Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018


Λεωνίδας Γαλάζης
Σημειώσεις στο περιθώριο του ποιήματος «Μία νυξ» του Βασίλη Μιχαηλίδη

Το ποίημα του Β. Μιχαηλίδη «Μία νυξ» (γρ. Δεκέμβριος 1880), δημοσιευμένο στην ποιητική του συλλογή Η ασθενής λύρα (1882), είναι γραμμένο, όπως σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής «(Εις τον σκοπόν “μαύρ’ είν’ η νύκτα στα βουνά”)», δηλαδή κατά το μετρικό πρότυπο του ποιήματος «Ο κλέφτης», του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή (1874: 76-78). Άραγε τα δύο ποιήματα «συνομιλούν» μόνο στο επίπεδο της μετρικής τους οργάνωσης ή και σε άλλα επίπεδα;
Για το μετρικό πρότυπο του ποιήματος «Μία νυξ» διαθέτουμε ήδη μία εμβριθή μελέτη της Αθηνάς Γεωργαντά στην οποία περιλαμβάνεται περιγραφή της μετρικής κατασκευής του. Όπως σημειώνει η μελετήτρια,  η στιχουργική βάση του ποιήματος «Ο κλέφτης» του Α. Ρ. Ραγκαβή είναι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος και «κάθε μία από τις 10 πεντάστιχες στροφές […] αποτελείται από δύο σπασμένους 15σύλλαβους, που διαιρούνται σε έναν οξύτονο 8σύλλαβο στίχο και σε έναν παροξύτονο 7σύλλαβο, με έναν ενδιάμεσο οξύτονο 8σύλλαβο που συγκροτεί τον τρίτο στίχο κάθε στροφής. […] Η ομοιοκαταληξία είναι ΑΒΑΑΒ».[1]
Εξάλλου, το ποίημα «Μία νυξ» του Β. Μιχαηλίδη συγκροτείται από 16 τετράστιχες στροφές με σταυρωτή ομοιοκαταληξία (ΑΒΒΑ). Ο πρώτος στίχος κάθε στροφής είναι δεκαπεντασύλλαβος, ο δεύτερος και ο τρίτος οκτασύλλαβοι και ο τελευταίος επτασύλλαβος. Ωστόσο, αν ληφθεί υπόψη ότι ο δεκαπεντασύλλαβος κάθε στροφής έχει σταθερή τομή με την οποία διαιρείται σε έναν οκτασύλλαβο και σε έναν επτασύλλαβο, η μετρική κατασκευή του «Μία νυξ» ουσιαστικά δεν διαφοροποιείται από εκείνην του μετρικού της προτύπου. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι και στα δύο ποιήματα ο καταληκτικός επτασύλλαβος κάθε στροφής είναι παροξύτονος.
Στο δημοτικοφανές ποίημα του Α. Ρ. Ραγκαβή, που και αυτό με τη σειρά του παραπέμπει στο διακείμενο των Ληστών του Σίλλερ («Σκοπός των Ληστών, του Σχιλλέρου, Α, αρ. 30»)[2] δεσπόζει η αγωνιστική στάση του κλέφτη μέσα στο ρομαντικό πλαίσιο της άγριας χειμωνιάτικης νύχτας και η προσήλωσή του στην αρετή, σε αντίθεση με τον δόλο, την αδικία και την κακία των πλουσίων που κυριαρχούν στον κόσμο, καθώς ακόμη και με την επίβουλη δράση των εμπόρων των εθνών και την προδοτική τους στάση. Εν τέλει, ο κλέφτης απροσκύνητος θυσιάζεται και οι φίλοι του περιφέρουν τη σορό του υμνώντας την ανδρεία του. Έχουμε, επομένως, στην περίπτωση του ποιήματος αυτού, όπως σημειώνει η Αθ. Γεωργαντά, έναν ποιητικό θούριο (που μάλιστα μελοποιήθηκε και ως εμβατήριο επιβίωσε ώς τις μέρες μας) ο οποίος είναι εναρμονισμένος «με ένα μείζον θέμα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού –το θέμα της κοινωνικής εξέγερσης εναντίον της παγκόσμιας τυραννικής εξουσίας».[3]
Στο επίσης ρομαντικό ποίημα «Μία νυξ» του Β. Μιχαηλίδη το θέμα της εναντίωσης του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στους κυνηγούς της δόξας και του πλούτου συνυφαίνεται με την απελπισία του, εξαιτίας του ανανταπόδοτου έρωτά του. Κατά τρόπο τυπικά ρομαντικό, στο εξωτερικό τοπίο της ατέλειωτης νύχτας και του σκότους αντιστοιχεί το εσωτερικό τοπίο της μαύρης καρδιάς και της άγρυπνης ψυχής. Ειδικότερα, είναι αξιοσημείωτη η αντίθεση ανάμεσα στην ένταση των καιρικών φαινομένων (βροχή, αφρισμένο κύμα, φουρτουνιασμένη θάλασσα) και στην εικόνα της νεκρικά «ατάραχης» Λεμεσού (Μιχαηλίδης: 2002, 45, στρ. 1-3= Ιωάννου: 2017, 64-65, ό.π.). Από την άλλη, το ποιητικό υποκείμενο θεωρεί την άγρια νύκτα ως κατοπτρισμό των έντονων συναισθημάτων που βιώνει, δηλαδή της αγάπης και ταυτόχρονα της λύπης (στρ. 6: ό.π.), ενώ μάταια αναζητεί παρηγοριά και λύτρωση στον εξωτερικό κόσμο.
Η εξέγερση του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στην κοινωνία εντοπίζεται και στα δύο ποιήματα που εξετάζουμε. Στο «Ο κλέφτης» του Ραγκαβή η εξέγερση στρέφεται κατά των κατακτητών, ενώ στο «Μία νυξ» του Μιχαηλίδη αυτή αφορά τις επίμεμπτες σε κοινωνικό επίπεδο συμπεριφορές που είδαμε πιο πάνω. Η θεματική αυτή ομοιότητα ανάμεσα στα δύο ποιήματα θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαία ή αμελητέα, αν ο συνειδητός εκ μέρους του Μιχαηλίδη «διάλογος» με το ποίημα του Ραγκαβή, όχι μόνο ως προς τη μετρική οργάνωση, αλλά και ως προς τη θεματική, δεν τεκμηριωνόταν με στοιχεία από το ποίημα που σχολιάζουμε. Πιο συγκεκριμένα, το θεματικό στοιχείο του δόλιου κόσμου υπάρχει και στα δύο ποιήματα. Στο ποίημα του Ραγκαβή ο δόλος, η αδικία και η ταύτιση του πλούτου με την κακία αντιπαραβάλλονται με την αρετή που είναι κρυμμένη στα λημέρια των κλεφτών : «Τον κόσμ’ ο δόλος διοικεί/ κ’ η άδικ’ ειμαρμένη./ Τα πλούτη έχουν οι κακοί,/ κ’ εδώ στους βράχους κατοικεί/ η αρετή κρυμμένη».[4] Παρόμοια, στο ποίημα του Μιχαηλίδη ο «δόλιος κόσμος» αποδεικνύεται πηγή κακών που συνδέονται με την επιδίωξη της εφήμερης δόξας και του πλούτου (Μιχαηλίδης: 2002, 46, στρ. 6=Ιωάννου: 2017, 65). Επομένως, στο ποίημα «Ο κλέφτης» η εναντίωση στην αδικία και στον πλούτο, ως πηγή κακών, επισφραγίζεται με τον θάνατο του ήρωα σε μια συμπλοκή με τους κατακτητές και με αυτό τον τρόπο η αρετή και η ελευθερία προβάλλονται ως ύψιστες αξίες. Στο «Μία νυξ» τίποτα δεν μπορεί να παρηγορήσει τον δυστυχισμένο νέο, ούτε και αυτή η έλευση της νέας ημέρας, καθότι η απελπισία του οφείλεται στην ερωτική απογοήτευση. Η μόνη διέξοδος για το ποιητικό υποκείμενο είναι η ευχή να αποκτήσει το σθένος, ώστε να μπορέσει να ζήσει χωρίς την αγαπημένη του (Μιχαηλίδης: 2002, 26, στρ. 16=Ιωάννου: 2017, 66).
Επομένως, ο ελεγειακός τόνος των δύο ποιημάτων διαφοροποιείται, καθότι στο «Ο κλέφτης» αυτός δεν φθάνει έως την απόγνωση, σε αντίθεση με το «Μία νυξ», όπου ακόμη και η έλευση της νέας ημέρας δεν επιφέρει την ανακούφιση του ποιητικού υποκειμένου, που εξακολουθεί να κατατρύχεται από την εντύπωση ότι ζει σε έναν εχθρικό κόσμο, με την «καρδιά φαρμακωμένη» (ό.π., στρ. 16: 46=66).  Μια ευρύτερη μελέτη του δίπολου ποιητής – κοινωνία στην ποίηση του Μιχαηλίδη, σε συνάρτηση με το ίδιο θέμα στην ποίηση του νεοελληνικού ρομαντισμού, θα ήταν ενδιαφέρουσα και ενδεχομένως θα αποκάλυπτε στον αναγνώστη μερικές αδιερεύνητες ακόμη όψεις και πτυχές της ποιητικής του Β. Μιχαηλίδη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γεωργαντά, Αθηνά, «“Ο κλέφτης” του Α. Ρ. Ραγκαβή. Ένας επαναστάτης ήρωας και ένα πολεμικό εμβατήριο», Μνήμων 13 (1991) 25-47.
Ιωάννου, Κυριάκος, Φωτοαναστατική ανατύπωση των σπάνιων ποιητικών συλλογών του Βασίλη Μιχαηλίδη Η ασθενής λύρα (1882), Ποιήματα 1911, Λευκωσία, Ηλ. Επιφανίου, 2017.
Μιχαηλίδης, Βασίλης, Άπαντα (επιμ. Γ. Κατσούρης), Λευκωσία, Χρ. Ανδρέου, 2002.
Ραγκαβής, Αλέξανδρος Ρίζος, Άπαντα τα φιλολογικά, τόμ. Α΄: Λυρική ποίησις, Εν Αθήναις, Τύποις Ελληνικής Ανεξαρτησίας, 1874.


Άνευ 65 (Χειμώνας 2017) 23-25.






[1] Γεωργαντά: 1991, 35.
[2] Ραγκαβής: 1874, 76.
[3] Γεωργαντά: 1991, 27.
[4] Ραγκαβής: 1874, 76, στρ. 4.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου