Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΓΑΛΑΖΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΘΕΥΘ"



Λεωνίδας Γαλάζης
ΑΓΥΡΙΣΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ
Νόμιζες πως τα κορίτσια που χάνονταν για μέρες κυοφορούσαν την ανταρσία. Τα δάκρυα της ροδιάς δεν ωφελούσαν. Κι εσύ τα γύρευες στον ουρανό. Οι φλόγες που τύλιγαν το σώμα τους. Κι οι κρυψώνες τους. Με το πικρό ψωμί της αμαρτίας και τις ελιές. Κι οι γριές με σάπια μήλα στην ποδιά τους.
Ούτε που πρόσεχες πως σφύριζαν τα σκολιαρόπαιδα. Κι έπεφτες σ' ένα πηγάδι και τρέχαν τα κορίτσια που τόσες μέρες γύρευες στο δάσος. Πιο σκοτεινά με το χνούδι των κυδωνιών. Γυρεύοντας τα μυστικά τους στο πηγάδι. Πικρό ψωμί κι ελιές. Κι ύστερα κόλλυβα.
Και δεν μπορούσαν να σε δουν εκεί που πολεμούσες. Με τις δυνάμεις του θανάτου. Κι ύστερα τρέχαν στα ξωκλήσια να ξεπλύνουν τις πομπές των προγόνων μας. Μα του κορμιού τους κάθε κύτταρο διαπέρασαν οι ρύποι και τρέμανε.
Κι ας τις καλούσαν οι μάρτυρες τη σκλαβιά ν' αποσείσουν. Μα κείνες προσεύχονταν... Σκυλιά, πώς μαγαρίσατε της ύπαρξής μας κάθε χνάρι; Με τα γρόσια να κουδουνίζουν στα κεφάλια σας.

ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΜΕΝΟΥΝ
Οι μέρες μένουν εμείς φεύγουμε οι μέρες σαν σκληρές κοτρόνες γδέρνοντας τα πόδια μας αποδρούμε κι όλο γυρίζουμε στα ίδια κελιά οι φρουροί κάνουν πως δεν μας βλέπουν νομίζουμε πως το νερό στο ποτάμι είναι σημερινό μα είδε πολλών εχθρών τις απειλές.
Νερό του Θεού φωτιά στα σπλάχνα μας ανήσυχη κι ιδέες σαν περίστροφα στον κρόταφο πήγαινε καλύτερα με το ρεύμα θα σ' αφανίσουν οι δυνάμεις του νερού λαβωματιές στην ψυχή σε μάθαμε καλά
ξύπνα και κοίταξε τις ματωμένες πέτρες δεν είδες τους διαδηλωτές φαίνεται δεν άκουσες τις κραυγές ποιος άνεμος φύσηξε και σ' έφερε τα κουπιά σε περιμένουν ποια βάρκα σε ποιες ακρογιαλιές τις αναθυμιάσεις της ψυχής σου
πώς δεν άκουσες τις κραυγές τα στίγματα του φόβου πώς δεν είδες νόμισες πως θα στερέψει το ποτάμι δεν υπολόγισες την ηλικία του τις σθεναρές του αντιστάσεις λαός σαν θάλασσα στις στέγες, στα κλαδιά των ευκαλύπτων.

ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ
Ποτέ μας δεν προβλέψαμε ότι το χιόνι
θα τσάκιζε τη Θέλησή μας
Ποτέ μας δεν υπολογίσαμε τα πουλιά
με τα σπασμένα φτερά.

Πάλι καλά που τα παιδιά δεν είδαν και σήμερα
βαλσαμωμένες τις αντιστάσεις μας.
Για πόσο θα τα ξεγελούμε πια
με τα φριχτά μας χαμόγελα;

ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Εκείνοι που βυθίστηκαν
στο κράτος της σιωπής
κοιμούνται στον βυθό της φορτωμένοι
με σπάνια πετρώματα
κι ανθούς της τρικυμίας.

Τα όνειρά τους, όμως, ταξιδεύουν
στις αποικίες των κοραλλιών.
Κι ανθίζουν στο σκοτάδι σαν καρφιά
των οιδημάτων τ' άστρα.

Μέχρι τα βάθη του ύπνου τους
να λουλουδίσουν τ' άστρα
τα χελιδόνια να κρυφτούν
από τις μαύρες συμφορές αποδιωγμένα.

  ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΘΕΥΘ 1 (2015) 68-70.

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

ΚΥΜΒΑΛΑ ΧΡΥΣΑ



ΚΥΜΒΑΛΑ ΧΡΥΣΑ
Με σταγόνες ύμνων την υγειά μας είπαν θα βρίσκαμε. Αρκεί ν' ακολουθούσαμε τυφλά τη συνταγή τους. Τι δόξα κι αυτή! Ναυαγοί με ωσαννά στις ξέρες. Δείχναμε τις πληγές μας στους ρήτορες που βυθισμένοι σε θρόνους τα λόγια των σειρήνων καμάρωναν. Κι ούτε κουβέντα για τα σαπιοκάραβα των ναυαγών. Τους φωνάζαμε: “Αφήστε πια τους πληρωμένους υμνωδούς και τα μπαλόνια, κοιτάξτε τους ναυαγούς στα μάτια, δείτε τους σπασμένους αρμούς του φρονήματός τους, τα κουφάρια των παιδιών τους”. Μα κείνοι κύμβαλα τρελά, ενώ σειρήνες ύμνους έμμισθες ανέπεμπαν ... Μέχρι την άβυσσο του νου κύμβαλα, κύμβαλα χρυσά, κύμβαλα, κύμβαλα, κύμβαλα!

(26/04/15-05/09/15)
Λεωνίδας Γαλάζης

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Για την ποιητική συλλογή "Η άγνωστη φίλη" της Βικτωρίας Καπλάνη


Αθιβολή αποκοτιάς και πεθυμιάς οδύνη

Βικτωρία Καπλάνη, Η άγνωστη φίλη, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2015.


  


Στο  βιβλίο Η άγνωστη φίλη, που είναι η τέταρτη ποιητική συλλογή της Βικτωρίας Καπλάνη, η ποιήτρια ενορχηστρώνει την ποιητική αφήγηση θεατρικά, δεδομένου ότι αυτή,  στις ενότητες Α' και Γ' του βιβλίου, εκφέρεται από δύο φωνές, που ανήκουν είτε στο ίδιο ποιητικό υποκείμενο είτε σε δύο διαφορετικούς ομιλητές. Αυτός ο ρητορικός τρόπος δεσπόζει και στο Σημείο φυγής (2013), που είναι η τρίτη της συλλογή, και επισφραγίζει τη “διπλότητά” του, όπως έχει επισημανθεί από τη Λ. Τσιριμώκου (“Η ποίηση κεντά σιωπηλά ερωτήματα”: Ο Αναγνώστης, 6 Ιουλίου 2014: http://www.oanagnstis.gr). Η έκδηλη, λοιπόν, θεατρικότητα στο νέο βιβλίο της Καπλάνη συνυφαίνεται με μια τραγική αίσθηση της ζωής, που απορρέει, ανάμεσα σε άλλα, από την αδυναμία επικοινωνίας (βλέπε τα μοτίβα του λαβύρινθου, των επάλληλων και ενίοτε θρυμματισμένων καθρεφτών, των φόβων, των ονείρων), και από άλλα θεματικά στοιχεία, όπως είναι η σύγκρουση με την εξουσία και η συντριβή, η αέναη αλλαγή και ο χρόνος, ο έρωτας και η φθορά. Στην ποιητική γραφή συγχωνεύονται αφενός ο μύθος της Αριάδνης (Ενότητα Α') και η μορφή της μικρής σειρήνας, την οποία η ποιήτρια αντλεί από το ομώνυμο παραμύθι του Άντερσεν (Ενότητα Γ'), και αφετέρου τα διακείμενα από τον Ερωτόκριτο του Β. Κορνάρου, χωρίς να λείπουν και οι αναφορές σε πολιτισμικά μορφώματα του αρχαίου και του μεσαιωνικού ελληνισμού, με έμφαση στη θρησκευτική του διάσταση, ενώ η μεταφυσική του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου που δεσπόζει στη συλλογή παραπέμπει στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, η μορφή του οποίου συνδέεται με την Παναγία Παντοχαρά της Σικίνου. 
Τα 41 ποιήματα της συλλογής Η άγνωστη φίλη, με εξαίρεση το προλογικό “[Πρόσωπα του μύθου]”, αρθρώνονται σε τρεις ενότητες: Α'. Η Αριάδνη μένει εδώ, Β'. Η άγνωστη φίλη, Γ', Η Μικρή Σειρήνα στην πόλη. Ο ρητορικός τρόπος της “διπλής εκφοράς” του ποιητικού λόγου από τις διακριτές φωνές εντοπίζεται στις Ενότητες Α' και Γ'. Τα ποιήματα της ενότητας Β' γράφτηκαν “με αφορμή φωτογραφίες του Μιχάλη Διονυσίου” (ας σημειωθεί ότι και η ενότητα “Φωτο-Παίγνια” στο Σημείο φυγής περιλαμβάνει ποιήματα που “γράφτηκαν για την ομώνυμη σειρά φωτογραφιών του Λάζαρου Ιωαννίδη”) (Σημείο φυγής, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 7). Τα επτά ποιήματα της ενότητας Α' και τα 16 της ενότητας Γ' αριθμούνται χωρίς να φέρουν τίτλους, στοιχείο που παραπέμπει στη συγγραφική πρόθεση της δημιουργίας ποιητικών συνθέσεων που συνδέονται με ισχυρούς συνεκτικούς αρμούς, λειτουργώντας στο πλαίσιο μιας ευρύτερης σύνθεσης. Λαμβάνοντας υπόψη τους κοινούς στις δύο ενότητες ρητορικούς τρόπους και τις υφολογικές συγκλίσεις που τις συνέχουν, θεωρούμε ότι και η δεύτερη ενότητα εντάσσεται λειτουργικά στο όλον της ευρύτερης ποιητικής σύνθεσης, καθώς σ' αυτήν κυριαρχούν οι κυριότεροι θεματικοί άξονες αλλά και τα επιμέρους θεματικά στοιχεία και μοτίβα των άλλων δύο ενοτήτων, μολονότι εδώ δεν εντοπίζεται η διφωνική εκφορά του λόγου.
Η διφωνική αυτή εκφορά δεσπόζει στις ενότητες Α' και Γ': Η ποιητική αφήγηση αρχίζει στην ενότητα Α’ από μια γυναίκα της εποχής μας, η οποία έχει και τον τελευταίο λόγο στο έβδομο ποίημα. Ο εκφερόμενος λόγος της σύγχρονης γυναίκας σημαίνεται με όρθια γράμματα. Με πλάγια διακρίνεται ο λόγος  της γυναίκας των παλαιότερων εποχών, στον οποίο συγχωνεύονται οι φωνές των πλασμάτων του μύθου και του παραμυθιού. Αυτό το ποιητικό υποκείμενο έχει και τον τελευταίο λόγο στην ενότητα Γ' (και στη σύνολη ποιητική σύνθεση). Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο τελευταίος λόγος της διαχρονικής γυναίκας, στο καταληκτικό ποίημα του βιβλίου, αποτελεί προέκταση του εναρκτήριου λόγου της σημερινής γυναίκας στο πρώτο ποίημα της συλλογής:

               Από το πλοίο αχνοφέγγει του νησιού το περίγραμμα
               παίρνω πάλι το δρόμο και την αναζητώ
               θα 'χει -λέω- μεγαλώσει
               θα σε κοιτάζει τώρα με το δικό της πρόσωπο [...] (σ. 11)


Το μοτίβο της ερωτικής αναζήτησης, που εντοπίζεται στους πιο πάνω στίχους, διευρύνεται στους καταληκτικούς στίχους της συλλογής και αποκρυσταλλώνεται στο θέμα της αέναης κι ανειρήνευτης αναζήτησης, κατά το πρότυπο του Οδυσσέα:

               [...] η ζωή αρχίζει έξω από το λαβύρινθο
               όταν ο μίτος πέσει στα κύματα
               γίνει φανός θυέλλης
               ξαποστάσει στους φάρους των λιμανιών
               τότε οι άνθρωποι κλείνουν της ζωής τους
               τα μισογραμμένα κεφάλαια και αλλάζουν ρότα. (σ. 95)

Αν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η διαχρονική γυναίκα της ενότητας Α΄είναι η Αριάδνη, «ιέρεια των αρχαίων καιρών και του ιερού γάμου» (σ. 11), ο έρωτας, που είναι μια από τις δεσπόζουσες ισοτοπίες ολόκληρης της συλλογής, προσλαμβάνει μιαν ευρύτατη κοσμολογική διάσταση. Η μορφή της ιέρειας Αριάδνης είναι απόκοσμη και εξωλογική: θαρρώ μαζί μας μέσα στο πλήθος κι εκείνη / να γίνω ορατή εγώ η αόρατη; / Βαδίζει στα βήματα των προσκυνητών / αγγίζει με ιερό δέος τους τοίχους / [...] το σώμα της απαντοχή / χορδή άρπας μελωδική γραμμή / αθιβολή αποκοτιάς και πεθυμιάς οδύνη [...]» (21). Ταυτόχρονα, είναι μια γυναίκα «σαν όλες τις άλλες», μολονότι την ίδια στιγμή είναι προστάτιδα και καταφυγή όλων όσοι αναζητούν την αυτογνωσία (σ. 21). Τα ξωκλήσια της Σικίνου είναι οι χώροι των περιδιαβάσεών της και το σπίτι της βρίσκεται κοντά στο ιερό της Παντοχαράς, «να ’ρχεται η φωνή του ποιητή / να απολαμβάνει δειλινό / και επίγειο παράδεισο». Ο ποιητής εδώ δεν είναι άλλος από τον Οδυσσέα Ελύτη (http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=414471 09/08/2011, πρόσβαση: 21/06/2015), που φαίνεται να είναι ένας από τους δασκάλους της Βικτωρίας Καπλάνη, και στον οποίο η ίδια αποτίει φόρο τιμής, με τα ποιήματα της Α' ενότητας του βιβλίου.
Παράλληλα, στην ενότητα Γ΄της συλλογής συνυφαίνονται οι φωνές της μικρής σειρήνας του παραμυθιού και της σύγχρονης γυναίκας, με τη χρήση της τεχνικής του εσωτερικού μονολόγου, αν θεωρήσουμε ότι η γυναίκα της εποχής μας φέρει εντός της περισσότερες από μία φωνές ή ταυτότητες, ή του διαλόγου, αν δεχτούμε την άποψη ότι η γυναίκα του μύθου και του παραμυθιού είναι ένα ξεχωριστό πρόσωπο της ποιητικής αφήγησης. Κατ' αντιστοιχία, στην Α' ενότητα μπορούμε να μιλήσουμε για εσωτερικό μονόλογο ή διάλογο. Η σειρήνα, λοιπόν, στην ενότητα Γ' είναι μια έφηβος που προσμένει «χρόνια την έξοδο / από του παραμυθιού τις εντολές / στου χώματος και του ουρανού / τον προϋπάρχοντα κόσμο» (53). Ενώ η γυναικεία μορφή της πρώτης ενότητας (Αριάδνη) κινείται συχνά σε ημιορεινές περιοχές, η μικρή σειρήνα της ενότητας Γ΄κινείται στο θαλασσινό τοπίο («κοραλλένιοι τοίχοι / παράθυρα από κεχριμπάρι /στέγη με όστρακα στρειδιών [...]» (σ. 56) και επιδιώκει τη συνάντηση με τον αγαπημένο της στο οποίο απευθύνεται, επιδίωξη που στη συνέχεια γίνεται πόθος ([...] στο κατώφλι της πόρτας σου / φέγγει ο πόθος μου» (σ. 66). Ας σημειωθεί ότι και σ’ αυτή την ενότητα η γυναικεία μορφή είναι εξωλογική, απόκοσμη («’Εχω φωνή χροιά απόκοσμη / καθώς ανυψώνεται το σώμα μου / πάνω από την επιφάνεια του νερού») (σ. 74) και «ιδαλγός του ανέφικτου έρωτα» (σ. 78). Και στις δύο ενότητες ανιχνεύεται η διαρκής επιδίωξη των ποιητικών υποκειμένων να συναντηθούν και να επικοινωνήσουν. Πιο συγκεκριμένα, η σύγχρονη γυναίκα στην ενότητα Α΄φτάνει στο νησί και αναζητεί την ιέρεια Αριάδνη (σ. 11), τη συναντά πρόσκαιρα (σ. 12), και στη συνέχεια περιπλανιέται σε διάφορα μέρη, άλλοτε με την αίσθηση της απουσίας της και άλλοτε με την εντύπωση της νοερής και απόκοσμης παρουσίας της (σ. 21). Εξάλλου, στην ενότητα Γ΄ η επιδίωξη της συνάντησης και της επικοινωνίας είναι εσωτερικότερη και φαίνεται να οδηγείται σε τραγικό αδιέξοδο: φθαρμένες φωτογραφίες «από το τρωκτικό του χρόνου» (σ. 72), επώδυνη απουσία («η γυναίκα έφυγε από το κάδρο / τα ίχνη της αναζητούνται μέσα μας / υπόθεση καθαρά προσωπική») (σ. 76), τραυματική συναίσθηση του κενού («η σκιά αίφνης εγκαταλείπει / τον αταξίδευτο ταξιδιώτη») (86). Ας σημειωθεί ότι η ποιήτρια, ενώ στα πρώτα ποιήματα της ενότητας Γ' βασίζεται στο παραμύθι “Η μικρή σειρήνα” του Άντερσεν, στη συνέχεια επιχειρεί να πλάσει τη δική της μικρή σειρήνα, υπονομεύοντας την παραμυθιακή αφήγηση, αν λάβουμε υπόψη ότι η σειρήνα της Καπλάνη αποφασίζει να ζήσει στην πόλη και όχι στον ωκεανό.
Στην ενότητα Β΄η ποιήτρια, μολονότι αφορμάται από φωτογραφίες του Μιχάλη Διονυσίου, αποφεύγει τη διπολική ποιητική αφήγηση. Το λυρικό ποιητικό εγώ άλλοτε αποδίδει τις εντυπώσεις του με χρήση του 1ου ρηματικού προσώπου (π.χ. «Κάρφωσα στο ξύλο / το σχοινάκι με τα κομμένα όνειρα / το δαχτυλίδι του Αυγούστου / το σημειωματάριο του φόβου [...]» (σ. 35), άλλοτε μονολογεί (χρήση 2ου ρηματικού προσώπου: π.χ.  «η σκιά σου πάντα εκεί / φορτωμένη αδικαίωτες στιγμές / προσωπεία ενοχής» (σ. 43)) και άλλες φορές επιλέγει την αποτύπωση των εντυπώσεών του με τη χρήση του 3ου ρηματικού προσώπου (π.χ. «φόβος το θεμέλιο της εξουσίας / σκορπίζει τον όλεθρο / ξηλώνει της αγάπης τα βλαστάρια / κόβει τις γλώσσες δένει πισθάγκωνα τα χέρια» (σ. 38). Βέβαια, με μεγαλύτερη συχνότητα χρησιμοποιείται στην ενότητα ο συνδυασμός της τριτοπρόσωπης ρηματικής εκφοράς με την απεύθυνση εις εαυτόν σε 2ο πρόσωπο, με δεσπόζοντα τον τόνο της συγκρατημένης και διόλου αισθηματικής λυρικής εξομολόγησης.
Εξετάζοντας, έπειτα, τους κυριότερους θεματικούς άξονες σε ολόκληρη την ποιητική συλλογή, διαπιστώνουμε ότι η βασανιστική επιθυμία για συνάντηση και η μη εκπλήρωσή της κυριαρχεί στις τρεις ενότητες του βιβλίου. Γύρω από τις μορφές της Αριάδνης και της
μικρής σειρήνας και με τη χρήση συμβόλων, όπως ο λαβύρινθος, ο μίτος, το πέλαγο, συνυφαίνονται οι συνδηλώσεις της αδυναμίας για επικοινωνία, της λήθης και της φθοράς (π.χ. «[...] την είδα στο λυκόφως / μιας καλοκαιρινής μέρας / η άγνωστη αιχμάλωτη της σκιάς μου / μου χαμογελά / στο άδειο κάδρο» (σ. 37).
Επιπλέον, με τον θεματικό άξονα της αδυναμίας για συνάντηση συνδέεται ένα κυρίαρχο γνώρισμα της ρητορικής δομής των ενοτήτων Α΄και Γ’ που είναι εκείνο του εσωτερικού μονολόγου ή διαλόγου (ανάλογα με την ερμηνευτική γραμμή που θα υιοθετήσουμε). Πιο συγκεκριμένα, ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι οι διακριτές φωνές στις δύο ενότητες δεν συναντώνται και επομένως δεν διαλέγονται, παρά σε ελάχιστα σημεία. Με τη δεσπόζουσα χρήση της τεχνικής αυτής προβάλλεται η διάσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα, την επιθυμία και το όνειρο, το τραγικό αδιέξοδο που βιώνουν σε κάθε περίπτωση τα ποιητικά υποκείμενα (ή το υποκείμενο που μονολογεί), καθώς βρίσκονται αντιμέτωπα με την εξουσία.
Η εξουσία, είναι ένας πολύσημος θεματικός άξονας στο βιβλίο, με συνδηλώσεις όχι μόνο πολιτικές αλλά και κοσμολογικές και μεταφυσικές: «[...] φόβος το θεμέλιο της εξουσίας / (σ. 38)» ή «ζωή αναρτημένη στο αγκίστρι της εξουσίας» (σ. 60) ή, τέλος, «[...] η εξουσία του λόγου / των άλλων σε κυβερνά / αιχμάλωτη στης φενάκης / τον ολισθηρό λαβύρινθο» (σ. 63). Συχνά η εξουσία ταυτίζεται με τη μοίρα (π.χ. σ. 65) και με τη ματαιότητα των ποικίλων σχέσεων νόμιμης ή αυθαίρετης επιβολής και καθυπόταξης, σε οποιοδήποτε επίπεδο ανθρώπινης δραστηριότητας («τέφρα πυρπολημένου κάστρου η επί γης εξουσία»: σ. 75), που δεν αποκλείεται να αφορά και τους λεγόμενους πνευματικούς ανθρώπους: «λόγιοι γραφιάδες / μια διαβρωτική εξουσία / με ένδυμα αμνού» (σ. 85).
Είναι, λοιπόν, Η άγνωστη φίλη ένα αξιόλογο ποιητικό βιβλίο, αν συνυπολογίσουμε τα πολλαπλά και παλίμψηστα σημασιολογικά, ρητορικά, υφολογικά και διακειμενικά επίπεδά του, που δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν και να αναλυθούν από την πρώτη ανάγνωση. Είναι επίσης, μια συλλογή που προσφέρεται για μια δειγματική εξέταση των τροπικοτήτων της πρόσληψης του Ερωτόκριτου στη νεοελληνική ποίηση του 21ου αιώνα (για παράδειγμα, μερικές φράσεις από τη συλλογή που παραπέμπουν στον Ερωτόκριτο είναι: «ορμητήριο ανέμων / φωλιά των πελελών πουλιών»: σ. 13, «απαγγέλλει πεθυμιές / ερμητικές κι ανέγνωρες»: σ. 19, «χορδή άρπας μελωδική γραμμή / αθιβολή αποκοτιάς και πεθυμιάς οδύνη»). Πάντως, από μια δειγματοληπτική δειρεύνηση του ζητήματος αυτού, διατυπώνουμε την υπόθεση εργασίας ότι η Β. Καπλάνη, διαλέγεται σε πολλά σημεία του βιβλίου της δημιουργικά με το πιο πάνω έργο του Β. Κορνάρου και σε καμιά περίπτωση δεν αρκείται σε απλή αναφορά των διακειμένων της, αλλά τα εντάσσει με τόλμη σε νέα συμφραζόμενα, εμπλουτίζοντας έτσι τις εκφραστικές δυνατότητες του ποιητικού της λόγου. Όμως η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να διερευνηθεί διεξοδικά σε ξεχωριστή εργασία.


Λεωνίδας Γαλάζης
Ποιητής - Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας





ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ, 22 Ιουλίου 2015.




http://www.oanagnostis.gr/athivoli-apokotias-ke-pethimias-odini/

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Ρήνα Κατσελλή, Οδοδείχτες του παλιού καιρού




Λεωνίδας Γαλάζης

Ρήνα Κατσελλή, Οδοδείχτες του παλιού καιρού. Ένα μυθιστήρημα σε μικρές ιστορίες, Λευκωσία, Εκδόσεις Χρυσοπολίτισσα, 2014.

Ο τίτλος του νέου μυθιστορήματος της Ρ. Κατσελλή Οδοδείχτες του παλιού καιρού προκαλεί εύλογες απορίες στον αναγνώστη. Μήπως πρόκειται για ένα πεζογράφημα με ηθογραφικές και ηθοπλαστικές προδιαγραφές; Άραγε συνδηλώνει την εξιδανίκευση του παρελθόντος και κηρύσσει την επιστροφή σ' αυτό με ιστορικιστικούς όρους; Από την άλλη,  με τον υπότιτλο ο αναγνώστης προϊδεάζεται για την αυτοτέλεια των επιμέρους κεφαλαίων, που όμως συγκλίνουν σε μια σύνθεση. Διαβάζοντας τους Οδοδείχτες..., που εκτυλίσσονται στην πόλη και στην επαρχία Κερύνειας σ' ένα διάστημα 54 χρόνων (1883-1937), διαπιστώνουμε, αφενός, ότι η ηθογραφική πρόθεση είναι όντως εμφανής τόσο σε αρκετά σημεία του κυρίως κειμένου όσο και στις περισσότερες από τις 99 υποσημειώσεις του μυθιστορήματος και, αφετέρου, ότι τα ηθογραφικά στοιχεία συνυφαίνονται με το κύριο σώμα της αφήγησης περιγραφικά και όχι αξιολογικά και χωρίς ηθοπλαστικές ή διδακτικές παραινέσεις ή παρεκβάσεις. Οι οδοδείχτες, λοιπόν, απλώς δείχνουν, δεν υποδεικνύουν και ο παλιός καιρός δεν ταυτίζεται με μια χρυσή εποχή. Εξάλλου, τα 19 Κεφάλαια του βιβλίου, αν και διατηρούν μια σχετική αυτοτέλεια, ενορχηστρώνονται με μαεστρία σε μια ενιαία μυθιστορηματική σύνθεση, τουλάχιστο όσον αφορά τους κύριους ήρωες του αφηγήματος, και ίσως ο υπότιλος “μυθιστόρημα σε μικρές ιστορίες” είναι μια ένδειξη συγγραφικής μετριοπάθειας. Ας σημειωθεί, επιπλέον, ότι τα συνδετικά στοιχεία που συνέχουν τις “μικρές ιστορίες” είναι εμφανή από τα περιεχόμενα που προτάσσονται και στα οποία ο αναγνώστης, εκτός από τον τίτλο κάθε Κεφαλαίου, διαβάζει μια συνοπτική περίληψή του, συγγραφική τακτική αρκετά συνηθισμένη στο παλαιότερο μυθιστόρημα, όπως επισημαίνει ο Franz Stanzel.1
Όπως είδαμε, λοιπόν, ο χρόνος της ιστορίας εκτείνεται σε 54 χρόνια, από τις αρχές μέχρι τα μέσα της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο. Προφανώς, η ιδιωτική ζωή των μυθιστορηματικών προσώπων επηρεάζεται άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο από τον δημόσιο βίο και τα ζητήματα που τον αφορούν. Για παράδειγμα, η παρέμβαση του μητροπολίτη Κερύνειας Κύριλλου Βασιλείου που οδηγεί στον γάμο της Ειρήνης με τον Γιάννη Ρότσο γίνεται στον απόηχο του Αρχιεπισκοπικού Ζητήματος, ενώ ο αρραβώνας του Λεοντή και της Ελένης, κόρης του Γιάννη, και ο θάνατος του πατέρα της  συμβαίνουν το 1931, λίγους μήνες πριν από τα Οκτωβριανά, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Λεοντής, ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος, πετροβολά τους άγγλους στρατιώτες, αν και προηγουμένως δεν θεωρήθηκε άξιος να ενταχθεί στην ΕΡΕΚ, καθώς τον θεωρούσαν αγγλόφιλο:

Ο Λεοντής με τον Νεοκλή ήταν από τους πρώτους που έφτασαν
στη Μητρόπολη και όταν οι Εγγλέζοι στρατιώτες, που τους
ακολούθησαν, ξανάδωσαν διαταγή για διάλυση, άρχισε πετροπόλεμος
εναντίον τους [...]. Ο Λεοντής γέμισε τα χέρια του και τους τις έριχνε
μια-μια όσο πιο δυνατά μπορούσε, μα οι Τζιονήδες όρμησαν και
πυροβόλησαν στο ψαχνό τούτη τη φορά. (σ. 173)

Ας δούμε τώρα πώς συνυφαίνονται τα νήματα της αφήγησης στους Οδοδείχτες του παλιού καιρού. Στο μυθιστόρημα εφαρμόζεται το συγγραφικό αφηγηματικό σχήμα, δεδομένου ότι η αφήγηση εκφέρεται από έναν συγγραφικό αφηγητή, που σε αρκετά σημεία του κειμένου αποποιείται την παντογνωσία του, παραχωρώντας μέρος αυτού του προνομίου στα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, μέσω της τεχνικής του ελεύθερου πλάγιου λόγου, δηλαδή του συνδυασμού της φωνής του αφηγητή με τη φωνή του μυθιστορηματικού ήρωα.2
Στο απώτερο χρονικό σημείο της ιστορίας (1883) (Κεφάλαια 1 και 2), η Ελένη Κατσικού, η δυναμικότερη ίσως γυναικεία μορφή του βιβλίου, παρά τις αντιρρήσεις της, δίνει την ευχή της στον δεκαπεντάχρονο γιο της Γιαννή Ρότσο, να εγκαταλείψει τον Καραβά, με στόχο να πραγματοποιήσει το όνειρό του να γίνει ναυτικός, αφού δεν επιθυμούσε να ακολουθήσει την ποιμενική ζωή της μητέρας του. Έτσι, αναχωρεί με το καΐκι του καπετάν Πικλίγιαννη (ενός προσώπου για το οποίο γίνεται λόγος και στο Κερύνεια εκ στόματος γερόντων)3 για την Αττάλεια. Η συνέχεια της ιστορίας αυτής δίνεται στο 14ο Κεφάλαιο, όταν ο ήρωας κάνει έναν απολογισμό της ζωής του, λίγο πριν από τον θάνατό του. Στις πολιτείες της Μικράς Ασίας μαθαίνει διάφορες τέχνες, όμως εξαιτίας της άστατης και ανοικονόμητης  ζωής του, δεν πραγματοποιεί το όνειρο, για το οποίο μετανάστευσε και, μετά από τη δωδεκάχρονη αποδημία του, επιστρέφει στην Κερύνεια, για να μη φύγει ποτέ πια:

Το όνειρό του όμως, το μεγάλο του όνειρο, δεν ήταν τίποτε
απ' όλα αυτά. Το όνειρό του ήταν να μάθει όλα τα μυστικά
των καϊκιών, να γίνει καπετάνιος και να οδηγά ο ίδιος μεγάλη
τρικάταρτη σκούνα, στο απέραντο πέλαγος. (σ. 157)

Στην Κερύνεια, ο Γ. Ρότσος μπαίνει στην υπηρεσία του Άγγλου γιατρού της πόλης και βιάζει την δεκατριάχρονη ψυχοκόρη του Ειρήνη, καθώς τον διευκολύνει γι' αυτό η Μαρία η Αραπού, που επίσης υπηρετούσε τον γιατρό. Για εννιά χρόνια Ειρήνη και Γιάννης συμβιώνουν και κάνουν παιδιά, όντας ανύπαντροι, καθώς η οικονομική κατάσταση του άντρα δεν επέτρεπε τον γάμο. Η ανατροπή σ' αυτή την κατάσταση επέρχεται όταν η Μαρία, νιώθοντας τύψεις για το κακό που έκανε στην Ειρήνη και θεωρώντας ότι ο θάνατος του πρώτου της παιδιού, καθώς και η αρρώστια του δεύτερου, οφείλονταν σε θεϊκή τιμωρία για το κρίμα της, μετανοεί και επανορθώνει προσφέροντας ένα σημαντικό χρηματικό ποσόν στο ανύπαντρο ζεύγος μέσω του μητροπολίτη Κερύνειας Κύριλλου Βασιλείου. Μετά τον γάμο του, ωστόσο, ο Γ. Ρότσος συχνά ασκεί σωματική βία στη γυναίκα του, από παθολογική ζήλια, αρχίζοντας μάλιστα από τη Δευτέρα του γάμου τους!
Με την επανεμφάνιση της μητέρας του Γιάννη Ελένης στο προσκήνιο της αφήγησης, στο 7ο Κεφάλαιο, αναδεικνύονται, εκτός από τον δυναμισμό και την εργατικότητά της, και άλλες αρετές της, όπως είναι η ευστροφία, η ενσυναίσθηση και η αξιοπρέπεια. Μόλις διέκρινε στο σώμα της νύφης της τα σημάδια του ξυλοδαρμού από τον γιο της,  θεωρώντας αυτή τη συμπεριφορά απαράδεκτη και παρέχοντας στο ζεύγος σημαντική οικονομική βοήθεια, συμβουλεύει την Ειρήνη να διαβιβάσει στον γιο της ότι δεν εγκρίνει τη βίαιη στάση του απέναντι στην ίδια.
Ανάμεσα στο 7ο και 8ο Κεφάλαιο μεσολαβεί ένα διάστημα 13 χρόνων (1904-1917), στη διάρκεια του οποίου επέρχονται σημαντικές ανατροπές στην οικογένεια του Γιάννη Ρότσου. Ο ίδιος έχει μετατρέψει τον καφενέ του σε λέσχη πολυτελείας και η Ειρήνη, 37 χρόνων τώρα, έχοντας αποκτήσει συνολικά 14 παιδιά, πάσχει από φυματίωση, απομονώνεται από τα λοιπά μέλη της οικογένειας και, στις τελευταίες της μέρες, κάνει έναν απολογισμό της ζωής της, όπου έχουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της χρήσης του ελεύθερου πλάγιου λόγου, που καθιστά την αφήγηση πιο θερμή και συγκινητική:

Τώρα το είχε χωνέψει πως ήταν φθισική και πως οι μέρες της
ήταν μετρημένες. Από το χτικιό κανένας δεν γλίτωνε, τον έπαιρνε
ο Χάρος στα σίγουρα. Μα και ποιον δεν παίρνει ο Χάρος στα σίγουρα;
Μόνο που αυτή δεν ήταν γριά, μόλις τριάντα εφτά χρονών! Είχε περάσει
πολλά αυτά τα τριάντα εφτά χρόνια. Ορφάνεψε μικρή και τα λίγα που
της δόθηκαν τής δόθηκαν δύσκολα. Στα δεκατρία της την πήρε με το ζόρι
ο άντρας της και την είχε αστεφάνωτη έξι χρόνια να τη γκαστρώνει κάθε
χρόνο! Ευτυχώς ο Δέσποτας τούς βοήθησε και παντρεύτηκαν! Με το γάμο
άρχισε να παίρνει πάνω της. Ο Θεός μακαρίσει την πεθερά της, που της
στάθηκε σαν δεύτερη μάνα.4 (84)

Με πικρία αναλογίζεται η ηρωίδα, στη συνέχεια, τη μετανάστευση των δύο μεγαλύτερων γιων της στην Αμερική και την Αγγλία και με πόνο αποχαιρετά το ένα από τα τρία παιδιά που απέμειναν κοντά της, την Ελένη, όταν αναχωρεί με τον πατέρα της για τον Καραβά, όπου θα την άφηνε σε συγγενείς του, από φόβο μήπως μεταδοθεί σ' αυτήν η αρρώστια.
Στο 9ο Κεφάλαιο πρωταγωνιστεί η Ελένη, που μετά τον θάνατο της μητέρας της βιώνει τις συνέπειες της ορφάνιας, κατά τρόπο που θυμίζει στον αναγνώστη την παιδική ηλικία της δεύτερης. Ζώντας στο σπίτι της σκληρής εξαδέλφης της Σοφίας, που τη μεταχειρίζεται σαν να είναι δούλα, έχει μόνο τη συμπαράσταση της αδελφής της, Ουρανής,  η οποία τη βοηθά να συνειδητοποιήσει την εκμετάλλευση που υφίσταται και εν τέλει να πείσει τον πατέρα της Γιάννη Ρότσο να την πάρει μαζί του πίσω στην Κερύνεια. Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η συνοχή ανάμεσα στις μικρές ιστορίες του βιβλίου, που εν τέλει συγκλίνουν σε μια στέρεη μυθιστορηματική σύνθεση, υπηρετείται και από την παρουσία του Γιάννη στα πρώτα 14 κεφάλαια του βιβλίου και του Λεοντή και της Ελένης στα τελευταία 11.
Το επόμενο κομβικό σημείο στην πλοκή του μυθιστορήματος είναι η μετανάστευση των αδελφών της Ελένης, Νεοπτόλεμου και Σάββα, στην Αμερική (1928), με εγγύηση του πατέρα τους, που ασκεί τώρα το επάγγελμα του χασάπη. Ζώντας μόνη με τον πατέρα της η Ελένη διαπιστώνει με πικρία πως εκείνος δάνειζε χρήματα στις αδελφές του, αντί να φροντίσει για την ίδια (Κεφάλαιο 10). Από το Κεφάλαιο 11 (“Η γιαγιά η Ελένη”) εμφανίζεται ένα ακόμη πρωταγωνιστικό πρόσωπο, ο Λεοντής, που προκαλεί την αντίδραση των εύπορων γονιών του, όταν αποφασίζει να παντρευτεί την Ελένη, παρά την κοινωνική διαφορά των οικογενειών τους.
Και, φυσικά, κρίνοντας εκ των υστέρων, ο Γ. Ρότσος νιώθει ευτυχής που δεν πραγματοποίησε το θέλημα του τοκογλύφου και υποψήφιου δημάρχου Πιέρου να σφάξει δύο από τα βόδια του Λεοντή, που η οικογένειά του υποστήριζε τον ανθυποψήφιό του. Ακόμη ο ίδιος δυσκολεύεται να πιστέψει ότι ο Λεοντής, ένας πλούσιος, όμορφος και γόης που τον ερωτεύονταν όλες οι νέες της Κερύνειας, επέλεξε την κόρη του για γυναίκα του, παρά την κατώτερη κοινωνική τους θέση. Ας σημειωθεί, επιπλέον, ότι η απόφαση του Γιάννη να μην εκτελέσει την επιθυμία του Πιέρου οφειλόταν κυρίως σε μια βαθιά ριζωμένη πρόληψη, σύμφωνα με την οποία η σφαγή βοδιού ήταν ταμπού, για τους χριστιανούς:

Τριάντα χρόνια χασάπης [...] μα ποτέ δεν σήκωσε το μαχαίρι του
σε βούδι. Κακό να σφάξεις βούδι, το ήξερε από τους γονιούς του
και από τη μάνα του την Κατσικού, που κουμάνταρε τα τρία κοπάδια
της πάνω στο βουνό, τα καλύτερα κοπάδια της περιοχής. (138)

Το θέμα της ιερότητας των βοδιών εντοπίζεται και στο Κερύνεια εκ στόματος γερόντων :

Το 'ξερε από πολύ μικρός: όταν έσφαζαν βούδι, έπρεπε να φεύγει
για να μην παρασταθεί στο ξεψύχισμά του. “Τα βούδκια ένι σαν
τα πλάσματα, γιε μου!”. [...] Άραγε είναι αλήθεια πως σαν ξεψυχά
ένα βούδι και το βλέπεις πιάνεται κι η δική σου ψυχή; Πόσο μεγάλο
κρίμα είναι να φας το κρέας του; Ή μπας κι όλα αυτά ήταν λόγια
του αέρα; Όχι πως πεθυμούσε να φάει βοδινό, μα όλοι οι ξενικοί
το 'τρωγαν και δε φαίνονταν να νιώθουν τύψη γι' αυτό. Ίσως να 'ναι
μονάχα πρόληψη όπως αυτή που 'χουν οι Τούρκοι για το χοιρινό.5

Στο 13ο Κεφάλαιο η σχέση του Λεοντή και της Ελένης, που είναι πια αρραβωνιασμένοι, διέρχεται μια σύντομη και παροδική δοκιμασία εξαιτίας της επίσκεψης μιας παλιάς γνώριμης του πρώτου, της Σμαράγδας. Στο τέλος, αποκαλύπτεται ότι οι διαχυτικές χειρονομίες του Λεοντή απέναντι στη φιλοξενούμενή του οφείλονταν στο γεγονός ότι έπασχε από φυματίωση και ότι γρήγορα θα πέθαινε. Το επανερχόμενο μοτίβο της ασθένειας και του πρόωρου θανάτου ορισμένων από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος συγκινεί τον αναγνώστη:
Η Ελένη θυμήθηκε πως και η μάνα της πέθανε από χτικιό αρκετά νέα
αφήνοντάς την ορφανή. Δεν την άφησαν να πάει ούτε στην κηδεία της.
Η μάνα της, που όσο και αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να θυμηθεί
καθαρά το πρόσωπό της και που δεν είχε ούτε μια φωτογραφία της για θύμηση [...]. (151)

Το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή η Ελένη, βιώνει με διαφορετικό τρόπο τις τελευταίες στιγμές του πατέρα της (Κεφ. 14), ο οποίος προβλέποντας τον επικείμενο θάνατό του, δίνει οδηγίες στην κόρη του να ετοιμάσει όλα τα απαραίτητα για την κηδεία και την ταφή του.
Στο τελευταίο από τα πέντε κεφάλαια που διαδραματίζονται το 1931 (Κεφ. 15) πριμοδοτείται ο δημόσιος χρόνος, δεδομένου ότι παρουσιάζεται ο απόηχος των Οκτωβριανών στην Κερύνεια, με την πατριωτική στάση του Λεοντή, παρά τη φημολογούμενη, όπως είδαμε, δήθεν αγγλόφιλη στάση του. Στο Κεφάλαιο 16 η αφήγηση εστιάζεται σ' έναν ακόμη θάνατο από ανίατη ασθένεια, ενός άντρα αυτή τη φορά, του αδελφού της Ελένης Ευριπίδη, που προκαλεί νέα αναβολή του γάμου της με τον Λεοντή.
Στο Κεφάλαιο 17, που τιτλοφορείται “Το θαύμα του Αποστόλου Αντρέα”, ο Λεοντής αποφασίζει να μεταβεί στο ομώνυμο μοναστήρι, στην Καρπασία, για να προσφέρει ένα δαμάλι ως τάμα στον Άγιο, δεδομένου ότι τα περισσότερα από τα δαμάλια που γεννήθηκαν στο αγρόκτημά του ήταν ελαττωματικά, γεγονός που αποδόθηκε, σύμφωνα με τις προλήψεις της εποχής, σε μάτιασμα ή σε δοκιμασία από τον Θεό. Η περιγραφή της διαδρομής από την Κερύνεια στο μοναστήρι, με ενδιάμεσο σταθμό την Ακανθού, και η εξιστόρηση των δυσκολιών του ταξιδιώτη μέχρι την άφιξη στον προορισμό του, γίνονται με μαεστρία από τη συγγραφέα, ώστε οι σελίδες αυτές να είναι, κατά τη γνώμη μας, από τις ωραιότερες του μυθιστορήματος.
Εξίσου συναρπαστικοί είναι και οι διάλογοι μεταξύ του Λεοντή με δύο πρόσωπα του μοναστηριού, δηλαδή του μοναχού που κάνει την παράκληση για τα ζώα του και ενός παράξενου άντρα. Ο τελευταίος, μακριά από τις προλήψεις της αρραβωνιαστικιάς και της μάνας του Λεοντή, ερμηνεύει ορθολογικά το πρόβλημα που αντιμετώπιζε εκείνος με τα ζώα του: αυτό οφειλόταν σε αιμομιξία και θα λυνόταν μόνο με αντικατάσταση του ταύρου! Ωστόσο, επιστρέφοντας στην Κερύνεια, ο Λεοντής δεν διστάζει να ταυτίσει τη μορφή του παράξενου άντρα με τον άγιο και τη γνωμάτευσή του με θαύμα.
Ο Λεοντής πρωταγωνιστεί και στα τελευταία δύο κεφάλαια του μυθιστορήματος. Στο 18ο  Κεφάλαιο, ο αφηγητής, αφενός με την τεχνική της αναδρομής στο παρελθόν, εστιάζει στην παιδική ηλικία του ήρωα και, αφετέρου τονίζει στην αγάπη του για τη μουσική. Από την άλλη, αποδίδει τη θλίψη και τον φόβο της Ειρήνης, εξαδέλφης της Ελένης, ότι θα παρέμενε ανύπαντρη, ενώ η τελευταία σύντομα θα παντρευόταν. Στο τελευταίο Κεφάλαιο, η Ειρήνη, βρίσκει γαμπρό με τους επιδέξιους χειρισμούς του Λεοντή και της Ελένης, των οποίων επίκειται ο γάμος, αφού ταυτοχρόνως περιμένουν παιδί.
Προτού ολοκληρώσουμε, σημειώνουμε ότι ο σχεδιασμός του εξωφύλλου του νέου βιβλίου της Ρ. Κατσελλή έγινε από τη Σταυρινή Κατσελλή. Τόσο το εξώφυλλο όσο και μερικές από τις εσωτερικές σελίδες κοσμούνται από χαρακτικά που παραχωρήθηκαν ευγενώς από τον χαράκτη Χαμπή. Πρόκειται για απεικονίσεις δέντρων και φυτών που περιέχονται στο βιβλίο τουΟ Σπανός τζι οι σαράντα δράτζιοι.
Εν κατακλείδι, Οι οδοδείχτες του παλιού καιρού είναι ένα αξιόλογο και αξιανάγνωστο μυθιστόρημα τόσο για την ισοζυγισμένη συνύφανση των ηθογραφικών και ιστορικών δεδομένων με τα στοιχεία της μυθοπλασίας ( σοφή τεχνική αποδεικνύεται η διοχέτευση των πρώτων στις υποσημειώσεις) όσο και για τη διάπλαση από τη συγγραφέα ολοκληρωμένων μυθιστορηματικών προσώπων και χαρακτήρων που εντυπώνονται στη μνήμη του αναγνώστη σαν να είναι υπαρκτά πρόσωπα.


1. Franz Stanzel, Θεωρία της αφήγησης (μτφρ. Κυριακή Χρυσομάλλη-Henrich), Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1999, 79.

2. Βλ. ό.π., 153, 162. Ας σημειωθεί ότι ο Fr. Stanzel επισημαίνει ότι “στο πλαίσιο του συγγραφικού αφηγηματικού σχήματος είναι δυνατή η περιοδική εμφάνιση της εσωτερικής όψης των χαρακτήρων με μορφή του ΕΠΛ [=ελεύθερου πλάγιου λόγου], όπως π.χ. στο Emma της Jane Austen, γεγονός που αποκαθιστά προσωρινά εσωτερική προοπτική”. Ό.π. 184-185. 

3. Βλ. Ρ. Κατσελλή, Κερύνεια εκ στόματος γερόντων, Λευκωσία, Εκδόσεις Χρυσοπολίτισσα, 1977, 21.

4. Η φωνή του μυθιστορηματικού προσώπου σημειώνεται με όρθια γράμματα, ενώ η φωνή του αφηγητή με πλάγια.

 5. Βλ. Ρήνα Κατσελλή, Κερύνεια εκ στόματος γερόντων..., 19. Τόσο στο αφήγημα αυτό όσο και στους Οδοδείχτες του παλιού καιρού εντοπίζουμε το θέμα της σφαγής των βοδιών από Τουρκοκύπριους χασάπηδες. Βλ. ό.π. και Ρ. Κατσελλή, Οδοδείχτες..., 138.
 
Πρώτη δημοσίευση: Νέα Εποχή 324 (Καλοκαίρι 2015) 81-85.




Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "TRIALS ON WELDING" (2015), ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ "ΔΟΚΙΜΕΣ ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΕΩΣ" (2013)

http://www.lulu.com/shop/leonidas-galazis/trials-on-welding/paperback/product-22123589.html

Departure


What a fright your cat took
when the two strangely adorned strangers
walked into the house uninvited!
And how it nearly jumped out of its skin,
poor cat, as it faced their dog
their pale horse, swords and hawk!

It hid in a corner of the yard and waited
not foreseeing
that in a few minutes the neighbours would show up and the ambulance, pale;
that your children wouldn’t make it on time.

The cat – to this day refusing to believe 
that you are forever gone.

Who will tend it now
by whose feet will it sit
who will it playfully ask for caresses
to whose words will it harken?


 

Craftsmen of rare jewels


dilci, che ‘l sai: di che sapore è l’oro?” 
 Dante Alighieri, Divina Commedia: Purgatorio,
                                                              Canto XX, 116

They said they knew the taste of gold
the craftsmen of rare jewels.
How delicate their tools on the bench
how neurasthenic their precision scales!

But you, who fought against rust
knew what they sold was never pure
those masters of alchemy and mixtures.
And their scales could not speak…

That’s why they kept on selling unperturbed lotus 
flowers and promises in baskets
as craftsmen above any suspicion.

While you, who tormented humble metals with the sledgehammer,
never learned the art of beating around the bush,
of manoeuvres, of nonsense, of ramblings.