Σάββατο 4 Αυγούστου 2018


Κυπριακή διάλεκτος και λογοτεχνία
Διαπιστώσεις και προβληματισμοί με βάση την εκδοτική παραγωγή
της τελευταίας διετίας

Στην ποιητική του σύνθεση «Ρωμιός και Τζον Πουλλής, Τζονής και Κακουλλής» ο Β. Μιχαηλίδης παρουσιάζει την πρόβλεψη του Άγγλου ταξιδιώτη ότι η κυπριακή διάλεκτος, έπειτα από εκατόν ή διακόσια χρόνια, «θα λησμονηθεί και δεν θα ομιλείται,/ τότε ωσάν ομηρικά/κι ωσάν αρχαία ελληνικά/κι αυτή θα εκτιμείται» (Μιχαηλίδης: 2002, 203, στ. 243-249). Χωρίς, βέβαια, να μπορεί κανείς να προβλέψει την εξέλιξη της κυπριακής διαλέκτου στο απώτερο μέλλον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε ολόκληρο τον εικοστό και στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα αυτή όχι μόνο επικρατεί στην προφορική επικοινωνία των Κυπρίων, αλλά πολύ συχνά αξιοποιείται από τους λογοτέχνες στην ποίηση, την πεζογραφία και το θέατρο, είτε αμιγώς είτε σε συνδυασμό με τη νεοελληνική κοινή, προκαλώντας το ενδιαφέρον, την επιδοκιμασία, την αμηχανία και κάποτε την αρνητική στάση του αναγνωστικού κοινού και της κριτικής. Προφανώς, η χρησιμοποίηση της κυπριακής διαλέκτου στη λογοτεχνία είναι ένα θέμα που απασχόλησε από τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα τη λογοτεχνική κριτική, από την οποία το ζήτημα προσεγγίστηκε άλλοτε με αισθητικά άλλοτε με ιδεολογικά κριτήρια, που δεν εμπίπτουν στο θέμα αυτής της εισήγησης, όπου επιχειρείται η καταγραφή μερικών διαπιστώσεων και προβληματισμών γύρω από τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στη λογοτεχνία μας στην ποιητική και πεζογραφική παραγωγή της τελευταίας διετίας, με ελάχιστες αναφορές σε ορισμένα προγενέστερα κείμενα.
Τα παραδείγματα των Κ. Μόντη, Μ. Πασιαρδή, Κ. Βασιλείου και πολλών άλλων, που ένα μέρος του ποιητικού τους έργου είναι γραμμένο στη νεοελληνική κοινή και άλλο στην κυπριακή διάλεκτο είναι φυσικά καθοδηγητικά για τους νεότερους λογοτέχνες μας, όπως βέβαια και το παράδειγμα του Κυρ. Χαραλαμπίδη, που προκρίνει έναν περισσότερο εκλεκτικό συνδυασμό νεοελληνικής κοινής και κυπριακής διαλέκτου (όπως θα δούμε στη συνέχεια). Ο Μόντης στο ποίημά του «Κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα προς Κύπριους ποιητές» (Μόντης: 1991, 203) γράφει:

Αφού δεν καταδεχόσαστε
ούτε καν παρεμπιπτόντως να με γράφετε,
μη σας ακούσω να με μιλάτε,
δώστε μου πίσω
τα πρώτα παιδικά «λοούδκια» σας!

Εξάλλου, στο πεζόμορφο ποίημα του Κ. Βασιλείου «Ο ποιητής τζ̆’ ο ποιητάρης»από τη συλλογή Ίλαντρον (Βασιλείου: 2000, 53-54) παρουσιάζονται δύο εκ διαμέτρου αντίθετες οπτικές γύρω από τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στην ποίηση και γενικότερα στη λογοτεχνία. Με βάση την πρώτη, οι συγγραφείς που επιλέγουν τον δρόμο της διαλεκτικής λογοτεχνίας δεν δικαιώνονται ούτε επιτυγχάνουν την κοινωνική και πνευματική αναγνώριση. Με βάση τη δεύτερη, λογοτέχνες που γράφουν στη μητρική τους γλώσσα (όπως ακριβώς τη μιλούν, χωρίς δηλαδή αλλοιώσεις ή προσμείξεις) συνήθως επιτυγχάνουν σε υψηλότερο βαθμό την άρτια έκφραση και λογοτεχνική μετάπλαση των διανοημάτων ή των εμπειριών τους (όπως αποδεικνύεται από τα παραδείγματα των Μακρυγιάννη, Β. Μιχαηλίδη και Δ. Σολωμού, που παρατίθενται στο πιο πάνω ποίημα του Κ. Βασιλείου). Ας σημειωθεί, επιπλέον ότι, σχολιάζοντας το κριτικό σημείωμα του Μιχάλη Πιερή «Διάλεκτος και ποιητική ηθική» (2001, 181), όπου υποστηρίζεται ότι «ο αληθινός ποιητής πριν απ’ όλα συγκινείται βαθιά από τα κάλλη και τις αξίες της γλώσσας του λαού του και γράφοντας την ομορφαίνει […]», ο ίδιος ποιητής θεωρεί ότι η σύγχρονη διαλεκτική μας ποίηση πρέπει να ξεκινά «από τη σύγχρονη μορφή της γλώσσας όπως τη βιώνουμε καθημερινά[...]», απορρίπτοντας τη «διαλεκτική καθαρεύουσα», όπως την ονομάζει, η οποία στο τέλος «θα είναι επίπλαστη και μουσειακή, χωρίς καμιά επαφή με την καυτή ανάσα της αλήθειας» (Βασιλείου: 2002).
Ωστόσο, αν δεχθούμε ότι η λογοτεχνική δημιουργία, όπως και κάθε μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, κρίνεται από τη δραστικότητα με την οποία επενεργεί στη συνείδηση και στον ψυχικό κόσμο των δεκτών της, αντιλαμβανόμαστε ότι η χρήση της κυπριακής διαλέκτου στη λογοτεχνία μας, όταν ανάγεται σε αισθητικό δόγμα, οδηγεί στον μανιερισμό και στη δουλική μίμηση της παράδοσης, χωρίς πρωτοτυπία και μακριά από τη σύγχρονη πραγματικότητα και από τα ενδιαφέροντα των σύγχρονων αναγνωστών. Στους τελευταίους, λοιπόν, εναπόκειται να κρίνουν αν η χρήση της διαλέκτου από τους λογοτέχνες μας συνιστά με οποιοδήποτε τρόπο ένα βήμα προς την κατεύθυνση της ανανέωσης της παράδοσης ή μία ακόμη περίπτωση αβασάνιστης αναπαραγωγής της.
Επισκοπώντας την κυπριακή ποίηση και πεζογραφία της τελευταίας διετίας (2015-2016), ανιχνεύουμε και τις δύο πιο πάνω τάσεις. Σε μέρος της ποιητικής μας παραγωγής η χρήση της κυπριακής διαλέκτου, δεν φαίνεται να συνδυάζεται με την αναγκαία μαθητεία στους κορυφαίους διαλεκτικούς μας ποιητές, αλλά περιορίζεται στην απλή αναπαραγωγή του προφορικού λόγου σε έμμετρη μορφή. Η ίδια τάση εμφανίζεται και σε μέρος της πεζογραφικής μας παραγωγής, αλλά σε μικρότερο βαθμό.
Ας δούμε, λοιπόν, μερικά ενδεικτικά παραδείγματα λειτουργικής και αισθητικά δικαιωμένης χρήσης της κυπριακής διαλέκτου, αρχίζοντας από τον τομέα της ποίησης. Από τα ποιητικά βιβλία που είναι γραμμένα εξ ολοκλήρου στην κυπριακή διάλεκτο ξεχωρίζουν οι συλλογές Με το μελάνιν της ψυσ̆ής μου (2015) του Χ. Αχνιώτη και Με το γάλαν της ψυσ̆ής (2015) της Μαρούλλας Χριστοφόρου, τόσο για τη δημιουργική αφομοίωση της ποιητικής παράδοσης όσο και για τη λογοτεχνικά αρτιωμένη ποιητική γλώσσα. Αξιοποιώντας την ομιλούμενη σήμερα κυπριακή διάλεκτο, χωρίς εξεζητημένους διαλεκτικούς τύπους του παρελθόντος, αποτυπώνουν τους προβληματισμούς τους γύρω από ποικίλα κοινωνικά και άλλα προβλήματα της εποχής μας.
Από την υπόλοιπη ποιητική παραγωγή του 2015 ξεχωρίζει η συλλογή Ο κήπος των θλιμμένων ποιημάτων του Χρήστου Αργυρού, οκτώ από τα ποιήματα της οποίας είναι γραμμένα στην κυπριακή διάλεκτο, αξιοσημείωτα για την υφολογική ενάργεια και για τη λειτουργική συνύφανση της ιστορικής μνήμης με τα στοιχεία σύγχρονου προβληματισμού, καθώς και για τη συγκρατημένη αλλά ευδιάκριτη συγκινησιακή τους φόρτιση. Η χρήση της κυπριακής διαλέκτου από τον Αργυρού είναι λελογισμένη, από την άποψη ότι αυτή επιλέγεται στις περιπτώσεις όπου ο ποιητής θα αδυνατούσε να εκφραστεί εξίσου αποτελεσματικά στη νεοελληνική κοινή, όπως λόγου χάρη στο ποίημα «Καραολότσιβλον» (σ. 14):

Γιαλούσα μου τζ̆’ οι φίνες σου φαίνουνται σ̆ελεντρούνες
τζ̆’ οι σμέρνες τζ̆αι οι δράτζ̆αινες, παιρνώ τες για κουρκούνες
τζ̆αι τ’ άλας μες στες λάντες σου εν' ζάχαρι με μέλιν
τ' αρκόχορτα, τ’ αγκάθκια σου εν' καρπερόν αμπέλιν [...].


Στις ποιητικές εκδόσεις του 2016 εντοπίζουμε παρόμοια χρήση της κυπριακής διαλέκτου στη συλλογή Παραλογή του Παναγιώτη Νικολαΐδη, όπου με αξιοσημείωτη λιτότητα και επιγραμματικότητα ο ποιητής αποτυπώνει τα προσωπικά του βιώματα ή τους υπαρξιακούς του προβληματισμούς, όπως στα ποιήματα «Παραλογή Α΄» και «Πάροδος: Η γλάστρα» (39). Παραθέτουμε το δεύτερο:

Κόμα τζ̆’ αν σε στολίσασιν με σχήμαν τζ̆αι με χρώμαν
κόμα τζ̆’ αν σε φυτέψασιν γλυκάνισσον το γιόμαν
τζ̆’ εβάλαν σε να σ̆αιρετάς τον ήλιον πα' στο δώμαν
εσούνη πάντα πεθυμάς πάλε να γίνεις χώμαν

Εξάλλου, στη συλλογή Νεκαλιώντα(2016) της Χρυστάλλας Μαγγανή τα διαλεκτικά ποιήματα της ενότητας υπό τον τίτλο «Της αγάπης τζιαι του καμού» επισφραγίζονται άλλοτε από το ερωτικό στοιχείο και άλλοτε από τις επώδυνες μνήμες της κυπριακής τραγωδίας και ιδίως από το δράμα των αγνοουμένων. Στην ποιητική της γραφή αφομοιώνεται λειτουργικά και με προσωπικό ύφος η παράδοση της παλαιότερης διαλεκτικής μας ποίησης:

Τ’ ΑΜΜΑΘΚΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΛΥΠΑ
                             Στον αγνοούμενο
Τ' αμμάθκια τα περίλυπα όποιος τα δει δακρύζει
τζ̆αι η καρκιά του γένεται ποζαύλιν τζ̆αι ραΐζει.
[...]
Περίλυπ' εν’ τ' αμμάθκια σου τζ̆’ άβυσσος η καρκιά σου
μασ̆αίριν που με κάρφωσεν στο στήθος η θωρκά σου.

Περίλυπα εν’ τ' αμμάθκια σου, τζ̆’ εγιώ φωθκιά π' αφταίννει,
τζ̆’ ορμάνια, κάμπους, ποταμούς ο πόνος μου θκιαβαίννει. 

Από τις ποιητικές συλλογές του 2016, που είναι εξ ολοκλήρου γραμμένες στην κυπριακή διάλεκτο, αξιοσημείωτες είναι Η γλώσσα μας του Τάσου Αριστοτέλους, στην οποία περιέχονται ερωτικά δίστιχα που συνεχίζουν χωρίς ανατροπές ή ποιητικές εκπλήξεις την ποιητική παράδοση του συγκεκριμένου είδους, και Εν τούτω νίκα του Πολύβιου Αντωνάτζη (= Πολύβιου Νικολάου), που, μολονότι ακολουθεί το πρότυπο της ποιητάρικης παράδοσης, δεν αναπαράγει τον συχνά μονοδιάστατο αναφορικό χαρακτήρα των ποιητάρικων φυλλάδων, αλλά ξεχωρίζει για τη λειτουργική αίσθηση της γλώσσας, την αίσθηση του χιούμορ, τη σάτιρα και τη νευρώδη γλώσσα.
Τέλος, υπερβαίνοντας τα χρονικά όρια της διετίας 2015-2016, αξίζει να δούμε, με βάση το παράδειγμα της πρόσφατα δημοσιευμένης ποιητικής συλλογής του Κυριάκου Χαραλαμπίδη Ηλίου και Σελήνης άλως (2017), πώς ο κορυφαίος αυτός ποιητής αξιοποιεί την κυπριακή διάλεκτο στην ποίησή του. Όπως επισημάνθηκε από την κριτική (Παπαλεοντίου, 2010, 756-757), ο Κ. Χαραλαμπίδης και σε προηγούμενες συλλογές του αξιοποιεί εκλεκτικά τη διάλεκτο ενοφθαλμίζοντας διάφορα ποιήματά του γραμμένα στη νεοελληνική κοινή είτε με διαλεκτικούς τύπους είτε με στίχους στην κυπριακή διάλεκτο, στα σημεία που ο ποιητής κρίνει ότι η διάλεκτος προσφέρεται, για να αρθρώσει με μεγαλύτερη ενάργεια και δραστικότητα τον ποιητικό του λόγο. Στο ποίημα «Νυμφίου αγνοουμένου» από την πιο πάνω συλλογή, η τριτοπρόσωπη εκφορά της ποιητικής αφήγησης για το δράμα της τραγικής μάνας του αγνοουμένου συνδυάζεται με τον δραματικό μονόλογο της ίδιας, για τον οποίο χρησιμοποιείται η κυπριακή διάλεκτος με δειγματική λιτότητα, κατά τρόπο που καθιστά τον καθημερινό λόγο αρτιωμένη ποιητική γλώσσα:

[…]
Κάτι σαν όνειρο πήρε τ’ αυτί της,
κάποια στιγμή το χέρι απ’ το σμιλί της
γλιστράει και τραντάχτηκε η ψυχή της.

«Χρίστο, γρουσέ μου γιε, μεν έσ̆εις έννοιαν,
τα μμάθκια μου εν θα ξανακαμμύσουν.
[…] Φιλώ σταυρόν: θα κάμνω παννυχίδαν
για σέναν το πλεχτόν μου. Δε την νύχταν
που ξαγρυπνά μιτά μου τζ̆αι λαλεί μου
“Άντεξε, Πηνελόπη μου, τζ̆’ αντέχεις”». 

Πολλοί άλλοι ποιητές πειραματίζονται τα τελευταία χρόνια με τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στο έργο τους (π.χ. οι Ν. Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Ευρυδίκη Περικλέους-Παπαδοπούλου, Στέλλα Βοσκαρίδου-Οικονόμου κ.ά.). Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι η ποιητική συλλογή της τελευταίας Αναγέλαστα των γεναικών τζ̆αι των σκαλαπουντάρων (2013) διακρίνεται για την εκφραστική τόλμη και τη ρηξικέλευθη σύζευξη υπερρεαλιστικών στοιχείων με παλαιότερους γλωσσικούς τύπους της κυπριακής διαλέκτου, για την αποτύπωση ποικίλων όψεων και αδιεξόδων της σύγχρονης κυπριακής κοινωνίας.
Εξάλλου, στην κυπριακή πεζογραφία της τελευταίας διετίας εντοπίζονται αξιοσημείωτα εγχειρήματα λειτουργικής συνύφανσης της νεοελληνικής κοινής με την κυπριακή διάλεκτο. Στο μυθιστόρημα της Κωνσταντίας Σωτηρίου Η Αϊσέ πάει διακοπές (2015) και στη νουβέλα της ίδιας Φωνές από χώμα (2017) η συγγραφέας ενορχηστρώνει τις αφηγηματικές φωνές μέσα σε ένα πολυφωνικό πλαίσιο, όπου με την ετερογλωσσία και τη διαλογικότητα η διάλεκτος αναδεικνύεται στο καταλληλότερο γλωσσικό όργανο για την αποτύπωση του σύγχρονου κυπριακού δράματος μέσα από τον ψυχικό κόσμο των προσώπων, και ιδίως των γυναικών. Η Ρήνα Κατσελλή στη συλλογή διηγημάτων Ψήγματα ανατροπών (2015) χρησιμοποιεί τη νεοελληνική κοινή στα αφηγηματικά μέρη και τη διάλεκτο στα διαλογικά, αποδίδοντας με τη δεύτερη το ιδιαίτερο κοινωνικό και ηθογραφικό πλαίσιο των ιστοριών της που τοποθετούνται στην περίοδο 1945-1973.
Από την πεζογραφική παραγωγή του 2016 διακρίνεται, για το θέμα που μας ενδιαφέρει, το μυθιστόρημα Μάρθα του Δημήτρη Μαυραντωνίου, όπου ο πλούσιος διάλογος σε κυπριακή διάλεκτο, υπερτερεί ποσοτικά και ποιοτικά από τα αφηγηματικά μέρη που είναι γραμμένα στη νεοελληνική κοινή. Με τα διαλεκτικά διαλογικά μέρη, όπου η αίσθηση και η χρήση της γλώσσας είναι λειτουργική, αναδεικνύονται ένα πλήθος ηθογραφικών και λαογραφικών στοιχείων, με χιούμορ και υφολογική ενάργεια που εξάπτουν και διατηρούν αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, έστω και αν τα εξιστορούμενα από τον αφηγητή ζωντανεύουν έναν τρόπο ζωής που παρήλθε ανεπιστρεπτί.
Φαίνεται, λοιπόν, από τη δειγματοληπτική παράθεση παραδειγμάτων από την κυπριακή λογοτεχνία της τελευταίας διετίας ότι η κυπριακή διάλεκτος αξιοποιείται από διάφορους συγγραφείς και με ποικίλους τρόπους που εκτείνονται από τη χρήση μεμονωμένων διαλεκτικών τύπων έως την αποκλειστική χρήση της σε ολόκληρο το λογοτεχνικό έργο. Σε μια εκτενέστερη μελέτη θα μπορούσε να διερευνηθούν σε μεγαλύτερο βάθος οι τρόποι αυτοί, μέσω της συγκριτικής εξέτασης και αντιπαραβολής των κειμένων. Ακόμη, θα μπορούσε να διερευνηθεί το ζήτημα της χρήσης της κυπριακής διαλέκτου από τους σύγχρονους θεατρικούς μας συγγραφείς και να προσδιοριστεί αν η χρήση αυτή προσομοιάζει με την αντίστοιχη χρήση στην ποίηση και στην πεζογραφία μας ή αν διαφοροποιείται από αυτήν.
Ενδιαφέρουσα είναι, από αυτή την άποψη, η θεατρολογική προσέγγιση της πρόσφατης κυπριακής θεατρικής γραφής από τη Μαρία Χαμάλη, όπως παρουσιάστηκε στην Ημερίδα της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου με θέμα «Η κυπριακή λογοτεχνία και η κριτική μετά το 1960» (Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, 9 Δεκεμβρίου 2017). Στην εισήγησή της με τίτλο «Κυπριακή (θεατρική) γραφή και “ανείπωτες” ιστορίες: μια επί σκηνής προσπάθεια ερμηνείας και αποκατάστασης του παρελθόντος και η πρόσληψή της από την κριτική» η Χαμάλη επιχείρησε μεταξύ άλλων να διερευνήσει και να αιτιολογήσει τη ροπή των νεότερων θεατρικών συγγραφέων προς την κυπριακή διάλεκτο και να απαντήσει στο ακανθώδες ερώτημα αν η ροπή αυτή δικαιώνεται αισθητικά. 

 Εισήγηση στο πλαίσιο εσπερίδας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου με θέμα "Η διαχρονική διάσταση της Ελληνικής Γλώσσας", 14 Νοεμβρίου 2017.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βασιλείου, Κώστας, Ίλαντρον, Λευκωσία, Αιγαίον, 2000.
—, «Το στοίχημα της διαλεκτικής ποίησης», Πολίτης, 20 Φεβρ. 2002.
Κεχαγιόγλου, Γιώργος − Παπαλεοντίου, Λευτέρης, Ιστορία της Νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας, Λευκωσία, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2010.
Μιχαηλίδης, Βασίλης, Άπαντα, Λευκωσία, Χρ. Ανδρέου, 2002.
Μόντης, Κώστας, Άπαντα. Συμπλήρωμα Β΄, Λευκωσία, Ίδρ. Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, 1991.
Πιερής, Μιχάλης, «Διάλεκτος και ποιητική ηθική», Ύλαντρον 1 (2001) 181-182.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου