Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020


Λεωνίδας Γαλάζης
Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας – Ποιητής

Ένας πολύπλαγκτος διανοητής στα σταυροδρόμια του κόσμου
και στα κατώφλια των οριακών καταστάσεων

Σάββας Βαρναβίδης, Η εμπειρία της αλήθειας. Άναρχες ιστορίες, Λευκωσία, Αρμίδα, 2019.
Ο Σάββας Βαρναβίδης (1962-) εμφανίστηκε στον χώρο της λογοτεχνίας σε ηλικία 20 ετών με τη συλλογή διηγημάτων Πρώτη απόπειρα (1982). Από τότε έως σήμερα έχει εκδώσει τις συλλογές πεζογραφημάτων Η υπόθεση της οικίας της μίμησης (1991), Νέκυια-Μύθοι εξ Άδου (1994) και Περί Αγγέλων  (2004). Μετά από μια ανάπαυλα, κατά την οποία εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές Καιρός-τετραλογία της Χόρτενης (2005) και Ετεροτοπία (2011), ο συγγραφέας επανέρχεται στην πεζογραφία με τη συλλογή Η εμπειρία της αλήθειας. Στο βιβλίο αυτό είναι ευδιάκριτος ο δεσπόζων και στα προηγούμενα βιβλία του Βαρναβίδη διάλογος φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Βέβαια η αφήγηση στην Εμπειρία της αλήθειας δεν λειτουργεί ως πρόφαση ή ως άλλοθι του φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά ο τελευταίος απορρέει ως αποτέλεσμα έντονων βιωμάτων και εμπειριών, συχνά επώδυνων και βασανιστικών. Η κρίση και η ασθένεια είναι οι κεντρικοί θεματικοί άξονες του νέου βιβλίου του Βαρναβίδη, χωρίς αυτό να οδηγεί τη γραφή του στην απαισιοδοξία και στον μηδενισμό. Τόσο η κρίση όσο και η ασθένεια παρουσιάζονται ως προκλήσεις για υπέρβαση του αδιεξόδου μέσα από την ανάπτυξη αντιστάσεων, η κυριότερη από τις οποίες είναι η εναργής σκέψη, ο στοχασμός και η φιλία, η κριτική και αυτοκριτική διάθεση.
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η γραφή του Βαρναβίδη είναι υβριδική, από την άποψη ότι ο πεζός του λόγος δεν είναι καθαρά μυθοπλασιακός, αλλά συχνά εμπεριέχει στοιχεία του δοκιμιακού λόγου και γενικότερα της στοχαστικής πεζογραφίας. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε απόηχους της πεζογραφίας του Μπόρχες ή και του Βιρχίλιο Πινιέρα στη γραφή του. Εξάλλου, η ένταξη των αφηγημάτων της υπό σχολιασμό συλλογής στο είδος του διηγήματος, ενδεχομένως μπορεί να τεκμηριωθεί με βάση την έκτασή τους και όχι με τα υπόλοιπα γνωρίσματα του συγκεκριμένου είδους, αν ληφθεί υπόψη ότι η μυθοπλασία και η πλοκή σε αυτά δεν πριμοδοτούνται, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τον φιλοσοφικό στοχασμό και την ανάδειξη οριακών εμπειριών και ενίοτε τραγικών διλημμάτων σε αφετηρίες αναζήτησης του βαθύτερου νοήματος της ζωής.
Επομένως, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που αξιοποιείται στα περισσότερα πεζογραφήματα του βιβλίου συνδέεται με τον βιωματικό πυρήνα από τον οποίο αφορμώνται, αν λάβουμε υπόψη ότι η συγγραφική πρόθεση είναι να αποτυπωθεί η εμπειρία της αλήθειας του γράφοντος και ο στοχασμός του γύρω από αυτήν.
Στην οριακή κρίση και απειλή παραπέμπει και η εικόνα που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου, που αισθητικά είναι άρτιο, παρά το γεγονός ότι ορισμένα ορθογραφικά λάθη διέλαθαν την προσοχή του φιλολογικού επιμελητή της έκδοσης. Πρόκειται για ζωγραφικό έργο του Ιταλού ζωγράφου Cesare Mochiutti (1916-2006), με τίτλο Το κάστρο του Τούρκου (il guado del turco), εμπνευσμένο από τις επιθέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εναντίον της Βιέννης και άλλων περιοχών του ευρωπαϊκού κόσμου. Ας σημειωθεί ότι στο ιδίωμα της Φριούλης (Β. Ιταλία) παρέμεινε σε χρήση μέχρι σήμερα, σε ανάμνηση των επιθέσεων των Οθωμανών κατά της πόλης, την περίοδο 1470-1499, η φράση «Μαμά, οι Τούρκοι!» ("mamma li turchi!"). Στον πιο πάνω πίνακα απεικονίζεται η φασματοποιημένη μορφή του Χάρου, με την ορμή της βίας και της καταστροφής, σαν ένα πέρασμα. Με άλλα λόγια, το Κάστρο του Τούρκου δεν είναι η άμυνα, αλλά το πέρασμα της καταστροφής. Γενικότερα η εικαστική αυτή δημιουργία παραπέμπει στα στοιχεία, στις νοοτροπίες και στις ιδέες που προκαλούν την καταστροφή.
Στην προμετωπίδα του βιβλίου παρατίθενται δύο ρήσεις του Ηράκλειτου και μία του Reiner Schurmann, ενός από τους φιλοσόφους στους οποίους μαθήτευσε ο συγγραφέας, στις Η.Π.Α. Τα παραθέματα από τον Ηράκλειτο παραπέμπουν, αφενός, στην τάση του αφηγητή των «άναρχων ιστοριών», για την αναζήτηση του νοήματος πίσω και πέρα από τα φαινόμενα («φύσις κρύπτεσθαι φιλε»). Αφετέρου, στη θετική θεώρηση της ζωής, ως ενός πεδίου όπου το όραμα και η ελπίδα για το ανέλπιστο, το ανεξερεύνητο και το απροσπέλαστο, προσδίδουν νόημα και ουσία στην ανθρώπινη ζωή («ἐὰν μ λπηται νέλπιστον οκ ξευρήσει, νεξερεύνητον ἐὸν κα πορον»). Από την άλλη, η ρήση του Schurmann «παραμένει πιστός στα φαινόμενα όποιος ξέρει να ζει χωρίς γιατί» αναφέρεται στην άποψη ότι το σημαντικό στην ανθρώπινη σκέψη δεν είναι να διατυπώνει κανείς λογικές υποθέσεις, αλλά να αφήνει τα φαινόμενα να εκδηλώνονται ελεύθερα ενώπιόν του. Το γιατί δεν είναι το σημαντικό ερώτημα για να ζει κανείς, αλλά το πώς.
Στην Εισαγωγή των Άναρχων ιστοριών σημειώνεται ότι αντικείμενο της αφήγησης είναι «η κατάσταση του ανθρώπινου ήθους», στις συνθήκες της «πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης», του προσφυγικού ζητήματος και του οικολογικού αδιεξόδου. Αυτή η πολύμορφη οικουμενική κρίση, από τη μια, φαίνεται να είναι μη αναστρέψιμη. Από την άλλη, η ίδια η ανθρώπινη φύση διαθέτει δυνάμεις για την υπέρβασή της, όπως αντίστοιχα μπορεί να υπερβεί την ασθένεια, αν διαθέτει τις κατάλληλες αντιστάσεις, όπως επισημαίνεται από τον Νίτσε, στο έργο του οποίου μυήθηκε ο συγγραφέας από τα φοιτητικά του χρόνια: «κάθε αρρώστια μπορεί να αποτελέσει μεγάλο διεγερτικό για ζωή. Χρειάζεται όμως να είναι κάποιος αρκετά υγιής για την αρρώστια του» (σ. 12). Εξάλλου, στον Επίλογο, αποτυπώνεται πιο ζοφερά η κατάσταση της αδυναμίας του σύγχρονου ανθρώπου να αποφανθεί τι πρέπει να πράξει, έχοντας προδοθεί «από τις αρχές και από τους νόμους», χωρίς αυτό να σημαίνει την οριστική παραίτηση και την ήττα.  Εναπόκειται στους ανθρώπους «με ελεύθερη βούληση να δώσουν τελεσίδικη απάντηση στον εκβαρβαρισμό της ζωής» (σ. 84), χωρίς να είναι σε θέσει κανείς να γνωρίζει την έκβαση αυτής της προσπάθειας.
Έχουμε την αίσθηση ότι και στα επτά πεζογραφήματα της συλλογής η αφήγηση περιστρέφεται γύρω από οριακές και μεταιχμιακές καταστάσεις, στις οποίες δοκιμάζεται το ανθρώπινο ήθος. Λόγου χάρη, στο πρώτο από αυτά, υπό τον τίτλο «Φιλότης στο κατώφλι» το καπέλο συνδέεται τόσο με τον αποχωρισμό των φίλων όσο και με το ίδιο το μυστήριο της φιλίας, που όπως θα δούμε σε άλλο σημείο του βιβλίου, είναι αυτή που σώζει τον άνθρωπο και τον κόσμο από τη βαρβαρότητα.  Στις οριακές αυτές καταστάσεις παραπέμπει το κατώφλι: «Το καπέλο αλλάζει τροχιά κάθε φορά που δυο φίλοι χωρίζουν σε κάποιο κατώφλι. […] Στο κατώφλι συντελείται ένα μυστήριο πέρασμα, όσο μυστήρια είναι και η φιλία μεταξύ των ανθρώπων» (σ. 20).
Η φιλία, ως «ελιξίριο της ζωής», είναι ο θεματικός άξονας του αφηγήματος «Πελαθούσα τέλος εποχής», που το ξεχωρίζουμε από τα υπόλοιπα αφηγήματα τόσο για την εντονότερη συγκινησιακή χρήση της γλώσσας, τον εξομολογητικό τόνο, τα στοιχεία υπαρξιακού προβληματισμού, καθώς και για τη συγκρατημένη και γι’ αυτό λειτουργική σύζευξη γλωσσικών τύπων της κυπριακής διαλέκτου με τη νεοελληνική κοινή. Το εναργές ύφος αξιοποιείται από τον συγγραφέα για την αποτύπωση μιας στάσης ζωής που, υπερβαίνοντας τους περιορισμούς και τα εμπόδια της φθαρτότητας, ταυτίζεται με την «ελπίδα για το ανέλπιστο», δηλαδή με την ίαση του σώματος και της ψυχής. Η ανακάλυψη της Πελαθούσας από τον αφηγητή, ως ενός τόπου όπου θα μπορούσε να επιδιώξει να αλλάξει τη ζωή του, σύμφωνα με την οδηγία του γιατρού του, είναι καταλυτική. Η γνωριμία του με τον Γιώρκο και τη Λαουρού, προσφύγων από τη Γιαλούσα, και γενικότερα η ζωή του εκεί για είκοσι χρόνια, ταυτίζονται με την ευδαιμονία: "Ζω σε πελάγη ουτοπίας, κολυμπώ με τη συντροφιά των χελώνων καρέτα-καρέτα μέσα στη γαλήνια ησυχία του βυθού" (σ. 41). Από αυτή την αίσθηση της πληρότητας, ως αποτέλεσμα της επιστροφής στη φύση και στον μαγικό της κόσμο, απορρέει η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι "δεν είναι η ιατρική επιστήμη που θεραπεύει τις ασθένειες που πλήττουν εμάς τους ανθρώπους, αλλά η φιλία που τρέφουμε ο ένας για τον άλλο" (ό.π.), όπως αντίστοιχα η αγάπη είναι το αντίδοτο του θανάτου (σ. 42).
Εξάλλου, στο αφήγημα «Ο Μαέστρο της Φριούλης», που αφορμάται από μια επώδυνη για τον συγγραφέα βιωματική αφορμή, τον αδόκητο θάνατο του νεαρού Κρίστιαν, η ασθένεια αντιμετωπίζεται εξίσου αισιόδοξα. Με τη διαφορά ότι εδώ η άμυνα του ανθρώπινου οργανισμού απέναντι σε αυτήν επικουρείται από την τέχνη και όχι από τη φύση. Και αυτό χάρη στις ιαματικές ιδιότητες των πινάκων του ζωγράφου Μαέστρο «τα έργα τέχνης του οποίου ανέδυαν πέραν της αλήθειας και μια ιαματική αύρα που ωφελούσε τον θεατή, υποδεικνύοντάς του την θεραπεία που είχε ανάγκη η ψυχή του» (σ. 53).  
Με την ίδια αισιόδοξη θεώρηση προσεγγίζεται η κρίση, ως πρόκληση για δημιουργία και για πολιτιστική ανανέωση στο αφήγημα «Κυνόφιλοι και άρτε πόβερα». Με ευρηματικό τρόπο διασυνδέεται ο Διογένης ο Σκύλος, ηγετική μορφή της Κυνικής Φιλοσοφίας, με τον αγαπημένο σκύλο του αφηγητή, που, με τη μανία του να συλλέγει άχρηστα αντικείμενα και να τα μεταφέρει στην αυλή του κυρίου του, γίνεται η αφορμή να επιδοθεί ο τελευταίος στην «τέχνη των πενιχρών και ευτελών μέσων» (άρτε πόβερα), ώστε να συμμορφωθεί με την υπόδειξη των δημοτικών αρχών για σεβασμό και διαφύλαξη της δημόσιας υγείας. Όπως ο επίγειος παράδεισος της Πελαθούσας βοηθά τον αφηγητή να αντιμετωπίσει δυναμικά την αρρώστια του, έτσι και η άρτε πόβερα «ήταν το νήμα που τον έβγαλε από τον λαβύρινθο της κρίσης στο φως της τέχνης» (σ. 49), καθώς μετά την εξαφάνιση του σκύλου του, «Διογένη», «μεταμορφώνεται […] από ένα θύμα της οικονομικής κρίσης σε έναν καλλιτέχνη». Η οικολογική αυτή προσέγγιση της τέχνης δεν αφορά μονοσήμαντα το περιβαλλοντικό πρόβλημα ούτε ειδικά την ανακύκλωση άχρηστων υλικών, αλλά προσλαμβάνει ευρύτερες διαστάσεις, δεδομένου ότι συνδέεται με την πνευματική και καλλιτεχνική ανανέωση και την καινοτομία, που στη συνείδηση του αφηγητή διασυνδέεται με τη γνωριμία του με έναν τρίτο «κυνικό», όπως τον αποκαλεί, τον ερμηνευτή Σπύρο Σακκά, που τον δίδαξε «πώς να αναζητά τη δική του φωνή, ώστε να αρθρώσει δικό του λόγο» (σ. 50).
Γύρω από το άλυτο φιλοσοφικό πρόβλημα της αλήθειας περιστρέφεται η αφήγηση στο πεζογράφημα «Μυθομανία στο Νιούβε Κερκ». Η θέση του αφηγητή για τη διαφοροποίηση και τη μετάλλαξη της αλήθειας «με το πέρασμα του ανθρώπου διαμέσου του Λαβυρίνθου» (σ. 66) προκαλεί την αντίδραση ενός ορθολογιστή καθηγητή, ο οποίος λαμβάνει την απάντηση ότι η αλήθεια αποκαλύπτεται μόνο ως αποτέλεσμα μύησης και όχι του ορθού λόγου. Εξάλλου στο «Τέλος του καθηγητή Ανδρόνικου», που δεν είναι άλλος από τον καθηγητή φιλοσοφίας Ράινερ Σίουρμαν, στον οποίο μαθήτευσε ο Σ. Βαρναβίδης, η γνώση συνδέεται με την ελεύθερη εκδήλωση των φαινομένων και όχι με τη διατύπωση ερωτημάτων, με βάση τη θεώρηση της Φαινομενολογίας. Ας σημειωθεί ότι με το όνομα Ανδρόνικος ήξεραν οι κάτοικοι της Αμοργού τον καθηγητή Σίουρμαν, που ζούσε μερικούς μήνες κάθε χρόνο στο νησί και είχε αναπτύξει πολύ καλές σχέσεις με τους κατοίκους του.
Στο τελευταίο πεζογράφημα του βιβλίου, υπό τον τίτλο «Αναρχία στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών» αντί της φιλοσοφικής δεσπόζει η πολιτική προβληματική γύρω από το άλυτο για δεκαετίες Κυπριακό Πρόβλημα και την αναποτελεσματικότητα του διεθνούς «λαβύρινθου», που αντί να επιδρά καταλυτικά περιπλέκει και επαυξάνει τις δυσκολίες, ώστε όλες οι ώς τώρα προσπάθειες απέβησαν για λύση απέβησαν άκαρπες. Με παρρησία σχολιάζεται και το πρόσφατο Γλωσσάριο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία, που ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ παρουσιάζεται να καταστρέφει μαζί με τα κατά καιρούς ψηφίσματα για το Κυπριακό! Έτσι, δεν διαφαίνεται κάποια προοπτική ότι θα διαγραφεί ο διαμελισμός του νησιού και «θα τερματιστεί η Βακχική μανία του Αττίλα» (σ. 81).
Ο συγγραφέας αφορμάται σε αυτό το πεζογράφημα από έναν σιβυλλικό χρησμό που συνδέεται με την έλευση του Κινύρα στην Κύπρο: «σσεται σομνοις, τε Πραμος ερυοδνης| ϊνα προχων ερν ες Κπρον  κηται» (Ιωννης Τζτζης, Ββλος στορικ, Χιλιδες, 7.5745), που σύμφωνα με μιαν άποψη συνδέεται με πιθανή καταγωγή του Κινύρα από την Κιλικία και προφανώς παραπέμπει στη γειτνίαση της Κύπρου με αυτή την περιοχή της Μ. Ασίας,[1] και γενικότερα στις αδιάλειπτες ιστορικές περιπέτειες του νησιού, εξαιτίας της νευραλγικής γεωγραφικής της θέσης.
Ωστόσο, πέρα από το γεγονός ότι ο Σ. Βαρναβίδης είναι ένας προικισμένος πεζογράφος, με έμφυτη τάση και κλίση προς το αφηγείσθαι, το νέο βιβλίο του Εμπειρία της αλήθειας ξεχωρίζει και για την ισοζυγισμένη σύζευξη των στοιχείων της εντοπιότητας με εκείνα του κοσμοπολιτισμού. Ο αφηγητής, ως πολίτης του κόσμου, παρουσιάζεται ευαισθητοποιημένος απέναντι στα μείζονα οικουμενικά προβλήματα, καθώς και στις διαιώνιες υπαρξιακές ανησυχίες και τη βασανιστική αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου. Κινείται με ευχέρεια ανάμεσα στους επάλληλους κύκλους του τοπικού και του οικουμενικού και αναδεικνύεται ως ένας πολύπλαγκτος διανοητής στα σταυροδρόμια του κόσμου και στα κατώφλια των οριακών καταστάσεων, που δοκιμάζουν τις δυνάμεις αλλά και τους περιορισμούς της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ο Φιλελεύθερος, 3 Φεβρουαρίου 2020





[1] Βλ. Ευαγγελία Τσαβλή, Κινύρας. Μελέτη στον αρχαίο κυπριακό μύθο (διδ.δ.), Αθήνα, Φιλοσοφική Σχολή, ΕΚΠΑ, 2009, σσ. 112-113. https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/27814   Πρόσβαση: 1/2/2020.