ιστορικής μνήμης με τα στοιχεία σύγχρονου προβληματισμού, καθώς και για τη συγκρατημένη αλλά ευδιάκριτη συγκινησιακή τους φόρτιση. Η χρήση της κυπριακής διαλέκτου από τον Αργυρού είναι λελογισμένη, από την άποψη ότι αυτή επιλέγεται στις περιπτώσεις όπου ο ποιητής θα αδυνατούσε να εκφραστεί εξίσου αποτελεσματικά στη νεοελληνική κοινή, όπως λόγου χάρη στο ποίημα «Καραολότσιβλον» (σ. 14):

Γιαλούσα μου τζ̆’ οι φίνες σου φαίνουνται σ̆ελεντρούνες
τζ̆’ οι σμέρνες τζ̆αι οι δράτζ̆αινες, παιρνώ τες για κουρκούνες
τζ̆αι τ’ άλας μες στες λάντες σου εν' ζάχαρι με μέλιν
τ' αρκόχορτα, τ’ αγκάθκια σου εν' καρπερόν αμπέλιν [...].


Στις ποιητικές εκδόσεις του 2016 εντοπίζουμε παρόμοια χρήση της κυπριακής διαλέκτου στη συλλογή Παραλογή του Παναγιώτη Νικολαΐδη, όπου με αξιοσημείωτη λιτότητα και επιγραμματικότητα ο ποιητής αποτυπώνει τα προσωπικά του βιώματα ή τους υπαρξιακούς του προβληματισμούς, όπως στα ποιήματα «Παραλογή Α΄» και «Πάροδος: Η γλάστρα» (39). Παραθέτουμε το δεύτερο:

Κόμα τζ̆’ αν σε στολίσασιν με σχήμαν τζ̆αι με χρώμαν
κόμα τζ̆’ αν σε φυτέψασιν γλυκάνισσον το γιόμαν
τζ̆’ εβάλαν σε να σ̆αιρετάς τον ήλιον πα' στο δώμαν
εσούνη πάντα πεθυμάς πάλε να γίνεις χώμαν

Εξάλλου, στη συλλογή Νεκαλιώντα(2016) της Χρυστάλλας Μαγγανή τα διαλεκτικά ποιήματα της ενότητας υπό τον τίτλο «Της αγάπης τζιαι του καμού» επισφραγίζονται άλλοτε από το ερωτικό στοιχείο και άλλοτε από τις επώδυνες μνήμες της κυπριακής τραγωδίας και ιδίως από το δράμα των αγνοουμένων. Στην ποιητική της γραφή αφομοιώνεται λειτουργικά και με προσωπικό ύφος η παράδοση της παλαιότερης διαλεκτικής μας ποίησης:

Τ’ ΑΜΜΑΘΚΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΛΥΠΑ
                             Στον αγνοούμενο
Τ' αμμάθκια τα περίλυπα όποιος τα δει δακρύζει
τζ̆αι η καρκιά του γένεται ποζαύλιν τζ̆αι ραΐζει.
[...]
Περίλυπ' εν’ τ' αμμάθκια σου τζ̆’ άβυσσος η καρκιά σου
μασ̆αίριν που με κάρφωσεν στο στήθος η θωρκά σου.

Περίλυπα εν’ τ' αμμάθκια σου, τζ̆’ εγιώ φωθκιά π' αφταίννει,
τζ̆’ ορμάνια, κάμπους, ποταμούς ο πόνος μου θκιαβαίννει. 

Από τις ποιητικές συλλογές του 2016, που είναι εξ ολοκλήρου γραμμένες στην κυπριακή διάλεκτο, αξιοσημείωτες είναι Η γλώσσα μας του Τάσου Αριστοτέλους, στην οποία περιέχονται ερωτικά δίστιχα που συνεχίζουν χωρίς ανατροπές ή ποιητικές εκπλήξεις την ποιητική παράδοση του συγκεκριμένου είδους, και Εν τούτω νίκα του Πολύβιου Αντωνάτζη (= Πολύβιου Νικολάου), που, μολονότι ακολουθεί το πρότυπο της ποιητάρικης παράδοσης, δεν αναπαράγει τον συχνά μονοδιάστατο αναφορικό χαρακτήρα των ποιητάρικων φυλλάδων, αλλά ξεχωρίζει για τη λειτουργική αίσθηση της γλώσσας, την αίσθηση του χιούμορ, τη σάτιρα και τη νευρώδη γλώσσα.
Τέλος, υπερβαίνοντας τα χρονικά όρια της διετίας 2015-2016, αξίζει να δούμε, με βάση το παράδειγμα της πρόσφατα δημοσιευμένης ποιητικής συλλογής του Κυριάκου Χαραλαμπίδη Ηλίου και Σελήνης άλως (2017), πώς ο κορυφαίος αυτός ποιητής αξιοποιεί την κυπριακή διάλεκτο στην ποίησή του. Όπως επισημάνθηκε από την κριτική (Παπαλεοντίου, 2010, 756-757), ο Κ. Χαραλαμπίδης και σε προηγούμενες συλλογές του αξιοποιεί εκλεκτικά τη διάλεκτο ενοφθαλμίζοντας διάφορα ποιήματά του γραμμένα στη νεοελληνική κοινή είτε με διαλεκτικούς τύπους είτε με στίχους στην κυπριακή διάλεκτο, στα σημεία που ο ποιητής κρίνει ότι η διάλεκτος προσφέρεται, για να αρθρώσει με μεγαλύτερη ενάργεια και δραστικότητα τον ποιητικό του λόγο. Στο ποίημα «Νυμφίου αγνοουμένου» από την πιο πάνω συλλογή, η τριτοπρόσωπη εκφορά της ποιητικής αφήγησης για το δράμα της τραγικής μάνας του αγνοουμένου συνδυάζεται με τον δραματικό μονόλογο της ίδιας, για τον οποίο χρησιμοποιείται η κυπριακή διάλεκτος με δειγματική λιτότητα, κατά τρόπο που καθιστά τον καθημερινό λόγο αρτιωμένη ποιητική γλώσσα:

[…]
Κάτι σαν όνειρο πήρε τ’ αυτί της,
κάποια στιγμή το χέρι απ’ το σμιλί της
γλιστράει και τραντάχτηκε η ψυχή της.

«Χρίστο, γρουσέ μου γιε, μεν έσ̆εις έννοιαν,
τα μμάθκια μου εν θα ξανακαμμύσουν.
[…] Φιλώ σταυρόν: θα κάμνω παννυχίδαν
για σέναν το πλεχτόν μου. Δε την νύχταν
που ξαγρυπνά μιτά μου τζ̆αι λαλεί μου
“Άντεξε, Πηνελόπη μου, τζ̆’ αντέχεις”». 

Πολλοί άλλοι ποιητές πειραματίζονται τα τελευταία χρόνια με τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στο έργο τους (π.χ. οι Ν. Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Ευρυδίκη Περικλέους-Παπαδοπούλου, Στέλλα Βοσκαρίδου-Οικονόμου κ.ά.). Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι η ποιητική συλλογή της τελευταίας Αναγέλαστα των γεναικών τζ̆αι των σκαλαπουντάρων (2013) διακρίνεται για την εκφραστική τόλμη και τη ρηξικέλευθη σύζευξη υπερρεαλιστικών στοιχείων με παλαιότερους γλωσσικούς τύπους της κυπριακής διαλέκτου, για την αποτύπωση ποικίλων όψεων και αδιεξόδων της σύγχρονης κυπριακής κοινωνίας.
Εξάλλου, στην κυπριακή πεζογραφία της τελευταίας διετίας εντοπίζονται αξιοσημείωτα εγχειρήματα λειτουργικής συνύφανσης της νεοελληνικής κοινής με την κυπριακή διάλεκτο. Στο μυθιστόρημα της Κωνσταντίας Σωτηρίου Η Αϊσέ πάει διακοπές (2015) και στη νουβέλα της ίδιας Φωνές από χώμα (2017) η συγγραφέας ενορχηστρώνει τις αφηγηματικές φωνές μέσα σε ένα πολυφωνικό πλαίσιο, όπου με την ετερογλωσσία και τη διαλογικότητα η διάλεκτος αναδεικνύεται στο καταλληλότερο γλωσσικό όργανο για την αποτύπωση του σύγχρονου κυπριακού δράματος μέσα από τον ψυχικό κόσμο των προσώπων, και ιδίως των γυναικών. Η Ρήνα Κατσελλή στη συλλογή διηγημάτων Ψήγματα ανατροπών (2015) χρησιμοποιεί τη νεοελληνική κοινή στα αφηγηματικά μέρη και τη διάλεκτο στα διαλογικά, αποδίδοντας με τη δεύτερη το ιδιαίτερο κοινωνικό και ηθογραφικό πλαίσιο των ιστοριών της που τοποθετούνται στην περίοδο 1945-1973.
Από την πεζογραφική παραγωγή του 2016 διακρίνεται, για το θέμα που μας ενδιαφέρει, το μυθιστόρημα Μάρθα του Δημήτρη Μαυραντωνίου, όπου ο πλούσιος διάλογος σε κυπριακή διάλεκτο, υπερτερεί ποσοτικά και ποιοτικά από τα αφηγηματικά μέρη που είναι γραμμένα στη νεοελληνική κοινή. Με τα διαλεκτικά διαλογικά μέρη, όπου η αίσθηση και η χρήση της γλώσσας είναι λειτουργική, αναδεικνύονται ένα πλήθος ηθογραφικών και λαογραφικών στοιχείων, με χιούμορ και υφολογική ενάργεια που εξάπτουν και διατηρούν αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, έστω και αν τα εξιστορούμενα από τον αφηγητή ζωντανεύουν έναν τρόπο ζωής που παρήλθε ανεπιστρεπτί.
Φαίνεται, λοιπόν, από τη δειγματοληπτική παράθεση παραδειγμάτων από την κυπριακή λογοτεχνία της τελευταίας διετίας ότι η κυπριακή διάλεκτος αξιοποιείται από διάφορους συγγραφείς και με ποικίλους τρόπους που εκτείνονται από τη χρήση μεμονωμένων διαλεκτικών τύπων έως την αποκλειστική χρήση της σε ολόκληρο το λογοτεχνικό έργο. Σε μια εκτενέστερη μελέτη θα μπορούσε να διερευνηθούν σε μεγαλύτερο βάθος οι τρόποι αυτοί, μέσω της συγκριτικής εξέτασης και αντιπαραβολής των κειμένων. Ακόμη, θα μπορούσε να διερευνηθεί το ζήτημα της χρήσης της κυπριακής διαλέκτου από τους σύγχρονους θεατρικούς μας συγγραφείς και να προσδιοριστεί αν η χρήση αυτή προσομοιάζει με την αντίστοιχη χρήση στην ποίηση και στην πεζογραφία μας ή αν διαφοροποιείται από αυτήν.
Ενδιαφέρουσα είναι, από αυτή την άποψη, η θεατρολογική προσέγγιση της πρόσφατης κυπριακής θεατρικής γραφής από τη Μαρία Χαμάλη, όπως παρουσιάστηκε στην Ημερίδα της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου με θέμα «Η κυπριακή λογοτεχνία και η κριτική μετά το 1960» (Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, 9 Δεκεμβρίου 2017). Στην εισήγησή της με τίτλο «Κυπριακή (θεατρική) γραφή και “ανείπωτες” ιστορίες: μια επί σκηνής προσπάθεια ερμηνείας και αποκατάστασης του παρελθόντος και η πρόσληψή της από την κριτική» η Χαμάλη επιχείρησε μεταξύ άλλων να διερευνήσει και να αιτιολογήσει τη ροπή των νεότερων θεατρικών συγγραφέων προς την κυπριακή διάλεκτο και να απαντήσει στο ακανθώδες ερώτημα αν η ροπή αυτή δικαιώνεται αισθητικά. 

 Εισήγηση στο πλαίσιο εσπερίδας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου με θέμα "Η διαχρονική διάσταση της Ελληνικής Γλώσσας", 14 Νοεμβρίου 2017.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βασιλείου, Κώστας, Ίλαντρον, Λευκωσία, Αιγαίον, 2000.
—, «Το στοίχημα της διαλεκτικής ποίησης», Πολίτης, 20 Φεβρ. 2002.
Κεχαγιόγλου, Γιώργος − Παπαλεοντίου, Λευτέρης, Ιστορία της Νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας, Λευκωσία, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2010.
Μιχαηλίδης, Βασίλης, Άπαντα, Λευκωσία, Χρ. Ανδρέου, 2002.
Μόντης, Κώστας, Άπαντα. Συμπλήρωμα Β΄, Λευκωσία, Ίδρ. Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, 1991.
Πιερής, Μιχάλης, «Διάλεκτος και ποιητική ηθική», Ύλαντρον 1 (2001) 181-182.