Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΡΙΤΩΝΙΔΗ 'ΜΕ ΤΟ ΜΕΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΣΦΗΛΙΚΟΥΝΤΡΙ ΤΟΥΣ" - "ΠΛΟΥΜΙΣΤΟ ΨΩΜΙ", ΛΕΜΕΣΟΣ 27/06/19






Με το αφήγημα "Με το μέλι και το σφηλικούντρι τους" προστίθεται ακόμη μία αξιόλογη ψηφίδα στην πεζογραφία μας γύρω από το θέμα του δράματος του 1974, χωρίς μεγαλεπήβολες προθέσεις συνθετικής απόδοσης της τραγωδίας, αλλά με δειγματική λιτότητα ύφους και κυρίως με σεμνότητα, μέσω της οποίας η μορφή του βιογραφούμενου ήρωα Άκη Κατελάρη συγκαταλέγεται πια στις λογοτεχνικά μετουσιωμένες μορφές των σύγχρονων ανώνυμων ή ελάχιστα γνωστών ηρώων της κυπριακής τραγωδίας".
Λεωνίδας Γαλάζης

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

1. Ένα απόσπασμα από τη νέα ποιητική συλλογή του φίλου Γιώργου Καλοζώη, Η πλαστικότητα των μορίων", Αθήνα, Φαρφουλάς, 2019, σ. 35:
ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ
Οι μητέρες μάς μετέδωσαν
μέσω του πλακούντα που 
διακλαδωνόταν από τη μια άκρη
της πόλης ώς την άλλη
το άγχος και τον κίνδυνο
όταν τα άλλα παιδιά πήγαιναν
με τα κοντά παντελονάκια τις
ποδιές και τα άσπρα κολάρα
κατηχητικό και σχολείο
εμείς σκάβαμε τάφρους και
λαγούμια
δεν ψηλώναμε κάστρα και πύργους
αυτά είναι κτίσματα για να
φωλιάζουν μέσα οι άνθρωποι-πουλιά
να τα στοχεύουν οι φαιοπράσινοι
κυνηγοί αμολώντας στη συνέχεια
σκυλιά που μοιάζουν υπερβολικά
στη μούρη με τους αφέντες τους
όχι κάστρα όχι πύργους αυτά
είναι τρόποι ζωής του Μεσαίωνα
οι πρίγκιπες οι αρχοντοπούλες
παραμυθιάζουν τους πολιτισμένα
ανίδεους
ο άνθρωπος είναι το ζωύφιο
που ποθεί τα μεγάλα φτερά
το ποντίκι το τυφλό που ποθεί
την όραση και δεν του φτάνει
που δεν βλέπει ποθεί και την
ενόραση [...]

2. Μια προκαταρκτική άποψή μου για το βιβλίο:
"Πρόκειται για ένα αξιόλογο ποιητικό βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί και να σχολιαστεί. Η ποιητική αφήγηση του Καλοζώη, εκκινώντας από τα ευδιάκριτα νεοϋπερρεαλιστικά στοιχεία, ανατέμνει με τόλμη και παρρησία τα ποικίλα αδιέξοδα της σύγχρονής μας πραγματικότητας και προτείνει τη δική της επανάσταση με προορισμό μιαν άλλη πραγματικότητα, εκείνην της ποίησης, που υπερβαίνει τη φθορά, τη διαφθορά και τη μικρότητα. Από αυτή την άποψη, η ποιητική του ηθική συνιστά πολιτική πράξη αισθητικά δικαιωμένη".
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ

Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

«Δεν ζω παρά μονάχα μες στην ποίηση»: Σχόλια για την ποιητική δημιουργία στην επιστολογραφία του Γιάννη Ρίτσου


Λεωνίδας Γαλάζης
«Δεν ζω παρά μονάχα μες στην ποίηση»: Σχόλια για την ποιητική δημιουργία στην επιστολογραφία του Γιάννη Ρίτσου
Εκτός από τις συχνές αναφορές σε ζητήματα ποιητικής στο ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου,[1] μπορεί κανείς να εντοπίσει και στις δημοσιευμένες επιστολές του συχνές νύξεις ή εκτενέστερες μνείες πολλών ζητημάτων που αφορούν την ποίηση. Η ταύτιση της ποίησης με τη ζωή, ο δημιουργικός οίστρος σε περιόδους ποιητικής ευφορίας αλλά και η ποιητική δυστοκία, η πρόσκαιρη αίσθηση της ματαιότητας της ποιητικής δημιουργίας, ο ρόλος του ποιητή και η σχέση του με τους αναγνώστες είναι τα κυριότερα και πιο συχνά επανερχόμενα θέματα στην επιστολογραφία του Ρίτσου. Στην εισήγηση αυτή περιοριζόμαστε στην ανίχνευση των πιο πάνω θεμάτων στις επιστολές του Γιάννη Ρίτσου προς την αδελφή του Λούλα, προς την Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου και προς τη Μέλπω Αξιώτη, σε συνδυασμό με πολύ λιγότερες ευκαιριακές αναφορές σε επιστολές του ποιητή προς άλλους αποδέκτες.[2] Σημειώνεται ότι μεγάλο μέρος των επιστολών που σχολιάζονται είναι γραμμένες στην εξορία (1948-1952, 1967-1970).
Για τον Γιάννη Ρίτσο είναι αδιανόητη η ζωή έξω από την ποίηση, καθότι, όπως διαπιστώνει εύστοχα η Λίζυ Τσιριμώκου, «έχει κάνει ποίηση τη ζωή του και παρακινεί τους πάντες γύρω του, όσους τουλάχιστον έχει ο ίδιος εντοπίσει να διαθέτουν το χάρισμα της γραφής, να καλλιεργούν συστηματικά την τέχνη και την τεχνική τους».[3] Σε επιστολή του προς την αδελφή του Λούλα, με ημερομηνία 9 Ιουνίου 1950, γράφει: «Το ξέρεις ποτέ δεν κατάφερα να κάνω τίποτ’ άλλο παρά ν’ αγαπώ και να γράφω στίχους– […]».[4] Σε μεταγενέστερη επιστολή του προς τη Μέλπω Αξιώτη (28 Σεπτεμβρίου 1961) αναφέρεται στις ποικίλες υποχρεώσεις (κοινωνικές, καλλιτεχνικές, εκδοτικές κ.ά.) εξαιτίας των οποίων αδυνατεί να γράψει και αναρωτιέται αν θα μπορέσει να αντέξει μακριά από τη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας: «Προβλέπω πως, για μερικούς μήνες, δε θα δουλέψω καθόλου στην αγαπημένη μας ποίηση. Και πώς θα τα βγάλω πέρα χωρίς τη συνδρομή της;».[5]  Ο ίδιος υπερτονίζει συχνά τον θεραπευτικό και ιαματικό χαρακτήρα της ποίησης, ακόμη και στις περιπτώσεις σωματικών ασθενειών. Γράφει, λοιπόν, στην Αξιώτη (23 Οκτωβρίου 1963): «Έτσι, μην ανησυχείς, Μέλπω μου. Δεν παθαίνω τίποτα. Γερό κόκκαλο. Είναι και η άτιμη η ποίηση που όλα τα άσκημα και τ’ ανάποδα τα χωνεύει και τα κάνει όμορφα και στρωτά».[6] Με την ίδια αισιοδοξία σχολιάζει την προϊούσα γήρανση του σώματος και τη θεραπευτική επενέργεια της ποίησης με καβαφικό, θα λέγαμε, τρόπο: «Περνάν τα χρόνια όσο κι αν δεν το παίρνει απόφαση η καρδιά και το μυαλό. Τρομερή τούτη η δυσαναλογία ανάμεσα στο σώμα και στα αισθήματά του. Ας είναι τουλάχιστο καλά η τέχνη που βρίσκει μιαν ισορροπία ανάμεσα στα πιο αντίθετα ή που την δημιουργεί, ή που νομίζουμε (και θέλουμε να πιστεύουμε κάποτε) πως την δημιουργεί».[7] Πάντως, πεποίθηση του ποιητή ήταν ότι, στις δύσκολές του στιγμές, τον έσωζε η δημιουργική ευφορία και η «πολλή δουλειά», χωρίς να είναι σε θέση να προσδιορίσει αν «η ευφορία τού υπαγορεύει τη δουλειά ή αν η δουλειά τού δημιουργεί την ευφορία».[8]
Για τον Γιάννη Ρίτσο, όπως διαπιστώνουμε από την επιστολογραφία του, η ποιητική δημιουργία δεν είναι πάρεργο ή ερασιτεχνία. Η σχέση του με την ποίηση είναι βαθύτατα υπαρξιακή σε τέτοιο βαθμό, που τείνει να ταυτιστεί με βιολογική ανάγκη. Συχνά σχολιάζει αυτή την πραγματικότητα στις επιστολές του, μετά από πρόσκαιρους βιοτικούς περισπασμούς ή ασθένειες που τον απομακρύνουν από τη διαδικασία της ποιητικής γραφής. Γράφει, λοιπόν, στην Αξιώτη (18 Φεβρουαρίου 1964): «Έξω απ’ την ποίηση, δε νιώθω ικανός για τίποτ’ άλλο […]. Δε ζω παρά μονάχα μες στην ποίηση, με την ποίηση, για την ποίηση μα λέγοντας ποίηση εννοώ όλη τη ζωή, την ανθρωπότητα αδιαίρετη, το σύμπαν».[9] Σε προγενέστερη επιστολή του προς την Καίτη Δρόσου (23 Ιουνίου 1949), εξομολογείται: «Δε σκέφτουμαι στίχους –είμαι ένας στίχος μέσα στο ποίημα της ανθρωπότητας νιώθω τούτο το δεσμό τον ανασαίνω, τον ζω. Αν γίνει κάποτε στίχος τόσο το καλλίτερο. Και θα γίνει. Δεν μπορεί να μη γίνει».[10] Συνεπώς, έστω και η ολιγοήμερη διακοπή της ποιητικής του δημιουργίας ακόμη και για να εποπτεύσει την έκδοση των έργων του, είναι για τον ίδιο βασανιστική, όπως αναφέρει στην Καίτη Δρόσου (19 Απριλίου 1972): «Έχω δέκα ολόκληρες μέρες που δεν έγραψα ένα στίχο κι αισθάνομαι τόσο κουρασμένος, άδειος, περιττός».[11]
Ωστόσο, η ποιητική δυστοκία, σε περιόδους που ο Ρίτσος διαθέτει τον απαιτούμενο χρόνο για να επιδοθεί στη δημιουργία, είναι περισσότερο βασανιστική για τον ίδιο. Γράφει στην αδελφή του, Λούλα (28 Απριλίου 1952): «[…] θέλω να ρυθμίσω πάλι την ψυχή μου δεν μπορώ ακόμη να δουλέψω– παίρνω το μολύβι, το χέρι μου κρέμεται πάνω απ’ το χαρτί αφηρημένο, αναποφάσιστο γιατί; δεν ξέρω».[12] Παρόμοια, αναφέρει στη Μέλπω Αξιώτη (29 Αυγούστου 1960): «Κοιτάζω ώρες χαζεύοντας το άσπρο χαρτί και δεν καταλαβαίνω πώς και γιατί να το γεμίσω».[13] Ανασταλτικά λειτουργούν για τον ίδιο και οι αμφιβολίες για το αισθητικό αποτέλεσμα της ποιητικής του δημιουργίας. Ωστόσο, όπως σημειώνει σε επιστολή του προς τον Άρη Αλεξάνδρου (21 Νοεμβρίου 1971) οι αμφιβολίες αυτές είναι «θεμιτές και μόνιμες και αναπότρεπτες αλλά και αναγκαίες», δεδομένου ότι με αυτές ο λογοτέχνης προχωρεί σε αναθεωρήσεις και αλλαγές που συντελούν στην υψηλότερη ποιότητα της δημιουργικής του εργασίας. Χρέος του ποιητή είναι να μην επιτρέπει στις αμφιβολίες να τον σταματούν και να εργάζεται για την υπέρβασή τους: «Και φτάνουμε στην αιώνια επωδό: “δουλειά και πάλι δουλειά” μ’ αυτήν ξεχνάμε το ακατόρθωτο, μ’ αυτήν το θυμόμαστε, μ’ αυτήν το πράττουμε». Στην ίδια επιστολή ο Ρίτσος προσθέτει ότι σημαντική παράμετρος της εργασίας του ποιητή είναι εκείνη της επεξεργασίας, μετά την πρώτη γραφή του ποιητικού κειμένου. Με αφορμή την πρόσφατη, τότε, ολοκλήρωση της πρώτης γραφής της ποιητικής σύνθεσης Η επιστροφή της Ιφιγένειας, γράφει: «Δεν ξέρω τι βγήκε. Τρομάζω να το ξαναδώ για την ώρα. Τόκλεισα στο συρτάρι να παγώσει κ’ εκείνο κ’ εγώ. Σε λίγο αρχίζει το μαρτύριο της επεξεργασίας, γιατί το μαρτύριο της αμφιβολίας ούτε στιγμή δε σταμάτησε κατά τη διάρκεια του γραψίματος, αλλά δε με σταμάτησε».[14]
Σε αντίθεση, επομένως, με τις φάσεις της ποιητικής δυστοκίας, στις περιόδους της ποιητικής ευφορίας και του δημιουργικού οίστρου, παρά την εύλογη ύπαρξη των αμφιβολιών σχετικά με το αισθητικό αποτέλεσμα του νέου κειμένου, οι όποιες επιφυλάξεις ή αναστολές υποχωρούν. Για παράδειγμα, όπως γράφει ο Ρίτσος στην Αξιώτη (8 Οκτωβρίου 1960), το Χορικό των σφουγγαράδων γράφτηκε υπό τις ακόλουθες συνθήκες: Βρισκόταν στη Σάμο και άρχισε να τον διακατέχει, όπως γράφει, «κείνο το δαιμονισμένο κέφι, που μας πιάνει πότε-πότε και χάνουμε την αίσθηση του χώρου και του χρόνου και του κόσμου, σα να γεννάμε εμείς απ’ την αρχή ό,τι υπήρξε, υπάρχει, θα υπάρχει σα νάναι η πρώτη και μαζί η τελευταία μέρα της δημιουργίας και πρέπει όλα να τα προφτάσουμε». Έτσι, ο ποιητής απομονώθηκε, «κλείστηκε μέσα κι έγραφε χωρίς πια να βλέπει κανέναν, χωρίς να κοιμάται σχεδόν, μέσα σ’ ένα τρομαχτικό πυρετό και σε μια πρωτόφαντη ευτυχία».[15]  Σε άλλη επιστολή του προς την Αξιώτη (1 Ιουνίου 1961), ο Ρίτσος σχολιάζει το γεγονός ότι η τέχνη (στην περίπτωσή μας, η ποίηση) είναι «αφάνταστα απαιτητική» και ότι απαιτεί πλήρη αφοσίωση και πίστη, χωρίς «να επιτρέπει καμιά ούτε την πιο δίκαιη απιστία».[16]
Ωστόσο, όπως είναι φυσικό, στη μακρόχρονη ποιητική πορεία του Γιάννη Ρίτσου, υπάρχουν και περίοδοι κατά τις οποίες η αίσθηση της ματαιότητας της ποιητικής δημιουργίας διακατέχει τον επιστολογράφο-ποιητή, κατά τρόπο που παραπέμπει στον Καρυωτάκη ή και στην πρώιμη ποίηση του ιδίου, στην οποία είναι εμφανή τα ίχνη του καρυωτακισμού.  Γράφει στη Μέλπω Αξιώτη (15 Δεκεμβρίου 1960), μετά από ένα διάστημα κοπιαστικής εργασίας για την επιμέλεια της έκδοσης των πρώτων τριών τόμων των ποιητικών του Απάντων: «Μια ολάκερη (και μοναδική) ζωή, καταχωνιασμένη στα χαρτιά, διαλυμένη (ή συνθεμένη;) σε λέξεις, λέξεις, λέξεις, στίχους, ρυθμούς η καρδιά μας, το φως μας, το αίμα μας, η σάρκα μας, η λαχτάρα μας, το μεδούλι μας, τα κόκκαλά μας, ο έρωτάς μας –η ζωή μας– όλα. […] Μέλπω μου, τι είναι τούτο το πάθος της έκφρασης (και γιατί;), τι φριχτή τούτη η ανάγκη και η μάχη της με τη σιωπή […]».[17] Σε μεταγενέστερη επιστολή του προς την ίδια (7 Μαΐου 1964) ο Ρίτσος αντιμετωπίζει κριτικά την όποια δυνατότητα της τέχνης να σώσει τον άνθρωπο από τις βιοτικές μέριμνες, τη φθορά και τη λήθη.[18]
Παράλληλα με την αίσθηση της ματαιότητας της ποιητικής δημιουργίας, ο επιστολογράφος, σε γράμμα του προς την Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου (4 Οκτωβρίου 1971) προβληματίζεται αν είναι εφικτή η ευτυχία και η αθανασία για τις οποίες γράφει συχνά στην ποίησή του. Θεωρεί οξύμωρο το γεγονός ότι, παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει να γράφει αλλά και να σχίζει χειρόγραφά του. Αναφέρεται δε σε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό καταστροφής πολλών χειρογράφων του που βρέθηκαν στο σπίτι της αδελφής του Νίνας, μετά τον θάνατό της. «Βλέποντας όλα τούτα τα βουνά των σκισμένων ποιημάτων», γράφει, «θαρρούσα πως όλη μου η ζωή πέρασε σαν ποντίκι κάτω από στρώματα χαρτιού. Κι ωστόσο θαύμαζα το κουράγιο μου, την ανεξάντλητη προσπάθειά μου, τον απέραντο έστω κι ανώφελο μόχθο μου, την επιμονή μου».[19]
Μολονότι αυτή η αίσθηση της ματαιότητας της ποιητικής δημιουργίας δεν είναι η δεσπόζουσα ούτε στην επιστολογραφία ούτε –πολύ περισσότερο στην ποίησή του– αξίζει να διερευνηθεί πιο αναλυτικά, σε συνάρτηση με το ίδιο θέμα στο έργο άλλων ποιητών. Περιοριζόμαστε εδώ να παραθέσουμε τους πασίγνωστους πρώτους στίχους του ποιήματος «Στροφές», από τα Νηπενθή του Καρυωτάκη, στους οποίους εντοπίζεται το ίδιο θέμα:
Είκοσι χρόνια παίζοντας
αντί χαρτιά βιβλία,
είκοσι χρόνια παίζοντας,
έχασα τη ζωή.
Φτωχός τώρα ξαπλώνομαι,
μιαν εύκολη σοφία
ν' ακούσω εδώ που πλάτανος
γέρος μού τη θροεί.[20]

Παρόμοια, ο «Διανοούμενος» του Γ. Ρίτσου διαπιστώνει το μάταιο και ατελέσφορο της ποιητικής δημιουργίας, στη συλλογή Τρακτέρ (1930-1934):

                                    Κατάπια των παλιών βιβλίων τη σκόνη,
χλωμές σελίδες μ’ έδεσαν σκυφτό,
μου σάπισε το θαλερό πλεμόνι
και το παράθυρό μου είταν κλειστό, […].

[…] στραβή η ματιά μου νάϊδει προσπαθούσε
πίσω από της εμβρίθειας τα γυαλιά
κ’ έξω απ’ το παράθυρό μου ανθούσε
ανύποπτα η ζωή: τριανταφυλλιά.[21] 

Θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να εξεταστεί στο σύνολο του ποιητικού έργου του Γιάννη Ρίτσου –αν δεν διερευνήθηκε ήδη– το θέμα του ατελέσφορου ή της «ανεπάρκειας της ποίησης», για να δανειστούμε μέρος του τίτλου μελέτης της Έλλης Φιλοκύπρου, που μελέτησε το ίδιο θέμα στην ποίηση των Παλαμά, Καρυωτάκη, Σεφέρη και Ελύτη.[22] Ενδεχομένως μία τέτοια εργασία θα μπορούσε να εκκινήσει από την υπόθεση εργασίας ότι στο ποιητικό σύμπαν του Ρίτσου συνυπάρχουν διαλεκτικά τα θέματα, αφενός, του ατελέσφορου της ποίησης και, αφετέρου, της δραστικής επενέργειάς της στην υπηρεσία των αγώνων του ανθρώπου για τις πανανθρώπινες αξίες. Ενδεικτικά παραθέτουμε ένα παράδειγμα σύζευξης των δύο αυτών θεμάτων από το Ημερολόγιο μιας βδομάδας (1973): «Ω, ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο,/ επάνω από δύο στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω […]. Με τους αγκώνες στηριγμένους στην ποίηση, με τα μάτια κλεισμένα στις παλάμες / Ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει».[23]

Ενδέχεται, λοιπόν, να αποδειχθεί από μία συστηματική διερεύνηση του πιο πάνω θέματος ότι παρά τις πρόσκαιρες και λιγοστές σχετικά περιπτώσεις στις οποίες ο ποιητής αντιδιαστέλλει την ποιητική δημιουργία προς τη ζωή, θεωρώντας την πρώτη ατελέσφορη και ως αιτία απομάκρυνσης από τη δεύτερη στην επιστολογραφία και στο ποιητικό του έργο κυριαρχεί μία αισιόδοξη και θετική θεώρηση της ποίησης. Σε γράμμα του στη Μέλπω Αξιώτη (1 Ιουνίου 1961) υποστηρίζει ότι είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για την ποίηση, όταν αυτή «μιλάει τόσο βουβά κι απεριόριστα», ενώ αλλού τονίζει «τι καλό που είναι η ποίηση, τι καλό μάς κάνει, όταν είναι αληθινή ποίηση».[24] Σε παλαιότερο γράμμα του στην  Καίτη Δρόσου (1 Δεκεμβρίου 1948) θεωρεί ότι η «αγάπη και η ποίηση», όπως «κάθε τι καλό» δεν «έχουν να φοβηθούν το χρόνο». Σε πολύ μεταγενέστερο γράμμα προς την ίδια και στον Άρη Αλεξάνδρου, σχολιάζει με αυτοκριτική διάθεση τη ροπή του προς τον αισθηματισμό και τον ρομαντισμό, καταλήγοντας ωστόσο στο συμπέρασμα ότι «μόνος πλούτος μας (και της τέχνης μας) παραμένει το αίσθημα. Και μόνη ανταμοιβή μας, ίσως και δικαίωση: το ότι αγαπήσαμε και αγαπηθήκαμε». Είναι δε για τον ίδιο η αληθινή ποίηση, όπως γράφει στον Άρη Αλεξάνδρου (9 Δεκεμβρίου 1972), ταυτόσημη με την «καθαρή δημιουργία», δηλαδή «τη συμμετοχή στο μυστήριο της δημιουργίας και πραγμάτωσή του στην τέχνη».[25]
Το αισθητικό αποτέλεσμα αυτής της πραγμάτωσης κρίνεται, κατά τον Ρίτσο από τον «μόνο δίκαιο κριτή», τον χρόνο. Σε γράμμα του προς τη Μέλπω Αξιώτη (7 Ιανουαρίου 1964) υποστηρίζει ότι, κατά κανόνα, κύρια γνωρίσματα της λογοτεχνικής κριτικής ήταν «η άγνοια, η προχειρολογία, η πονηρία, η μικρολογία, η κακοήθεια, ή ο συνασπισμός ποικίλων συμφερόντων απ’ όπου βγαίνει η άκριτη υμνολογία και αυλοκολακεία».[26] Από την άλλη, σε μια ιδιαίτερα σημαντική επιστολή του προς τη Χρύσα Προκοπάκη (15 Μαΐου 1972) ο ποιητής με αυτοκριτική διάθεση σχολιάζει διάφορα έργα του και προκρίνει ορισμένα από αυτά στα οποία πέτυχε να υπερβεί αρκετές από τις αδυναμίες που ο ίδιος εντοπίζει σε μιαν ομάδα ποιητικών του κειμένων: Ως τέτοιες αναφέρει, λόγου χάρη, «την ένταση του αισθήματος που αλλοιώνει το λόγο, […], την ανάγκη να φωνάξεις για ν’ ακουστείς, να συμμετάσχεις, να συνδράμεις, […] κι όλα σε μιαν ειλικρινή υπερβολή που υπαγορεύει αναπότρεπτα το πάθος». Και θεωρεί ότι οι αδυναμίες αυτές «μπορούν να καταστρέψουν το ποίημα», υποστηρίζοντας «πως η αληθινή ποίηση αποκλείει τα δάκρυα και τα χειροκροτήματα», μολονότι αναγνωρίζει ότι «τα δάκρυα και τα χειροκροτήματα είναι αυτά που εξασφαλίζουν τη δόξα στους ποιητές».[27]  

Στην ίδια επιστολή ο Ρίτσος σχολιάζει επίσης το φαινόμενο του εγωκεντρισμού και του ναρκισσισμού που διακατέχει πολλούς ποιητές, οι οποίοι με αυταρέσκεια και έπαρση αυτοανακηρύσσονται ως εκπρόσωποι του λαού τους και της χώρας τους. Ως παραδείγματα αυτής της τάσης αναφέρει τους Νερούντα και Μαγιακόφσκι, στην ποίηση των οποίων εντοπίζει «το ύφος του “αρχηγού” που παραγιομίζει το “εγώ” με το “εμείς”, παραγεμίζοντας ουσιαστικά και ιεροκρυφίως το “εμείς” με το “εγώ”». Θεωρεί δε ότι ο ίδιος δεν παγιδεύτηκε σε αυτή την τάση: «Αν γλύτωσα κάπως εγώ απ’ αυτό τον κίνδυνο, είναι γιατί αρκετά νωρίς απόχτησα την “καλλιτεχνική πονηρία” να βάζω τους τρίτους να μιλάνε».[28]

Προφανώς, η ποιητική φυσιογνωμία του Γιάννη Ρίτσου λειτούργησε στην εποχή της –είτε το επιδίωξε ο ίδιος είτε όχι– ηγετικά και καθοδηγητικά για μεγάλο μέρος του λαού του. Αυτό, βέβαια, δεν τον οδήγησε στον εγωκεντρισμό και στην αυταρέσκεια, αλλά αντίθετα σε μια καθαρά κοινωνιοκεντρική ποιητική θεωρία, με βάση την οποία η θέση του ποιητή είναι ανάμεσα στον λαό. Η θεωρία αυτή αποτυπώνεται στο Καπνισμένο τσουκάλι:   

Και να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα-ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα –δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος
      σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα: σύκα, και τη σκάφη: σκάφη,
κ' έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: «τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα». Αυτό θέλουμε κι εμείς.

Γιατί εμείς, δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ'
   τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.[29]

Συνοψίζοντας, θεωρούμε ότι οι όποιες φαινομενικά εκ διαμέτρου αντίθετες θεωρήσεις της ποιητικής δημιουργίας εντοπίζονται στην εν λόγω επιστολογραφία είναι φυσικό να υπάρχουν σε μια μακρά ποιητική πορεία, με τις επακόλουθες κορυφώσεις και μεταπτώσεις, όπως είναι αυτή του Γιάννη Ρίτσου. Ωστόσο, από τη συνολική θεώρηση της ποίησης και της επιστολογραφίας του μπορεί κανείς να συμπεράνει με ασφάλεια ό,τι διαπιστώνει η Ιωάννα Κωνσταντουλάκη-Χάντζου στην εργασία της "Επτά επιστολές του Γ. Ρίτσου στον Στρ. Τσίρκα": «Οι δύο άντρες έχουν δύο κοινά γνωρίσματα: το πάθος τους για την Ποίηση και τη γνήσια αγάπη για τον συνάνθρωπό τους. [...] Καθώς σημαδεύτηκαν από οδυνηρές εμπειρίες, συμπάσχουν με τον ταπεινό, τον αδύνατο, τον αδικημένο, τον εξόριστο, τον πρόσφυγα, τον φυλακισμένο... Πάλεψαν με τη δύναμη του ισχυροτέρου· η πίστη τους ήταν τέτοια που, τελικά, δικαιώθηκαν χάρη στην Τέχνη».[30] 

Εισήγηση στην ημερίδα «Ποίηση είναι…», Σάββατο, 23 Μαρτίου 2019,
SEA Enterprises & Ad Litteram Cultural Development Centre

ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Περ. Διόραμα 24 (Μάιος-Ιούνιος 2019) 31-34. 





[1] Για το θέμα αυτό, βλ. ενδεικτικά Vincenzo Rotolo, «Ο ρόλος του ποιητή και της ποίησης στον Γιάννη Ρίτσο»: Διεθνές Συνέδριο Ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος (επιμ. Αικ. Μακρυνικόλα – Στράτης Μπουρνάζος), Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη – Κέδρος, 197-210.
[2] Η αποδελτίωση των εν λόγω θεμάτων στην επιστολογραφία του Γ. Ρίτσου έγινε στα βιβλία: Γιάννης Ρίτσος, Γλυκειά μου Λούλα (επιμ. Δέσποινα Γλέζου), Αθήνα, «Νέα Σύνορα», Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, 1997 [εφεξής: Γλυκειά μου Λούλα…]˙ Γιάννης Ρίτσος, Τροχιές σε διασταύρωση. Επιστολικά δελτάρια και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και στον Άρη Αλεξάνδρου (πρόλ.: Καίτη Δρόσου – επιμ., εισ., σημ.: Λίζυ Τσιριμώκου), Αθήνα, Άγρα, 2008 [εφεξής: Τροχιές…]˙ Γιάννης Ρίτσος – Μέλπω Αξιώτη, Καταραμένα και ευλογημένα χαρτιά. Σπαράγματα αλληλογραφίας (1960-1966) (επιμ., εισ., σημ.: Μαίρη Μικέ), Αθήνα, Άγρα, 2015 [εφεξής: Καταραμένα και ευλογημένα…] .
[3] Βλ. Λίζυ Τσιριμώκου, «Εισαγωγή – Χαρτογραφία μιας φιλίας»: Τροχιές…, 47-48.
[4] Γ. Ρίτσος, Γλυκειά μου Λούλα…, 39.
[6] Ό.π., 265.
[7] Ό.π., 276. Πρβλ. Κ. Π. Καβάφης, «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου, ποιητού εν Κομμαγην»: Τα ποιήματα, τόμ. Β΄(1919-1933) (επιμ. Γ.Π. Σαββίδης), Αθήνα, Ίκαρος, 2014, 30.
[8] Γ. Ρίτσος, Τροχιές…, 253.
[9] Γ. Ρίτσος, Καταραμένα και ευλογημένα…, 283.
[10] Γ. Ρίτσος, Τροχιές…, 155. Αλλού σημειώνει: «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την ποίηση, ας είναι ευλογημένη»: ό.π., 243.
[11] Ό.π., 315.
[12] Γ. Ρίτσος, Γλυκειά μου Λούλα…, 252.
[13] Γ. Ρίτσος, Καταραμένα και ευλογημένα…,  127-128.
[14] Γ. Ρίτσος, Τροχιές…, 289-290.
[15] Γ. Ρίτσος, Καταραμένα και ευλογημένα…,  138.
[16] Ό.π., 161. Βλ. επίσης την επισήμανση του Ρίτσου ότι δεν θέλησε να ασχοληθεί με την κριτική και τη δοκιμιογραφία: «Με διεκδικεί ολόκληρον η ποίηση και δε μου αφήνει καιρό για κριτική, για μελέτη, για δοκίμια, για ερμηνείες και αναλυτικές περιγραφές της σημασίας της ποίησης. Γι’  αυτό προτιμώ να δουλεύω κατευθείαν στην ποίηση». Ό.π., 164.
[17] Ό.π., 148.
[18] Ό.π., 290.
[19] Γ. Ρίτσος, Τροχιές…, 277-279.
[20] Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά (επιμ. Γ.Π. Σαββίδης), Αθήνα, Ερμής, 1984, 31.
[21] Βλ. Γιάννης Ρίτσος, «Διανοούμενος», Τρακτέρ: Ποιήματα 1930-1942, τόμ. Α΄, Αθήνα, Κέδρος, 111978, 30.
[22] Βλ. Έλλη Φιλοκύπρου, Παλαμάς, Καρυωτάκης, Σεφέρης, Ελύτης: Η διαρκής ανεπάρκεια της ποίησης, Αθήνα, Εκδόσεις Μεσόγειος, 2006, passim.
[23] Βλ. Γ. Ρίτσος, Ποιήματα. Γίγνεσθαι 1970-1977, τόμ. Ζ΄, Αθήνα, Κέδρος, 1978, 130-131.
[24] Βλ. Γ. Ρίτσος, Καταραμένα και ευλογημένα…,  160, 163.
[25] Βλ. Γ. Ρίτσος, Τροχιές…, 125, 319, 338.
[26] Βλ. Γ. Ρίτσος, Καταραμένα και ευλογημένα…, 278.
[27] Βλ. Χρύσα Προκοπάκη, «Ένα γράμμα του Γιάννη Ρίτσου για την ποίησή του», Ο Πολίτης 109 (Νοέμβρ. 1990) 51-53.
[28] Ό.π., 52.
[29] Βλ. Γ. Ρίτσος, Καπνισμένο τσουκάλι, Ποιήματα 1941-1958, τόμ. Β΄, Αθήνα, Κέδρος, 1978, 250.
[30] Ιωάννα Κωνσταντουλάκη-Χάντζου, "Επτά επιστολές του Γ. Ρίτσου στον Στρ. Τσίρκα", Νέα Εστία 1547 (Χριστούγεννα 1991) 161-167.