Λεωνίδας Γαλάζης
Τρόποι και
λειτουργίες της παρωδίας στην ποίηση του Τεύκρου Ανθία
Πρόδρομη
ανακοίνωση
Όπως είναι ευρέως
γνωστό, η ποίηση του Ανθία διαπνέεται από τις πανανθρώπινες αξίες της ειρήνης,
της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αγωνιστικότητας και της διεκδίκησης της
ελευθερίας. Στο γενικό αυτό πλαίσιο εντάσσεται το στοιχείο της πολεμικής, μέσω
της σατιρικής στηλίτευσης, στάσεων και συμπεριφορών που αντιβαίνουν στις πιο
πάνω αξίες ή και τις παραβιάζουν κατάφωρα. Όπως είναι επίσης γνωστό, η πολεμική
εναντίον διάφορων θεσμών ‒και ιδίως της εκκλησίας‒ εντοπίζεται με μεγαλύτερη
συχνότητα και πυκνότητα στις πρώτες ποιητικές συλλογές του Ανθία (Άγιε
Σατάν, ελέησόν με, 1930· Η Δευτέρα Παρουσία, 1931· To Πουργατόριο, 1931) και
συνδέεται με τον αφορισμό του από την Εκκλησία της Κύπρου.
Ωστόσο, η ενασχόλησή του με τη σατιρική ποίηση αρχίζει νωρίτερα, δεδομένου
ότι ήδη το 1927 δημοσιεύει στο Φραγκέλιο του Νίκου Βέλμου (1890-1930) ποιήματα
στα οποία στηλιτεύεται ο συντηρητισμός και η προγονολατρία στην εκπαίδευση,
καθώς και η κοινωνική αδικία.
Στα επόμενα χρόνια, όπως διαπιστώθηκε από τον αείμνηστο Ανδρέα Κλ. Σοφοκλέους
και άλλους μελετητές, ο Ανθίας ασχολήθηκε πιο συστηματικά σε τρεις περιόδους με
την επικαιρική σατιρική ποίηση. Στην πρώτη περίοδο (1937-1941) διατηρούσε τη
σατιρική στήλη της εφημερίδας Ελευθερία με το ψευδώνυμο Πεννοφόρος, στη
δεύτερη δημοσίευε με το ίδιο ψευδώνυμο σατιρικά ποιήματα στο περιοδικό Κυπριακή
Επιθεώρησις (1941-1945) και στην τρίτη (1956-1957) είχε τη σατιρική στήλη
«Τάδε έφη Ζεβεδαίος» στην εφημερίδα Χαραυγή, με το ψευδώνυμο Ζεβεδαίος.
Επομένως, ο όγκος των αθησαύριστων αυτών σατιρικών ποιημάτων (σύμφωνα με
τον βάσιμο υπολογισμό του Ανδρ. Κλ. Σοφοκλέους ανέρχονται γύρω στα χίλια)
επιβάλλει τόσο τη συγκέντρωση και έκδοσή τους όσο τη μελέτη τους, και ξεχωριστά
αλλά και σε συνάρτηση με το corpus των ποιητικών
του Απάντων. Την ίδια στιγμή, χωρίς να υπερτιμούμε την ποίηση του Ανθία,
θεωρούμε ότι η μελέτη της συνολικής ποιητικής παραγωγής του ενδέχεται να μας οδηγήσει
σε αναθεώρηση παγιωμένων εδώ και πολλά κριτικών προσεγγίσεων, με βάση τις
οποίες ο Ανθίας, «ενώ στάθηκε τόσο παραγωγικός και πληθωρικός και μολονότι δεν
του έλειψαν οι σοβαροί στόχοι, απόμεινε ποιητής μιας και μόνης συλλογής,
ετοιμόρροπης κι αυτής σήμερα […]» (Κ. Στεργιόπουλος) ή ακόμη ότι ο ίδιος «[…]
ενώ θέλει να είναι σατιρικός, δεν έχει στόφα σατιρικού» (Π. [=Κλ. Παράσχος).
Στην εργασία αυτή επιλέγουμε να εξετάσουμε το εύρος και τη χρήση της
παρωδίας σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των αθησαύριστων σατιρικών ποιημάτων
του Ανθία, υιοθετώντας ως υπόθεση εργασίας ότι
η παρωδία, που χρησιμοποιείται από τον ίδιο, ως μία από τις τεχνικές της
επικαιρικής σατιρικής του ποίησης, χρησιμοποιείται και σε ορισμένες από τις
δημοσιευμένες ποιητικές του συλλογές. Ας σημειωθεί ότι έχουν προηγηθεί πρόσφατες
μελέτες γύρω από συγκεκριμένες αθησαύριστες παρωδίες του Ανθία, με τις οποίες
διαλέγεται δημιουργικά αφενός με την ποίηση του Βάρναλη και αφετέρου με την
εκκλησιαστική υμνογραφία.
Από τη μελέτη των Απάντων του Τεύκρου Ανθία (1962), καθώς και των μεταγενέστερων
ποιητικών του συλλογών Κυπριακή τραγωδία (1965), Λαμπρακιάδα
(1966) και Σ’ αγαπώ (1966), διαπιστώνουμε ότι η παρωδία εντοπίζεται
κυρίως στις πρώτες «οργισμένες» συλλογές του, που αναφέραμε πιο πάνω. Στις
συλλογές αυτές με την αξιοποίηση διακειμένων από την εκκλησιαστική γραμματεία,
και με την παρώδηση της εκκλησιαστικής υμνογραφίας και γλώσσας, υπηρετείται ο
βασικός στόχος της πολεμικής κατά της θρησκείας, των κληρικών και της
εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Αντίστοιχα, σε ένα μέρος των αθησαύριστων σατιρικών
ποιημάτων του Ανθία αξιοποιείται η παρωδία που βασίζεται στη χρήση υμνογραφικών
διακειμένων και στην σατιρική τους ανατροπή, με στόχο τη στηλίτευση της
εκκλησίας και των εκπροσώπων της. Προτού επικεντρωθούμε στον σχολιασμό αυτών
των κειμένων, σημειώνουμε ότι, ενώ στα αθησαύριστα σατιρικά ποιήματα είναι πολύ
συχνή η παρώδηση δημοτικών τραγουδιών και ενίοτε ρεμπέτικων ή άλλων τραγουδιών
της περιόδου του Μεσοπολέμου, στην υπόλοιπη δημοσιευμένη σε αυτοτελείς τόμους
ποίηση του Ανθία ο διακειμενικός διάλογος με το δημοτικό τραγούδι, δεν στοχεύει
κατά κανόνα στη σάτιρα και στην ανατροπή, αλλά συχνότερα στην εξύμνηση και στην
προβολή προτύπων και αξιών. Πάντως, οι απηχήσεις του δημοτικού τραγουδιού
γενικά στην ποίηση του Ανθία είναι εκτεταμένες και γι’ αυτό αξίζει να
διερευνηθούν σε ειδική μελέτη.
Μολονότι στα Σφυρίγματα του αλήτη (1929) δεν εντοπίζονται ολοκληρωμένες
παρωδίες, δεν λείπουν ορισμένα ψήγματα παρωδίας, αν ληφθεί υπόψη ότι η πρόταξη
στο ποίημα «Η προσευχή του αλήτη» του επινίκιου ύμνου «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος
Κύριος Σαβαώθ […]» λειτουργεί ειρωνικά, καθότι στο κύριο σώμα του ποιήματος ο
ύμνος αυτός αποδομείται ανελέητα. Εξάλλου, στην ίδια συλλογή δεσπόζει το κλίμα
και η ατμόσφαιρα του ρεμπέτικου τραγουδιού και της ευρύτερης κοινωνικής
πραγματικότητας του Μεσοπολέμου, που συνδέεται με την αλητογραφία. Η συνομιλία
του Ανθία με το ρεμπέτικο τραγούδι και μερικές φορές η παρώδησή του εντοπίζεται
και στη συλλογή του Δευτέρα Παρουσία
και ευκρινέστερα στα αθησαύριστα σατιρικά του ποιήματα.
Ένα παράδειγμα, λοιπόν, αυτής της συνομιλίας είναι το αθησαύριστο ποίημα
«Ιερά εξέτασις» (Ελευθερία, 24 Αυγ. 1937), στο οποίο ο ψευδώνυμος
Πεννοφόρος (=Τ. Ανθίας) παρωδεί το ρεμπέτικο τραγούδι «Οι μπαγλαμάδες»
(αγνώστου συνθέτη), αφορμώμενος από την έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στο
Παγκύπριο Γυμνάσιο το Καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, μετά την απόφαση για απόλυση
καθηγητών και τον δημόσιο διάλογο που ακολούθησε, ιδίως μεταξύ του προέδρου της
Σχολικής Εφορείας Θεμιστοκλή Δέρβη και δύο φιλολόγων του σχολείου, των Παύλου
Ξιούτα και Κυριάκου Χατζηιωάννου, που τις επόμενες δεκαετίες αναδείχθηκαν σε
σημαντικές μορφές των Γραμμάτων στην Κύπρο. Παραθέτουμε τα δύο αυτά ποιήματα:
ΙΕΡΑ
ΕΞΕΤΑΣΙΣ
Γύρω – γύρω
Δέρβησ…άδες
και στη
μέση…, Παλαμάδες
–ήτοι «μαλλιαρά»
βιβλία.
Δεν καπνίζουνε
το «μαύρο»,
«τόνα πόδι απάνω
στ’ άλλο».
Συνεδριάζ’ η
Εφορεία!
Έρχονται κατά
δυάδες
με διόπτρας και
βελάδες
όλοι οι…
«καθηγητάδες».
Και ο Άρχων των
εφόρων
Ξιούταν τον
μαστιγοφόρον
εξετάζει στην
αρχή:
‒Λέγε εσύ, ω
ανθρωπάριον:
Το «οσπίτιον»
και τ’ «οψάριον»
Πώς τα λέμε αρχαϊστί;
Και ο Ξιούτας
απαντά:
‒Κοίταξε τα
λεξικά!
Τότε… παύεται εν
τῳ άμα,
κ’ ερωτάται ο
Κυριάκος,
ο εξ Άχνας
ανθρωπάκος:
‒Ποίον το
αρσενικόν
Της λέξεως
«πρωτόκολλον»;
‒Ονομαστική ο
«πρωτό-κολλος»
γενική «του πρωτο-κόλλου»…
‒Πας και συ κατά
διαβόλου…
αποφαίνετ’ η
Εφορεία
και… τελειώνει η
συνεδρία!
Ο ΠΕΝΝΟΦΟΡΟΣ
ΟΙ ΜΠΑΓΛΑΜΑΔΕΣ
Στους απάνω μαχαλάδες
πιάσανε τρεις ντερβισάδες.
Και τους βάλαν στη βαγόνα
καί τους πήγαν στη Στρατώνα.
Γύρω γύρω ντερβισάδες
και στη μέση μπαγλαμάδες.
Καί φουμάρανε μαυράκι
κι έτσι κάνανε μεράκι
καί χορεύαν ζεϊμπεκάκι
κι έτσι κάνανε μεράκι.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι με το ποίημα «Ιερά εξέτασις» του Ανθία
απομακρυνόμαστε από το μεσοπολεμικό συγκείμενο της ταβέρνας, της χρήσης
ναρκωτικών ουσιών και της επακόλουθης δίωξης των χρηστών, που εντοπίζεται στο
τραγούδι «Οι μπαγλαμάδες», και μεταφερόμαστε στον χώρο της κυπριακής Μέσης
Εκπαίδευσης του τέλους της δεκαετίας του 1930. Το ποίημα «Ιερά εξέτασις» του
Ανθία δημοσιεύθηκε στον απόηχο του δημόσιου διαλόγου που αναπτύχθηκε τον
Αύγουστο του 1937, μετά τη δίκη και την απόλυση του καθηγητή Ι.Γ. Ιωαννίδη,
καθώς και μέσα στο γενικότερο κλίμα αμφισβήτησης από τον Θ. Δέρβη της ποιότητας
της παρεχόμενης εκπαίδευσης στο Π. Γυμνάσιο. Ο διάλογος αυτός δεν περιορίστηκε
μόνο σε συνδικαλιστικά ζητήματα, αλλά και σε ιδεολογικά, καθότι ο Δέρβης
θεωρήθηκε από τους δύο φιλολόγους και τους υποστηρικτές τους ως εκφραστής του
συντηρητισμού. Αντίθετα, ο πρώτος υποστήριζε ότι εκείνοι υποκινούνταν στις
ενέργειές τους από τη συμπάθεια που έτρεφαν, κατά την άποψή του, για την
αριστερή ιδεολογία.
Είναι δε αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η δημόσια αυτή αντιπαράθεση δεν
σχολιάζεται μόνο ποιητικά, μέσω της παρωδίας, από τον Ανθία, αλλά και με ένα
άρθρο του υπό τον τίτλο «Προς όλους τους Κυπρίους διανοουμένους», στο οποίο
εκφράζει τη συμπάθειά του προς τους Π. Ξιούτα και Κ. Χατζηιωάννου, τους οποίους
θεωρεί προοδευτικούς και αξιόλογους επιστήμονες στους τομείς της ιστορικής και
λαογραφικής επιστήμης. Σημειώνει ότι άδικα κατηγορήθηκαν «ως σοβιετίζοντες»,
ενώ υπογραμμίζει ότι, με αφορμή τα εν λόγω γεγονότα, καταπολεμήθηκε η δημοτική
γλώσσα: «Κ’ είδαμε ακόμη να χτυπιέται η δημοτική ‒η γλώσσα του λαού‒ με την
απειλή πως θα ξεκαθαριστούν απ’ το Γυμνάσιο όλοι οι Δημοτικισταί ‒δηλαδή
εκείνοι που διοχέτευσαν καινούργιο αίμα στ’ ανώτερα σχολεία μας». Τέλος, καλεί
τους διανοουμένους σε διαμαρτυρία για όσα συνέβαιναν και τα οποία συνιστούσαν
προσβολή «του λαού και των ανθρώπων των γραμμάτων».
Ας επανέλθουμε, όμως, στα ίδια τα συνεξεταζόμενα ποιήματα. Με βάση την
τυπολογία των λειτουργιών της παρωδίας που προτείνεται από την Κ. Κωστίου,
εντοπίζουμε στο ποίημα «Ιερά εξέτασις» του Τ. Ανθία συνδυασμό δύο λειτουργιών,
δηλαδή της αρνητικής κριτικής μέσω της διακωμώδησης και της άσκησης ύφους ή
παιγνιώδους ενασχόλησης.
Από τη συνανάγνωση του
κειμένου-προτύπου και της παρωδίας του συνάγεται ότι η αρνητική κριτική μέσω
της διακωμώδησης επιτυγχάνεται, ανάμεσα σε άλλα, και με τον λανθάνοντα παραλληλισμό,
αφενός, του χώρου συνεδριάσεων της σχολικής εφορείας με τον χώρο της ταβέρνας
και γενικότερα του περιθωρίου, στον οποίο συχνά γινόταν χρήση ναρκωτικών ουσιών
και, αφετέρου της σύλληψης και κράτησης των «ντερβισάδων» με την απόλυση των
καθηγητών. Με την ποιητική αυτή σκηνοθεσία διακωμωδείται η συνεδρία και
αμφισβητείται η εγκυρότητά της. Παράλληλα με το λογοπαίγνιο «Δέρβης… άδες –
δερβισάδες», την ειρωνική χρήση του πληθυντικού αριθμού: Παλαμάδες, αντί
Παλαμάς, καθώς και με το κράμα καθαρεύουσας και δημοτικής, επιτυγχάνεται η
παιγνιώδης ενασχόληση που δεν συνιστά αυτοσκοπό, αλλά υπηρετεί τη σατιρική στόχευση
του κειμένου. Σε αυτή την περίπτωση ο στόχος της ανθιακής σάτιρας, ο «Άρχων των
εφόρων» (=Θ. Δέρβης), παρουσιάζεται να αυθαιρετεί, στο πλαίσιο μιας παρωδίας
δίκης.
Εκτός από τραγούδια, ο Ανθίας πολύ συχνά παρωδεί και εκκλησιαστικά κείμενα,
ιδίως στις ποιητικές συλλογές που δημοσίευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Στη συλλογή Άγιε Σατάν, ελέησόν με δεν εντοπίζουμε εκτεταμένη χρήση της
παρωδίας, παρά τον μαχητικό και εν πολλοίς σατιρικό τόνο των περισσότερων
ποιημάτων του βιβλίου.
Ας σημειωθεί ότι με τον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου αυτού παρωδείται η ρήση:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Επιπλέον με το εισαγωγικό ποίημα της
συλλογής, υπό τον τίτλο «Προσευχή», δεν έχουμε παρά μια παρωδία προσευχής, αν
ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο δυστυχής ομιλητής του ποιήματος, αφενός
αναφέρεται στην αναγκαιότητα μιας εξέγερσης και, αφετέρου, παρακαλεί τον Σατάν
να βοηθήσει τα βήματά του, τώρα που «έχει γεράσει ο Θεός».
Στη Δευτέρα Παρουσία η αντικληρική σάτιρα του Ανθία, που προκάλεσε
την οργισμένη αντίδραση της Εκκλησίας της Κύπρου και τον αφορισμό του,
βασίζεται εν μέρει στην παρωδία πότε της δημοσιογραφικής και πότε της
εκκλησιαστικής γλώσσας, με στόχο, όπως εξηγούσε ο ίδιος ο ποιητής, δώδεκα
χρόνια μετά από την έκδοση του βιβλίου, όχι να δικάσει «τον Χριστιανικό Θεό, μα
τον Θεό των Καλογήρων, όπως τον καταντήσανε οι Καλόγηροι, τον βλοσυρό,
εκδικητικό και τρομοκράτη, τον Θεό των τύπων και των προλήψεων, τον Θεό που “εν
ονόματί” του οι ισχυροί εκμεταλλεύονται τη φτωχολογιά, τον Θεό των εμπόρων της θρησκείας
[…]».
Ο θάνατος του Θεού παρουσιάζεται στο βιβλίο με την παρωδία της δημοσιογραφικής
γλώσσας: «Περί ώραν μίαν μεταμεσονύκτιον, / […] βέβηλον πλήθος, μένεα πνέον /
[…] και φέρον ρούβλια εν θηλακίοις […] / κατακρημνίσαν τον θείον του οίκον, / αφήκεν
άπνουν υπό τους λίθους/ αυτόν, όνπερ κηδεύομεν νεκρόν».
Επιπλέον, στο ίδιο βιβλίο αξιοποιείται από τον ποιητή η τεχνική του pastiche,
μέσω της παράθεσης ελαφρώς παραλλαγμένων στίχων από το κείμενο-πρότυπο.
Συγκεκριμένα, στον διάλογο του Θεού με το πλήθος των στασιαστών εργατών
εντοπίζεται η σύζευξη της παρωδούμενης εκκλησιαστικής γλώσσας με ένα ελαφρώς
παραλλαγμένο παράθεμα των πρώτων δύο στίχων του ποιήματος του Αριστοτέλη
Βαλαωρίτη «Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως»:
‒«Πώς μας
θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου;
Πες μας, ω
στόμαχε ευτραφής, πού βρίσκεται ο Θεός σου;»
‒Εγώ είμαι,
λέει, ο Σαβαώθ, και σεις τα πλάσματά μου.
Τεκνία! Όλοι
προσέλθετε υπό τα πτερύγιά μου».
Παρόμοια, σε πολλά σημεία της ποιητικής συλλογής Πουργατόριο η
σατιρική στόχευση του Ανθία υπηρετείται από την παρώδηση της εκκλησιαστικής
υμνογραφίας. Η λειτουργία της παρωδίας που δεσπόζει εδώ, με βάση την
κατηγοριοποίηση της Κωστίου, είναι «η αρνητική κριτική μέσω διακωμώδησης» και
ειδικότερα της βεβήλωσης του προτύπου ιερού κειμένου». Με αυτό τον τρόπο
σατιρίζεται η υποκρισία και ο φαρισαϊσμός του κλήρου, η λαγνεία, η λαιμαργία
και τα διάφορα άλλα μειονεκτήματά του. Στο Β΄ Μέρος της συλλογής αυτής, υπό τον
τίτλο «Το δράμα» αποδίδεται με ενάργεια το μίσος και η επιθετική στάση των μη
προνομιούχων έναντι της άρχουσας τάξης, καθώς και η επανάστασή τους με
επιδιωκόμενο αποτέλεσμα την εξόντωση των εκμεταλλευτών. Η ανησυχία των
εκπροσώπων του κλήρου και πιο συγκεκριμένα των μοναχών για την απώλεια των
κεκτημένων τους, αποτυπώνεται μέσω της παρωδίας του 140ού Ψαλμού του
Δαβίδ: «ΚΥΡΙΕ, ἐκέκραξα πρὸς σέ, εἰσάκουσόν μου· πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς
μου ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς σέ. Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν
σου, ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή».
Στην ανθιακή παρωδία του ψαλμού, με την επιλογή συγκεκριμένων γλωσσικών
τύπων του κειμένου – προτύπου αντιστρέφεται το κατανυκτικό ύφος της ταπείνωσης,
της μετάνοιας και της εγκαρτέρησης, που το διαπνέουν, σε μια εγωκεντρική και
ωφελιμιστική παράκληση των μοναχών προς τον Θεό, ώστε αυτοί να διατηρήσουν την
κτηματική τους περιουσία:
Κύριε,
εκέκραξα προς σε, εισάκουσόν μου…
Απόλλυμι το
σμήνος των πιστών μου…
[…]
Εισάκουσόν μου, Κύριε, μη χρονίσεις!...
Επαύλεις,
περιβόλια και βρύσεις,
γραμμάτια
ληξιπρόθεσμα και κτήματα,
[…]
ρακένδυτοι, γυμνοί και ρυπαροί,
αναιδώς
επιβουλεύονται συλήσαι».
Στη συνέχεια, μέσω της παρωδίας του ίδιου ψαλμού, αντιστρέφεται επιπλέον το
συνολικό νόημα του αρχικού κειμένου, στο οποίο εξαίρεται η φιλευσπλαχνία του
Θεού, και αντίθετα προβάλλεται η εκδικητικότητά του, καθότι αναμένεται από
αυτόν να «ρίψει εξ ύψους των ουρανών πληγάς Φαραώ καθ’ εκατοντάδας […], λόγχας
απείρους και θωρηκτά, σωρόν μεγάλων υποβρυχίων και πλήθος άμετρον αερίων μεστών
εκ θείων δηλητηρίων», ώστε να καταπολεμήσει και να υποτάξει «τους ταραξίας,
αυτά τα σπέρματα των δαιμόνων»,
δηλαδή τον εξοργισμένο λαό που απειλεί τα συμφέροντα του κλήρου. Ακολούθως, για τη στηλίτευση της
αρπακτικότητας και της απληστίας του ανώτερου κλήρου, παρωδείται από τον Ανθία
μέρος του 79ου ψαλμού του Δαβίδ: «ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ἐπίστρεψον δή,
καὶ ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε καὶ ἐπίσκεψαι τὴν ἄμπελον ταύτην καὶ κατάρτισαι
αὐτήν, ἣν ἐφύτευσεν ἡ δεξιά σου, καὶ ἐπὶ υἱὸν ἀνθρώπου, ὃν ἐκραταίωσας σεαυτῷ».
Στο Πουργατόριο ο «Χρυσόντυτος αρχιερεύς», παρερμηνεύοντας το ιερό
κείμενο και ταυτίζοντας την άμπελο με την εκκλησιαστική ακίνητη ιδιοκτησία,
αναφωνεί:
«Επίβλεψον
εξ ουρανού, Κύριε, Κύριε,
την άμπελον
ημών ίδε και επίσκεψαι.
Λησταί κατά
μυριάδας επιτίθενται
ζητούντες
των καρπών της την ωφέλειαν, […].
Συ, Πάτερ,
όμως ‒δίκαιος κ’ ευθύς
ως είσαι
‒θεία χάριτι προώρισας
και ως
προίκα ημίν την άμπελον εδώρισας
(ως μαρτυρεί
και το Κτηματολόγιον)
Και ημείς
σοι πέμπομεν ως αντάλλαγμα
«κηρόν
αγνόν» τε και «ευχολόγιον».
Γενικότερα, στο Πουργατόριο, τα εκκλησιαστικά διακείμενα
ενοφθαλμίζονται στον κορμό του ποιητικού κειμένου παραλλαγμένα και
τροποποιημένα με τέτοιο τρόπο, ώστε πλέον χάνουν τη μεταφυσική τους διάσταση
και χρησιμοποιούνται από τον ποιητή για την αποτύπωση του αγώνα της εργατικής
τάξης να αποτινάξει την εκμετάλλευση του ανώτερου κλήρου και γενικότερα της
άρχουσας τάξης. Ένα επιπλέον παράδειγμα αυτής της πρακτικής είναι η αξιοποίηση
από τον Ανθία στίχων από τους «Χαιρετισμούς προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον», με
την τεχνική του pastiche, όπου η
εξύμνηση της Θεοτόκου αντικαθίσταται από την εξύμνηση της δύναμης και της
αποφασιστικότητας της εργατικής τάξης:
Να! το
λοιπόν «η γέφυρα η μετάγουσα»
απ’ τα
πλούτη και τον ύπνο στην εξέγερση.
«Χαίρε ύψος
δυσθεώρατον» σοφίας μηχανικής!
«Χαίρε,
λοιπόν, βάθος αμέτρητον» επιμονής εργατικής.
Η χρήση της ίδιας τεχνικής, δηλαδή της απομίμησης ποιητικών κειμένων και
της συρραφής μοτίβων (pastiche), εντοπίζεται
στο Γ΄ Μέρος του Πουργατόριου («Φινάλε»), όπου με τον εύστοχο συνδυασμό
τεσσάρων διακειμένων σατιρίζεται ανελέητα η φιλοχρηματία, η λαγνεία και ποικίλα
άλλα ελαττώματα μερίδας του κλήρου και γενικότερα υπηρετείται η αντικληρική
σάτιρα του βιβλίου που σχολιάζουμε. Πιο συγκεκριμένα, τα διακείμενα που
συρράπτονται από τον Ανθία είναι: α) Οι πρώτοι δύο στίχοι του δημοτικού
τραγουδιού «Της Αγια-Σοφιάς», β) το χωρίο «αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τυμπάνῳ καὶ χορῷ, αἰνεῖτε
αὐτὸν ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνῳ»,
από
τον 150ό ψαλμό του Δαβίδ, γ) η αρχική φράση από το νεκρώσιμο ευλογητάριο και δ)
η φράση από το Μεγάλο Απόδειπνο «Κύριε τῶν Δυνάμεων, μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ». Ως
αποτέλεσμα του συνδυασμού αυτού και μέσω της βεβήλωσης των ιερών κειμένων,
παρωδούνται ταυτόχρονα οι τελετές του γάμου και της κηδείας με στόχο την
ανάδειξη του γεγονότος ότι πολλοί κληρικοί δεν είναι άξιοι του σχήματος και της
αποστολής τους:
«Των
αγίων ο χορός» ‒ άλλοι πίσω κι’ άλλοι ομπρός‒
ψέλνουν με
βραχνή φωνή
Βυζαντινιστί:
«Ησαΐα
χόρευε» πάντα στο κρεβάτι
Με την άγια
Μαριωρή πούναι τόσο αφράτη…
«Κύριε των
δυνάμεων μεθ’ ημών γενού»…
[…] Λίγη
γνώση δώρισε στο μικρό τους νου […]
«Σημαίν’ η
γη, σημαίνει ο Θεός, σημαίνουν τα ουράνια».
Σημαίνει κ’ η αγιά Λουλού, το μέγα
μοναστήρι.
Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι στο Πουργατόριο έχουμε πιο
εκτεταμένη αξιοποίηση της παρωδίας, σε σύγκριση τόσο με τις πρώτες τρεις συλλογές
του Ανθία όσο και με όλες τις μεταγενέστερες. Ειδικότερα, στη συλλογή αυτή
δεσπόζει εύλογα η παρωδία εκκλησιαστικών κειμένων, η οποία εντοπίζεται σε
αρκετά από τα αθησαύριστα σατιρικά του ποιήματα, ορισμένα από τα οποία έχουν
ήδη σχολιαστεί σε άλλη μας μελέτη.
Στα ποιήματα αυτά η παρωδία κυρίως λειτουργεί στο πλαίσιο της επικαιρικής
στηλίτευσης στάσεων και συμπεριφορών συγκεκριμένων κληρικών, καθώς και των
προσκείμενων σε αυτούς παραεκκλησιαστικών κύκλων.
Φυσικά τα εκκλησιαστικά κείμενα δεν παρωδούνται στην ανθιακή ποίηση πάντοτε
με στόχο αποκλειστικά την αντικληρική σάτιρα. Ενδεικτικά αναφέρουμε το αθησαύριστο
ποίημα «Μακαριότητες!» (Ελευθερία, 17 Σεπτ. 1939), όπου ο Ανθίας δανείζεται το λεκτικό των Μακαρισμών,
κατά την Επί του Όρους Ομιλία του Χριστού, για να σχολιάσει ειρωνικά τις
συνθήκες στέρησης και δυσπραγίας που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την έναρξη του
Β΄ Παγκόσμιου πολέμου. Ψέγεται σε αυτό ακόμη η τάση των εμπόρων να
εκμεταλλεύονται τον λαό και να πλουτίζουν, ενώ με αυτοειρωνικό τόνο σχολιάζεται
το γεγονός ότι το ποιητικό υποκείμενο μόνο ζημίες έχει να παρουσιάσει:
Μακάριος
ο δυνάμενος να ζήσει
σαν τ’
ουρανού και της γης τα πετεινά.
Σ’ αυτή την
εποχή δεν θα πεινά,
γιατί… θα
βρίσκει κάτι να τσιμπήσει […]
Μακάριοι κι’
όσοι δεν έχουν συνηθίσει
χίλια τοις
εκατόν κέρδος να παίρνουν
και ζωντανόν τον
κόσμο όλο να γδέρνουν,
γιατί τα μαγαζιά
τους θάχαν κλείσει.
Εξάλλου, τα εκκλησιαστικά διακείμενα δεν είναι το μόνο μέσο που
χρησιμοποιεί ο Τ. Ανθίας για τη σάτιρα εναντίον του κλήρου, καθώς και
μεμονωμένων λειτουργών του. Λόγου χάρη στην ενδιαφέρουσα παρωδία της
«Φαρμακωμένης» του Δ. Σολωμού το κείμενο – πρότυπο αξιοποιείται ακριβώς με τον
πιο πάνω στόχο. Στο αθησαύριστο, λοιπόν, σατιρικό ποίημα «Η Φαρμακωμένη!» (Ελευθερία,
8 Ιαν. 1938) ο Ανθίας παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τη στροφική και μετρική
οργάνωση του προτύπου του, τις τετράστιχες στροφές, το αναπαιστικό μέτρο, με
την εναλλαγή δεκασύλλαβων και εννιασύλλαβων στίχων, καθώς και τη μερική ομοιοκαταληξία δεύτερου και τέταρτου
στίχου. Οι τρόποι με τους οποίους συνυφαίνεται η παρωδία στην περίπτωση αυτή
είναι, μεταξύ άλλων, η τροποποίηση της ρητορικής εκφοράς, η δραστική
εγκατάλειψη του τόνου του αρχικού ποιήματος, καθώς και της μεταφυσικής και
ιδεαλιστικής του ατμόσφαιρας.
Πιο συγκεκριμένα, ενώ στο σολωμικό ποίημα ο λόγος εκφέρεται από τον ομιλητή
– ενδοκειμενικό ποιητή, ο οποίος απευθύνεται στη νεκρή φίλη του, στην ανθιακή
παρωδία ομιλήτρια είναι Ελένη, η ερωμένη ενός κληρικού, που βρίσκεται όπως και
εκείνος στη φυλακή, μετά από ένα ερωτικό σκάνδαλο στην Κωνσταντινούπολη:
Τα
τροπάρια μου τάλεγες όλα
τούτο μόνο
δεν θέλεις το πει
τούτο μόνο
δεν θέλεις τακούσει
αχ! Στο
φρέσκο σε κλείσανε οι σκληροί!
Στην ωραία
Σταμπούλ, είχες κάνει
γκαρσονιέρα
του Κυρίου τον Οίκον,
κι εκεί πέρα
εκτελούσες μαζί μου
ευσεβώς το
σεπτό σου καθήκον…
Είναι, επομένως, προφανές ότι στην ανθιακή παρωδία ο ελεγειακός τόνος της
σολωμικής «Φαρμακωμένης» αντικαθίσταται από την ειρωνική αποτύπωση της λαγνείας
του κληρικού, που αποτελεί τον σατιρικό στόχο του ποιήματος. Παράλληλα, η
μεταφυσική διάσταση του αρχικού κειμένου δεν υπάρχει στην παρωδία, καθότι ενώ
στο πρώτο η δικαίωση της φαρμακωμένης επέρχεται μετά θάνατον, στο δεύτερο, η
δικαίωση θα επέλθει επί γης με την αποφυλάκιση του ζεύγους και χωρίς την εκ
μέρους τους μετάνοια.
Βέβαια, με τον πρώτο αυτό σχολιασμό της ανθιακής «Φαρμακωμένης» δεν
εξαντλούνται τα ποικίλα φιλολογικά ζητήματα που προκύπτουν από τη μελέτη αυτής
της παρωδίας. Το σημαντικότερο από αυτά είναι η ταύτιση των δύο προσώπων του
ποιήματος, της Ελένης και του κληρικού, με πραγματικά πρόσωπα, ώστε να
προσδιοριστεί η επικαιρική αφορμή με βάση την οποία ο Ανθίας έγραψε το ποίημά
του. Με άλλα λόγια, ενώ για τη σολωμική «Φαρμακωμένη», γνωρίζουμε επακριβώς το
πραγματικό γεγονός που αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης του ποιητή,
δεν ισχύει το ίδιο για την ανθιακή παρωδία, στο παρόν στάδιο τουλάχιστον.
Η εκ του σύνεγγυς επεξεργασία του ποιήματος ‒ προτύπου και η πιστή γενικά
διατήρηση της στροφικής και μετρικής του οργάνωσης ή της ρητορικής του εκφοράς,
με στόχο «την ανάπλαση ή την αναδημιουργία» του, που εντοπίζεται στην ανθιακή
παρωδία της «Φαρμακωμένης» του Δ. Σολωμού, εφαρμόζεται από τον Ανθία και σε
άλλες αθησαύριστες παρωδίες όπως είναι, λόγου χάρη, ο «Ύμνος στον τιμάριθμο»,
στον οποίο παρωδούνται οι πρώτες δύο στροφές του «Ύμνου εις την ελευθερίαν» του
Δ. Σολωμού»
και οι «Κακο-Μοιραίοι»,
όπου, μέσω της παρωδίας των «Μοιραίων» του Κ. Βάρναλη, σχολιάζεται με πικρή
ειρωνεία η κατάσταση που δημιουργήθηκε στους τότε πνευματικούς κύκλους του
νησιού, με αφορμή την κηδεία του Δημήτρη Λιπέρτη.
Στις περισσότερες, ωστόσο, παρωδίες, που εντοπίζονται στα αθησαύριστα
σατιρικά του ποιήματα, ο Ανθίας αφορμάται συνήθως από τους πρώτους στίχους των
ποιημάτων ‒ προτύπων του, τους οποίους παραθέτει, είτε αυτούσιους είτε ελαφρώς
παραλλαγμένους, για να αποδεσμευτεί στη συνέχεια από το λεκτικό τους και να
δημιουργήσει περισσότερο ελεύθερα, χωρίς βέβαια να αποδεσμεύεται απόλυτα από το
μορφολογικό πλαίσιο των αρχικών κειμένων. Στο ποίημα «Κλάματα», για παράδειγμα,
σχολιάζεται η επιστροφή των μαθητών στα σχολεία, κατά την έναρξη του σχολικού
έτους, με την παρώδηση του δημοτικού τραγουδιού «Του λαβωμένου κλέφτη»: «Κλαίνε
τα δέντρα κλαίνε,/ κλαίνε και τα κλαριά, / κλαίνε κ’ οι πιτσιρίκοι,/ πανοίγουν
τα σχολειά[…]».
Στην παρωδία «Γερο-Δήμος» ο Ανθίας αντλεί από το κλέφτικο δημοτικό τραγούδι
πρότυπο πάλι τους αρχικούς στίχους και τους εντάσσει σε νέα συμφραζόμενα,
καθότι θέμα του δικού του ποιήματος είναι το γήρας και η αναγκαστική πλέον
αποχή του ποιητικού υποκειμένου από την άστατη ερωτική ζωή: «Εγέρασα μωρές
παιδιά, / κορόιδο τόσα χρόνια, / τον ύπνο δεν εχόρτασα, / και τώρα νυσταγμένος
/ θέλω να πάω να κοιμηθώ / σε πάναγνα σεντόνια, / που δεν τα μόλεψε ευτυχώς /
των αρτιστών το γένος. […] / Μα τώρα πια απελπίστηκα, σαν… καλαμιά τσακίστηκα./
Ο γερο-Δήμος έσβησε, ο γερο-Δήμος πάει… / Πάει να γίνει άγιος / και δεν
ξαναγυρνάει!».
Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Ανθίας σε ορισμένα από τα αθησαύριστα σατιρικά του
ποιήματα συνομιλεί δημιουργικά επίσης με ποιήματα των Λ. Πορφύρα, Λ. Μαβίλη,
Κ.Π. Καβάφη και ενδεχομένως και άλλων ποιητών. Στο «Lacrimae rerum!», με το
οποίο παρωδείται το ομότιτλο ποίημα του Λ. Πορφύρα, ο ελεγειακός τόνος του
ποιήματος ‒προτύπου παύει να υπάρχει, όπως επίσης και η ερωτική προσήλωση του
ποιητικού υποκειμένου στη γυναικεία μορφή στην οποία απευθύνεται. Αντίθετα,
στην ανθιακή παρωδία η γυναίκα κατηγορείται για την καταστροφή που προκάλεσε
στη ζωή του ομιλητή: «Άχαρη! Το σπιτάκι μας ερήμαξε / απ’ τη ζωή σου τη
διαβολεμένη, / που ως βόμβα, τελευταίως το ανατίναξε / κι άφησε τη φωλιά μας…
χαλασμένη».
Τέλος, στο ποίημα «Ω μαύρη Τύχη!»
η ευδιάκριτη συνομιλία με τα καβαφικά «Τείχη», που εντοπίζεται στην πρώτη
στροφή, εγκαταλείπεται στις τέσσερις επόμενες στροφές του ποιήματος, στο οποίο
σχολιάζονται οι σχέσεις των δύο φύλων, όπως επηρεάζονται από τα νέα ήθη, κατά
τρόπο που δεν παραπέμπει στην καβαφική ποιητική:
Μεγάλα
και πελώρια τείχη
ύψωσες
γύρωθέ μου ω Τύχη,
και δεν
μπορώ να τα πηδήσω
άνδρα σωστόν
για να ζητήσω
μ’ ένα
φανάρι ή με κερί!
πόσο
αλλάξανε οι καιροί!
Συνοψίζοντας, διαπιστώνουμε ότι, από τη δειγματοληπτική εξέταση του ημίσεος
περίπου των αθησαύριστων σατιρικών ποιημάτων του Τ. Ανθία, με στόχο τη
διερεύνηση του κατά πόσον αξιοποιείται σε αυτά η παρωδία ως μία από τις
τεχνικές της σατιρικής ποίησης, προκύπτει ότι πολύ συχνά ο ποιητής την
αξιοποιεί, στο πλαίσιο της επικαιρικής «σάτιρας της ημέρας» που έγραφε στα
διάφορα έντυπα με τα οποία συνεργάστηκε. Ως εκ τούτου, είναι προφανές ότι δεν
είναι όλες οι παρωδίες που έχουμε εντοπίσει της ίδιας ποιότητας, αλλά ανάμεσα
σε αυτές υπάρχουν αρκετές ευφάνταστες και αριστοτεχνικές, που είναι αναγνώσιμες
και στην εποχή μας. Εξάλλου, από τη διερεύνηση της υπόθεσης εργασίας ότι η
παρωδία εντοπίζεται και στα αυτοτελή ποιητικά βιβλία του Τ. Ανθία διαπιστώνεται
ότι αυτή εντοπίζεται κυρίως στις «οργισμένες» συλλογές του των αρχών της
δεκαετίας του 1930, συχνότερα με τη μορφή του pastiche και σπανιότερα με τη μορφή της αυτοτελούς
και της εκ του σύνεγγυς παρώδησης κειμένων ‒ προτύπων. Το αντίθετο διαπιστώσαμε
ότι συμβαίνει στα αθησαύριστα σατιρικά ποιήματα που εξετάσαμε.
Τέλος, από την προκαταρκτική και πρόδρομη αυτή διερεύνηση και ανακοίνωση,
συνάγεται ότι επείγει η συγκέντρωση, η ταξινόμηση και η έκδοση του συνόλου των
αθησαύριστων σατιρικών ποιημάτων του Τ. Ανθία, που θα διευκολύνει τη σε βάθος
μελέτη γενικά της σατιρικής του ποίησης και των τεχνικών που χρησιμοποιεί σε
αυτήν ‒και ειδικότερα της παρωδίας. Με την προτεινόμενη έκδοση πιθανότατα θα
διαφοροποιηθεί η εικόνα της ανθιακής ποίησης που έχουμε σήμερα και αναμφίβολα
θα αναδειχθεί το παλίμψηστο της ποιητικής γραφής του Ανθία, με την οποία
υπηρετούσε το όραμά του για μια δικαιότερη κοινωνία, συχνότατα μέσω των
τεχνικών της πολεμικής και της ανατροπής, αλλά με πίστη στην οικοδόμηση ενός
καλύτερου κόσμου, στο πλαίσιο της ιδεολογικής του στράτευσης στην αριστερή
μαρξιστική ιδεολογία.
Ανακοίνωση στη ΙΣΤ΄ Διεθνή Επιστημονική Συνάντηση με τίτλο «Η πένα και το ξίφος: Η πολεμική στη νεοελληνική λογοτεχνία, φιλολογία και κριτική» που πραγματοποιήθηκε από την Παρασκευή 16 έως την Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020.
Copyright: Λεωνίδας Γαλάζης