Σάββατο 24 Αυγούστου 2019





Η αφήγηση ως λογοτεχνικά μετουσιωμένη μαρτυρία
Γεώργιος Ν. Χαριτωνίδης, Με το μέλι και το σφηλικούντρι τους. Επεισόδια από τον βίο του Άκη Κατελάρη, Κύπρος, 2019.
Το νέο πεζογράφημα του βραβευμένου, με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και με το Βραβείο Πεζογραφίας «Κύπρος Χρυσάνθης», Γιώργου Χαριτωνίδη, υπό τον τίτλο Με το μέλι και το σφηλικούντρι τους. Επεισόδια από τον βίο του Άκη Κατελάρη, είναι γραμμένο με πόνο και αγάπη. Είναι το πέμπτο βιβλίο πεζογραφίας του συγγραφέα, μετά τα έργα: Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια (2003), Με διαβατήριο και βίζα μιας ημέρας (2006), Αιχμάλωτος περιηγητής (2011) και Ανέβας και Κατέβας (2014). Γύρω από το κεντρικό πρόσωπο τού παιδικού του φίλου, Άκη, συνυφαίνονται πότε ευχάριστες και πότε επώδυνες αναμνήσεις, με σεβασμό στα ιστορικά γεγονότα αλλά και ισχυρή καλλιτεχνική βούληση που ισοζυγίζει τις ιστορικές αναφορές και τις λογοτεχνικές προεκτάσεις τους. Το αισθητικά άρτιο βιβλίο κοσμεί εικαστική δημιουργία της Μαρίας Χατζηττοφή, στο εξώφυλλο, και διάφορα μοτίβα από έργα της, στις εσωτερικές σελίδες, τα οποία παρουσιάστηκαν πρόσφατα σε έκθεσή της στη γκαλερί Opus 39, στη Λευκωσία, υπό τον τίτλο που φέρει και το νέο βιβλίο του Χαριτωνίδη.
Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας γράφει στο δελτίο Τύπου με το οποίο προαναγγέλθηκε η έκθεση της Χατζηττοφή, «Η κλωστή περνά από την Ιστορία, πιάνει την παράδοση, την ορθοδοξία και τη μνήμη. Το βελόνι τσιμπά πρώτα την καρδιά και ύστερα τον καμβά. Τραβά τις μέλισσες από το ποίημα του Παντελή Μηχανικού. Δημιουργεί σχήματα. Το κάθε σχήμα γεμάτο μέλισσες με το μέλι και το σφηλικούντρι τους. Σχήματα λευκά, καθαρά, για να στρώσει το κάθε βλέμμα το δικό του χρώμα, το δικό του συναίσθημα».[1] Θα λέγαμε ότι το σημείωμα αυτό λειτουργεί ως αυτοσχόλιο για το νέο βιβλίο του Χαριτωνίδη, από την άποψη ότι προσδιορίζει τη διακειμενική του «συνομιλία» με τον «Ονήσιλο» του Π. Μηχανικού και τη διαθεματική «συνάντησή» του με την εικαστική δημιουργία της Χατζηττοφή και εν τέλει, μέσω αυτών, αποδίδει το στίγμα της δικής του λογοτεχνικής ανάγνωσης της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου, που είναι η καυτή πρώτη ύλη του πεζογραφήματός του.
Επανερχόμενο θεματικό μοτίβο (leitmotiv) του βιβλίου είναι οι αναμνήσεις τις οποίες συνδηλώνουν οι μέλισσες. Σε αυτό το μοτίβο παραπέμπει ο ελλειπτικός τίτλος, που αναφέρεται στη διττή λειτουργία της μνήμης, άλλοτε ως ευχάριστης αναπόλησης (βλ. μέλι) και άλλοτε ως επώδυνης και βασανιστικής ανάκλησης βιωμάτων του παρελθόντος (βλ. σφηλικούντρι). Η ιδιωματική λέξη σφηλικούντριν (το) «σημαίνει το φαρμακερό κεντρί της μέλισσας ή της σφήκας» («σφηλόν κεντρίν» = ισχυρό κεντρί).[2] Με την ίδια λέξη, επιπλέον, αποκαλείται μεταφορικά το παιδί «που κάνει πανουργίες και ενοχλεί άλλα παιδιά».[3]
Με αυτό το θεματικό στοιχείο, η συγγραφική πρόθεση για αποτύπωση της μαρτυρίας για τον παιδικό φίλο, με προσήλωση στα πραγματικά γεγονότα και χωρίς έκδηλα στοιχεία μυθοπλασίας, πλαισιώνεται διακειμενικά και διασυνδέεται με την ηρωική μορφή του Ονήσιλου, καθώς και με τη δραματική ποιητική της ανάγνωση από τον Π. Μηχανικό. Από την άλλη, προεκτείνεται η εναγώνια διαπίστωση του ποιητή στο παρόν, ωθώντας τον αναγνώστη του νέου βιβλίου του Χαριτωνίδη στον προβληματισμό μήπως ακόμη και σήμερα αδιαφορούμε για τα μηνύματα των μελισσών, οι οποίες εμφανίζονται σε ορισμένα σημεία του παρόντος της αφήγησης. Λόγου χάρη, στο πρώτο κεφάλαιο: «Δυο-τρεις μέλισσες περιτριγύριζαν τον δίσκο με τους καφέδες μας, αμέσως ο Πρόδρομος παρομοίασε τις αναμνήσεις με τις μέλισσες –με το μέλι και το σφηλικούντρι τους» (σ. 9).[4] Στο όγδοο κεφάλαιο, αφορμή για την αφύπνιση της μνήμης είναι μια πρόσφατη επίσκεψη στην κατεχόμενη Λάπηθο: «Γυρίσαμε βήμα-βήμα όλη τη γειτονιά, πήγαμε και στα χωράφια μας, στο Οχτωλιθάρι. Η μέλισσα-ανάμνηση έφερε γύρη, την έκανε μέλι για τα βορεινά δωμάτια του σπιτιού μας» (σ. 18). Στο ίδιο κεφάλαιο, παρά την όποια χαρά μπορεί κανείς να νιώσει με την ανάμνηση των ανέμελων στιγμών σε ένα περιβόλι (το Οχτωλιθάρι των παιδικών χρόνων), η δεσπόζουσα αίσθηση είναι εκείνη του πόνου: «Όμως, πρόσφατα νιώσαμε κεντρίσματα πόνου σε όλο το κορμί, λες κι ένα θυμωμένο μελίσσι όρμησε καταπάνω μας και μας τσίμπησε εκατοντάδες φορές» (σ. 20). Το συλλογικό αυτό σύγχρονο βίωμα είναι, όπως μετουσιώνεται λογοτεχνικά από τον Χαριτωνίδη και εικαστικά από τη Χατζηττοφή, η τραγική κατάληξη τής προ του 1974 συλλογικής αβελτηρίας την οποία αποτυπώνει σπαρακτικά ο Π. Μηχανικός: «Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος/ κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα/ χωρίς τίποτα να νιώσουμε.»[5]
Η συνάντηση του ενδοκειμενικού συγγραφέα-αφηγητή[6] με τον κεντρικό ήρωα της αφήγησης, Άκη Κατελάρη, και με τον αδελφό του πρώτου, Πρόδρομο, ένα πρωινό Σαββάτου, σε ένα παραθαλάσσιο καφενεδάκι της Λεμεσού, είναι το κύριο λογοτεχνικό εύρημα γύρω από το οποίο συνυφαίνονται τα επεισόδια από τον βίο του πρωταγωνιστή, που ανακαλούνται από το παρελθόν συνειρμικά και με πολυφωνική αφήγηση, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Το παρόν της αφήγησης, εξαιρετικά σύντομο, δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της μισής μέρας, καθότι η συνάντηση ολοκληρώνεται μετά το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Παρόμοια τεχνική, ως προς τον αφηγηματικό χρόνο, εφάρμοσε και ο Κώστας Λυμπουρής στο μυθιστόρημά του Επιβάτες φορτηγών (2017). Η διευθέτηση των 40 επεισοδίων/ κεφαλαίων γίνεται συνειρμικά και χωρίς την επιδίωξη για αυστηρή χρονολογική σειρά των γεγονότων που ανακαλούνται στην αφήγηση. Με εξαίρεση τα κεφάλαια 14 και 30 (που εκτείνονται σε 6 και 17 σελίδες αντίστοιχα), η έκταση των υπόλοιπων κεφαλαίων είναι περιορισμένη, σε τόσο βαθμό που θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ως μικροδιηγήματα, αν δεν τα συνέδεε ο συνεκτικός ιστός της ελλειπτικής βιογράφησης του κεντρικού ήρωα. Παρόμοια, στο Με διαβατήριο και βίζα μιας ημέρας (2006) η αφήγηση διευθετείται από τον Χαριτωνίδη σε 37 κεφάλαια πολύ μικρής έκτασης.
Η ελλειπτικότητα και η λιτότητα είναι μια από τις κύριες αρετές του βιβλίου Με το μέλι και το σφηλικούντρι τους, μαζί με το γνωστό σπινθηροβόλο ύφος του Χαριτωνίδη, που ξέρει να κολάζει την τραγικότητα των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται με τη θεραπευτική επενέργεια του χιούμορ, στο οποίο υπόκειται μια στωική θεώρηση της ζωής και των ανθρωπίνων πραγμάτων. Η λιτότητα αυτή είναι εμφανής στις αφηγηματικές τεχνικές που εφαρμόζει ο συγγραφέας, ιδίως σε σχέση με την εναλλαγή των αφηγητών και της εστίασης της αφήγησης, αλλά και με τη χρήση των αφηγηματικών τρόπων.
Η επιλογή από τον συγγραφέα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης είναι επακόλουθο της πρόθεσής του να καταθέσει τη δική του μαρτυρία για τη μορφή του Άκη Κατελάρη, με προσήλωση όχι μόνο στο ζητούμενο της αληθοφάνειας αλλά και σε εκείνο του σεβασμού απέναντι στην ιστορική ύλη, που μετουσιώνεται από τον ίδιο σε λογοτεχνική αφήγηση. Ο συγγραφέας-αφηγητής, ωστόσο, αφήνει για τον εαυτό του την ελάχιστη δυνατή έκταση αφήγησης που θα μπορούσε να του αναλογεί και παραχωρεί τον λόγο στα άλλα κύρια πρόσωπα του βιβλίου, τα οποία αναλαμβάνουν εναλλάξ τον ρόλο του πρωτοπρόσωπου αφηγητή. Με αυτό τον τρόπο, αναπτύσσονται στο βιβλίο τέσσερις εναλλασσόμενες αφηγήσεις με αντίστοιχες εσωτερικές εστιάσεις που συμπληρώνουν η μία την άλλη. Τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο (στα κεφάλαια 1 και 40) τον έχει ο συγγραφέας-αφηγητής, ενώ στα λοιπά κεφάλαια, έχουμε επιπλέον τις αφηγήσεις του Άκη, του Πρόδρομου και του Κωστή, αδελφού του Άκη. Η αφήγηση του τελευταίου δεν γίνεται διά ζώσης, αφού δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στη συνάντηση του Σαββάτου˙ προσλαμβάνει τη μορφή γραπτής εκτεταμένης απάντησης μέσω ηλεκτρονικής επικοινωνίας (Facebook). Με αυτό τον τρόπο, ο Κωστής αφηγείται τις συνθήκες του τραυματισμού του, το 1974 (σσ. 102-104). Όπως είναι φυσικό, τη μερίδα του λέοντος των αφηγήσεων έχει ο βιογραφούμενος Άκης Κατελάρης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας-αφηγητής ενορχηστρώνει τις αφηγήσεις των τεσσάρων αφηγητών. Τις περισσότερες φορές αρκείται σε λακωνικά διατυπωμένες προτάσεις ή άλλοτε σε παραγράφους μικρής έκτασης και σπανιότερα παραχωρεί τον λόγο σε άλλον αφηγητή, μετά από δική του εισαγωγή μεγαλύτερης έκτασης. Λόγου χάρη, στο 10ο κεφάλαιο, ο Πρόδρομος αναλαμβάνει την αφήγηση, μετά την εισαγωγική πρόταση του αφηγητή: «Επανήλθε ο Πρόδρομος στη γειτονιά» (σ. 25). Παρόμοια, στο 30ό, το πιο εκτεταμένο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Άκης διεκπεραιώνει την αφήγηση μετά την εισαγωγική παρότρυνση του αφηγητή: «Πες για τις 20 του Ιούλη, ρε Άκη, είπα» (σ. 73). Στο 31ο κεφάλαιο η εισαγωγή του συγγραφέα-αφηγητή είναι εκτενέστερη και σε αυτήν γίνεται μια αποτίμηση των απωλειών της Λαπήθου το καλοκαίρι του 1974. Στη συνέχεια, εγκιβωτίζεται στο κεφάλαιο αυτό μια αφήγηση του Λαπηθιώτη Σάββα Θεοδούλου Μαστραππά για τις συνθήκες εγκλωβισμού στη γενέτειρά του και της εκδίωξής του από εκεί τον Οκτώβριο του 1975. Η συγκεκριμένη εγκιβωτισμένη αφήγηση αντλείται από δημοσίευμα του ιστορικού Πέτρου Παπαπολυβίου στον ημερήσιο Τύπο και από το βιβλίο του δημάρχου Λαπήθου Νεοπτόλεμου Κότσαπα Λάπηθος – Καραβάς. Διά πυρός και σιδήρου.
Η τεχνική αυτή της εναλλαγής των αφηγητών χρησιμοποιείται ευρέως στη μετανεωτερική πεζογραφία, για την πολυπρισματική αναπαράσταση των γεγονότων της μυθοπλασίας, αλλά και για τη λογοτεχνική αποτύπωση του πολύπλοκου, παράλογου και συχνά δυσερμήνευτου κόσμου που μας περιβάλλει. Στην περίπτωση, όμως, του βιβλίου Με το μέλι και το σφηλικούντρι τους, η εναλλαγή των αφηγητών δεν αποσκοπεί ούτε σε πολυπρισματική αναπαράσταση ούτε σε αποτύπωση του παραλογισμού. Συνδέεται, κατά την άποψή μας, με τη λειτουργία του αφηγήματος ως ντοκουμέντου ή ως μαρτυρίας, αντίστοιχο του οποίου θα ήταν ένα ντοκιμαντέρ, όπου ο δημοσιογράφος θα συνέθετε τις επιμέρους αφηγήσεις των ερωτώμενων προσώπων, χωρίς ο δικός του λόγος να επισκιάζει τα λεγόμενά τους. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του ντοκιμαντέρ και του νέου βιβλίου του Χαριτωνίδη έγκειται στο γεγονός ότι οι αφηγήσεις του Άκη, του Πρόδρομου και του Κωστή δεν παρατίθενται αδιαμεσολάβητες, όπως θα συνέβαινε σε ένα ντοκιμαντέρ για το ίδιο θέμα, αλλά επεξεργασμένες από τον συγγραφέα ο οποίος τις συνθέτει εντάσσοντάς τις στο συνολικό πλαίσιο της αφήγησης που, χωρίς να είναι προϊόν μυθοπλασίας, δεν παύει να διαθέτει επαρκή στοιχεία λογοτεχνικότητας.[7] Οι εναλλασσόμενες αυτές αφηγήσεις συγκλίνουν προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή στην ανάδειξη του Άκη Κατελάρη ως μιας ηρωικής μορφής της Λαπήθου, κατά τον τρόπο του Χαριτωνίδη, που και στα προηγούμενα βιβλία του δεν φαίνεται να συμπαθεί τη μυθοποίηση και την εξιδανίκευση, αλλά αντίθετα τείνει προς την απομυθοποίηση, καθώς και στη χαμηλόφωνη και ρεαλιστική περιγραφή ακόμη και των μορφών που θαυμάζει.
Η πρωταγωνιστική μορφή του Άκη Κατελάρη, που λειτουργεί ως ο συνεκτικός ιστός των 40 κεφαλαίων του βιβλίου, παρουσιάζεται πειστικά και με αναπαραστατική δεινότητα από τον Χαριτωνίδη. Ο Άκης είναι ο «πολυμήχανος» αρχηγός της παιδικής παρέας (σ. 14), καθώς βρίσκει πάντοτε τρόπους να ελίσσεται και να αντιμετωπίζει τις συνέπειες για τις παράτολμες ενέργειες του ίδιου και των φίλων του. Δεν αγαπά τα γράμματα, αλλά διακρίνεται για το θάρρος, την τόλμη, την εντιμότητα και την αποφασιστικότητά του. Από την άλλη, μαζί με τους φίλους του συναναστρέφεται και με τους συνομήλικούς τους Τουρκοκύπριους του χωριού, παρά το κλίμα των συνεχών απειλών για τουρκική εισβολή, μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963. Το κλίμα προκατάληψης μεταξύ των δύο κοινοτήτων σχολιάζεται ως εξής:
Υπήρχε προκατάληψη μεταξύ μας, γιατί μας δίδαξαν στα σχολεία
πως οι Τούρκοι ήταν προαιώνιοι εχθροί. Το ίδιο αντίστοιχα έλεγαν και αυτοί για εμάς. Όμως, ο χαρακτήρας των Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων της επαρχίας μας ήταν ήπιος, ανεκτικός, με σεβασμό στον άλλο άνθρωπο, ώστε καθιστούσε απονευρωμένη και άκακη αυτή την προκατάληψη. (σ. 64)

Η ηρωική στάση του Άκη κατά την Τουρκική εισβολή, που είναι και ο θεματικός άξονας του πεζογραφήματος, εξιστορείται στο εκτεταμένο 30ό κεφάλαιο, αφού στο 29ο αποδίδεται το κλίμα φόβου και αγωνίας για επικείμενη απόβαση, που διακατείχε τους κατοίκους της Λαπήθου από το 1964:
Ως παιδιά μεγαλώναμε σε κλίμα διαρκούς στρατιωτικής απειλής για εισβολή της Τουρκίας. Τα τζάμια των παραθύρων του σχολείου μας είχαν αυτοκόλλητες χιαστί ταινίες, στην αυλή ανοίχτηκαν βαθιά στεγασμένα προχώματα. […] Από το βορινό παράθυρο του σπιτιού μας είδα στο βάθος της θάλασσας τον αποβατικό στόλο της Τουρκίας […]. Μας έσωσε τότε ο Ψυχρός Πόλεμος […]. (σ. 72) 

Η εξιστόρηση της δράσης του Άκη κατά την Τουρκική εισβολή στο 30ό κεφάλαιο, γίνεται από τον ίδιο, ως πρωτοπρόσωπο αφηγητή, με ελάχιστες παρεμβάσεις του συγγραφέα-αφηγητή για διευκρινιστικές ερωτήσεις. Από την αντίσταση που προέβαλε, μόνος μαζί με το διμελές πλήρωμα ενός τεθωρακισμένου, κατά την απόβαση, μεταφερόμαστε μετά στο κάστρο της Κερύνειας, όπου και πάλι επιδεικνύει θάρρος και αποφασιστικότητα. Σε ερώτηση του αφηγητή αν δεν φοβόταν, απαντά: «–Όχι, δεν φοβόμουν, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Ίσως ήταν και η εκπαίδευσή μας στα ΟΥΚ, μας είχαν μάθει να μη φοβόμαστε τίποτε, παράλληλα όμως να μετράμε τα πράγματα και με τη λογική. Το παχύ πέτρινο τοίχωμα του κάστρου μάς προστάτευε. Νόμιζα πως ήμουν παιδί και παίζαμε πόλεμο […]» (σ.86). Ο ίδιος, παρά την αγωνιστική του στάση –και παρά το προδικασμένο αποτέλεσμα του πολέμου, εξαιτίας της προδοσίας– αργότερα συνειδητοποιεί «πόσο ανόητος είναι ο πόλεμος, πως χάνονται έτσι ζωές ανθρώπων, δεν έχει σημασία αν είναι Τούρκων ή Ελλήνων […]» (σ. 89).
Η εμβληματική αυτή αφήγηση του πρωταγωνιστή πλαισιώνεται, αφενός, από άλλες αφηγήσεις του ιδίου για τον αγώνα επιβίωσής του μετά το 1974, για τη μετανάστευσή του στο Ιράκ όπου εργάστηκε για αρκετά χρόνια, καθώς και για τη ζωή του μετά από την επιστροφή του στην Κύπρο και, αφετέρου, από τις αφηγήσεις του συγγραφέα-αφηγητή, του Πρόδρομου και του Κώστα, που συμπληρώνουν και προεκτείνουν τις αφηγήσεις του πρώτου.
Τέλος, υπογραμμίζεται ότι το απαράμιλλο ύφος του βιβλίου δεν είναι απότοκο μόνο της προσωπικότητας του συγγραφέα ή και της γνήσιας αίσθησης του χιούμορ που διαθέτει. Το εναργές ύφος του βιβλίου απορρέει επίσης από τις γλωσσικές επιλογές και στρατηγικές του Χαριτωνίδη, κυριότερη από τις οποίες είναι η λελογισμένη και συγκρατημένη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στους διαλόγους και γενικότερα στην απόδοση του ευθέος λόγου των προσώπων, ακόμη και αν μονολογούν, όπως στο ακόλουθο παράδειγμα:
Εκεί είδα γνωστούς μου εφέδρους. Τους αδελφούς Βούρκου από τον Άγιο Γεώργιο και τον συγχωριανό μας, τον Λόντο. «Πάρε τον τζ̆αι τούτον», εννοούσε τον Σοφοκλή, «τζ̆αι όσους άλλους, τζ̆’ ελάτε μιτά μου, ρε Κατελάρη, να πάμεν Άι Ιλαρίωνα», μου είπε ο Λόντος. «Όι, του απάντησα, «μείνε εσού μιτά μας». Έφυγε μόνος του. Ίσως να μη σκοτωνόταν αν έμενε μαζί μου». (83)

Με το αφήγημα Με το μέλι και το σφηλικούντρι τους προστίθεται ακόμη μία αξιόλογη ψηφίδα στην πεζογραφία μας γύρω από το θέμα του δράματος του 1974, χωρίς μεγαλεπήβολες προθέσεις συνθετικής απόδοσης της τραγωδίας, αλλά με δειγματική λιτότητα ύφους και κυρίως με σεμνότητα, μέσω της οποίας η μορφή του βιογραφούμενου ήρωα Άκη Κατελάρη συγκαταλέγεται πια στις λογοτεχνικά μετουσιωμένες μορφές των σύγχρονων ανώνυμων ή ελάχιστα γνωστών ηρώων της κυπριακής τραγωδίας.

Λεωνίδας Γαλάζης
Κυπριακή Εστία 2 (Ιούλιος-Δεκέμβριος 2019) 132-136.



[1] «Έργα της Μαρίας Χατζηττοφή στην γκαλερί Opus 39», Πολίτης, 26 Μαρτ. 2019:  http://parathyro.politis.com.cy/2019/03/erga-tis-marias-chatzittofi-stin-gkaleri-opus-39/, πρόσβαση: 3 Μαΐου 2019.
[2] Βλ. Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, Ετυμολογικό λεξικό της κυπριακής διαλέκτου. Πρώτο Μέρος. Τα δυσπρόσιτα της κυπριακής διαλέκτου, Λευκωσία – Θεσσαλονίκη, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2017, σ. 226.
[3] Βλ. Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής, Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου, Λευκωσία, 22005, σ. 514. Σημειώνεται ότι στο λεξικό αυτό η λ. καταγράφεται με δύο η: σφηληκούντριν.
[4] Με τους αριθμούς εντός παρενθέσεων παραπέμπουμε στις σελίδες του εν λόγω βιβλίου, τα πλήρη στοιχεία του οποίου παρατίθενται στον τίτλο αυτού του κειμένου.
[5] Παντελής Μηχανικός, «Ονήσιλος», Ποιήματα, Λευκωσία, εκδ. Χρυσοπολίτισσα, σ. 90.
[6] Εφεξής: συγγραφέα-αφηγητή.
[7] Για το θέμα της σχέσης μεταξύ λογοτεχνίας και της μαρτυρίας/ντουκουμέντου, βλ. το ενδιαφέρον βιβλίο Literature as Document: Generic Boundaries in 1930s Western Literature (ed. Carmen Van den Bergh, Sarah Bonciarelli, Anne Reverseau), Leiden – Boston, Brill / Rodopi, 2019, σσ. 1-14.

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ, "ΛΕΥΚΩΣΙΑ, 1932 Μ.Χ."






                                                       
                                                     ΛΕΥΚΩΣΙΑ, 1932 Μ.Χ.

                                                               Ο Τεύκρος Ανθίας στις Κεντρικές Φυλακές 


Η Λευκωσία κοιμάται νωρίς (θέλοντας και μη)
όμως εσύ δε λες να κλείσεις μάτι στο κελί σου.
Προπάντων δεν μπορείς ν’ αντέξεις
την απαγόρευση χαρτιού και μολυβιού,
(εξόχως επικίνδυνων οργάνων).

Αν είχες ένα μολύβι
θα το βύθιζες στο αίμα της καρδιάς σου
(κι αυτό θα ήταν επικίνδυνο).
Αν είχες ένα λευκό φύλλο χαρτιού
θα ’γραφες ύμνους στην ανταρσία των άστρων
θα κατασκεύαζες μια βάρκα ν’ αρμενίσουν οι στίχοι σου
στο σύμπαν σπίτι της οργής.
Κι αυτό θα ήταν άκρως επικίνδυνο
για την περίκλειστή σου Λευκωσία
που κοιμάται νωρίς (θέλοντας και μη).
Γιατί να την ξεσηκώνεις νύχτα
γιατί πάλι ν’ ανάβουν φωτιές
γιατί να πέφτουν πέτρες βροχή
στα τείχη που λησμόνησαν
τις εξάρσεις των παλμογράφων
στους δρόμους που άδειασαν
σαν αρτηρίες νεκρών διαδηλωτών;

Κυπριακή Εστία 2 (Ιούλιος - Δεκέμβριος 2019) 11