Κυριακή 16 Ιουνίου 2019


Λεωνίδας Γαλάζης
Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας – Ποιητής

Από την ανεστιότητα στην αναζήτηση προορισμού και νοήματος

Νένα Φιλούση, Σώματα ασφαλείας, Αθήνα, Κύμα, 2019, σσ. 41.

Ο αμφίσημος τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της Νένας Φιλούση δεν παραπέμπει σε ό,τι σημαίνει η φράση «σώματα ασφαλείας», σε κυριολεκτικό επίπεδο, αλλά, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης μετά την ανάγνωση του βιβλίου, με τις ποικίλες συνδηλώσεις του, συναρτάται με τους θεματικούς άξονες του υπαρξιακού προβληματισμού, της φθοράς και του χρόνου, της ποίησης και της σιωπής, της κάλυψης και της αποκάλυψης, της ένδυσης και της απογύμνωσης και, ενδεχομένως, και με άλλους. Από αυτή την άποψη, ο τίτλος λειτουργεί ειρωνικά, όπως έχει ήδη επισημανθεί από τη Φροσούλα Κολοσσιάτου,[1] δεδομένου ότι σε κανένα από τα τριάντα τρία ποιήματα της συλλογής δεν εντοπίζεται το θέμα της βεβαιότητας, της σιγουριάς και της ασφάλειας, στην οποία θα ανέμενε κανείς να παραπέμπουν τα «σώματα ασφαλείας», στο κυριολεκτικό σημασιολογικό επίπεδο. Στο ποίημα “Sotto voce” με τη χρήση του πληθυντικού αριθμού («βεβαιότητες») υποδηλώνεται η πεποίθηση του ποιητικού υποκειμένου για το αδύνατον της όποιας βεβαιότητας σε σχέση με οτιδήποτε: «Ο πατέρας μου γερνά σαν τα παράθυρα που βάφει / το σπίτι κρυώνει και το δέντρο των παιδιών ψήλωσε / δυο τρεις βεβαιότητες ανεμίζουν το ράσο τους γύρω / παραβγαίνουμε λοιπόν» (σ. 32).[2] Αντίστοιχα, στο ποίημα «Μεταμόρφωση», τα μεσάνυχτα «οι βεβαιότητες βγάζουν τακούνια, πανωφόρια, κολιέ / και κάθονται, μετά φόβου Θεού στη βεράντα» (σ. 12).
Θα λέγαμε ότι κεντρικός θεματικός άξονας της συλλογής είναι ο υπαρξιακός προβληματισμός γύρω από τον οποίο συνυφαίνονται οι υπόλοιποι πιο άνω άξονες, τις περισσότερες φορές σε διάφορους συσχετισμούς και συνδυασμούς στο ίδιο ποίημα και όχι μεμονωμένα. Πολλά από τα ποιήματα της συλλογής είναι (εν όλω ή εν μέρει) ποιήματα ποιητικής, όχι όμως ενός εγωκεντρικού ποιητικού υποκειμένου, αλλά μιας ενδοκειμενικής ποιήτριας που βρίσκεται σε εγρήγορση και προβληματίζεται γύρω από τον κοινωνικό της ρόλο, χωρίς να απεμπολεί τους επάλληλους και συχνά αλληλοσυγκρουόμενους ρόλους της. Στο “Salto mortale”, ένα ποίημα ποιητικής ηθικής, η ποίηση παρουσιάζεται να κινδυνεύει από τους ίδιους τους ποιητές, όταν αυτοί δημιουργούν ως «φιλήσυχοι πολίτες», και, με την αδιαφορία τους για ό,τι συμβαίνει γύρω τους, είναι επικίνδυνοι όχι μόνο για την τέχνη αλλά και για τη ζωή: «Απίστευτο πόσα αδέλφια μας κυκλοφορούν / με μαχαίρια στη ζώνη οριζόντια / γυμνά σαν περισπωμένες» (σ. 9). Η ιαματική λειτουργία της ποίησης αμφισβητείται στο ποίημα «Μεταμόρφωση», ενώ στην «Ενδυματολογική περιπέτεια» αντιπαραβάλλεται η γνήσια και αυθεντική ποίηση, που απορρέει από μια εσώτερη και βαθύτερη ανάγκη προς την επιφανειακή και επιδερμική στιχουργία: «Ποίημα είναι όταν φοράς ένα ρούχο πολυκαιρισμένο / χαμένο απ’ όλες τις φρονιμάδες / και γίνεται δέρμα». […] «Ρούχα πολλά, της ελαφρότητας / και ποιήματα άνευ ουσίας / έτσι λέω στην τράπεζα / αλλά με αγνοούν» (σ. 13). Και στους στίχους αυτούς αλλά και σε άλλους της συλλογής είναι αξιοσημείωτος ο ενδυματολογικός κώδικας, με διάφορες και συχνά αντίθετες συνδηλώσεις. Εδώ το ρούχο που γίνεται δέρμα ενδεχομένως υποδηλώνει τη βασανιστική σχέση του ποιητή με την τέχνη του, ως αγώνα και αγωνίας για την έκφραση. Από την άλλη, η ουσία της ποίησης δεν είναι η «φρονιμάδα» ή η ευθυγράμμιση με τα καθιερωμένα, αλλά η κριτική εγρήγορση.
Η εγρήγορση αυτή συχνά βιώνεται επώδυνα από το ποιητικό υποκείμενο, που αισθάνεται την ανάγκη να αποποιηθεί την τέχνη του: «Εν τω μεταξύ πλένομαι, νυχτώνει και τρομάζω / με τρομάζουν τα ποιήματα / δε θέλω να διαβάζω αλλά με κυνηγούν / πάω για ύπνο δεν ήμουν εγώ, δεν ήμουν εγώ σήμερα φωνάζω / και από αύριο έχει ο θεός» (σ. 18). Η αυτοκριτική διάθεση του ποιητικού υποκειμένου είναι περισσότερο έντονη στο ποίημα «Ιλιγγιωδώς με την όπισθεν: γαστέρα (Προσοχή στην ανάγνωση)», στο οποίο συγκρούονται οι ρόλοι της ποιήτριας, της μητέρας και της γυναίκας, με αποτέλεσμα την υφολογική ενάργεια, η οποία υπηρετείται από την εναλλαγή των φωνών της μάνας-γυναίκας-ποιήτριας με τη φωνή του παιδιού της: «Καλά, στον Θεό μου, αυτό είναι ποίημα / να μου τριβελίζει τον ύπνο; Θα την κόψω ρε / θα την κόψω θα την κόψω θα την κόψω. / Καλή λευτεριά γριά δερματίλα! / ̶  Ρε μάνα, κόψε την ποίηση και βρες έναν ψυχαναλυτή / να δούμε τι φταίει» (σ. 25).
Ωστόσο, η ποιητική δημιουργία προβάλλεται σε αντιδιαστολή προς τη φθορά και, συνεπώς, η εγκατάλειψή της δεν είναι τόσο εύκολη όσο ακούγεται. Το ποίημα «Επισκέψεις» επισφραγίζεται από την πικρή γεύση της αποτυχίας του ποιητικού υποκειμένου να αποτυπώσει την ποιητική ιδέα (έμπνευση) με λέξεις: «Έκανα ένα έτσι να πιάσω το ποίημα απ’ την ιδέα / αλλά έμεινα με τα φτερά στα δάχτυλα» (σ. 34). Στο ίδιο ποίημα είναι ενδιαφέρουσα η συνάντηση της ενδοκειμενικής ποιήτριας με την ποίηση, σε μιαν ατμόσφαιρα νυχτερινής κόπωσης και μόνωσης.
Βέβαια, η ποίηση για την ποίηση δεν είναι αυτοσκοπός για τη Φιλούση. Σε πολλά από τα ποιήματα της νέας συλλογής της η ποίηση συναρτάται προς την ανεστιότητα και την αναζήτηση προορισμού και νοήματος, όπως θα μπορούσε να αναδειχθεί σε μια συστηματική διερεύνηση του θεματικού μοτίβου του σπιτιού σε συσχετισμό με τους διάφορους θεματικούς άξονες του βιβλίου. Εξάλλου, από την ποιήτρια δεν προκρίνεται η ερμητική ποίηση της ιδιώτευσης, αλλά η ποίηση για τον άνθρωπο: «Έκτοτε, γυρνάμε περίλυποι / γράφοντας ασήμαντα στιχάκια / ξέρεις, απ’ αυτά που δεν καταδέχεται κανένας / να γράψει στο μπλουζάκι του» («Επιμνημόσυνος λόγος», σ. 14).
Ακόμη και αν τα ποιήματα μοιάζουν με «φαναράκια / που μαζεύουν ήλιο / για ν’ ανάψουν μόνα τους το βράδυ», η έμπνευση και γενικότερα η ποιητική δημιουργία δεν είναι μία αντανακλαστική δραστηριότητα συσσώρευσης βιωμάτων. Πρόκειται για μια πολύ πιο σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία, κατά την οποία η μετουσίωση των εμπειριών σε ποίηση είναι επίμοχθη και επώδυνη, είτε γιατί υπόκειται σε πολλαπλές επεξεργασίες είτε γιατί ανασύρει στη μνήμη του δημιουργού «ενοχλητικές» μνήμες και αλήθειες (σ. 15).
Η Νένα Φιλούση στη νέα της ποιητική συλλογή Σώματα ασφαλείας ανοίγει το ποιητικό της εργαστήρι στον αναγνώστη, εκθέτοντας με αντικομφορμισμό και δραστική ειρωνεία όχι μόνο τις αναζητήσεις και τις ανησυχίες του ποιητικού υποκειμένου-δημιουργού, αλλά και τις κοινωνικές παθογένειες ή δυσλειτουργίες στο πλαίσιο των οποίων συντελείται η ποιητική δημιουργία. Από αυτή την άποψη, θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να διερευνήσει κανείς τα ίδια θέματα σε πρόσφατα δημοσιευμένες ποιητικές συλλογές.
Εξάλλου, το θεματικό μοτίβο της φθοράς και του χρόνου επανέρχεται σε πολλά ποιήματα της συλλογής και πολύ συχνά σε συνδυασμό με τα πολύσημα σύμβολα του σπιτιού και των επιμέρους αντικειμένων, κατά τρόπο που μας θυμίζει την αντίστοιχη θεματική στη Σονάτα του σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου. Στο ποίημα «Ειδική προσφορά» «κάτι αδέσποτες γάτες /ένα ρημαγμένο τίποτα / συσκευές χωρίς καλώδια / πετσετάκια προγιαγιάς ξεδοντιασμένα» συνδηλώνουν τη φθορά και την εγκατάλειψη (σ. 8). Η αίσθηση της φθοράς ως επώδυνο υπαρξιακό βίωμα εκβάλλει στην ποιητική δημιουργία: «Η ποίηση σ’ ένα παράθυρο με ξύλο φαγωμένο / όπου στέκομαι για ν’ ανασαίνω φτερουγίσματα ρυθμού / ακούω τις εικόνες και αγγίζω τα θροΐσματα» (σ. 34).
Η δυναμική αντίθεση κάλυψη – αποκάλυψη, στο νέο ποιητικό βιβλίο της Φιλούση συνδέεται με το κεντρικό θέμα του σώματος και παράλληλα με τη δεσπόζουσα χρήση του ενδυματολογικού κώδικα. Το σώμα και το ρούχο, η ένδυση και η απογύμνωση είναι μοτίβα που επανέρχονται στα ποιήματά της, στο πλαίσιο μιας υπαρξιακής προβληματικής όχι μόνο γύρω από τη ζωή και το νόημά της, αλλά και γύρω από τη σχέση της ζωής με την τέχνη και ειδικότερα την ποίηση. Η κάλυψη του σώματος με «πολύχρωμες αυτάρκειες» παραπέμπει στο υπαρξιακό κενό και στην εξαπάτηση, σε αντίθεση με την αποκάλυψη/απογύμνωση που συνδηλώνει την απελευθέρωση, την αυθεντικότητα και την ειλικρίνεια («Φυτέψτε δέντρα στην πλαγιά εκεί», σ. 10 – «Ενδυματολογική επιμέλεια», 13). Ο μετεωρισμός του ποιητικού υποκειμένου μεταξύ των δύο παραπάνω καταστάσεων παρουσιάζεται ως μια λύση επιβίωσης, τραγική και επώδυνη: «Βάζω τα ρούχα μου / βγάζω τα ρούχα μου / Πονάει η στεφάνη στο κεφάλι μου / σκέφτομαι ολοένα τη μοιραία κίνηση / να μελετάω τον γκρεμό και το ρέμα / να κόβονται τα χέρια μου στον παγοθραύστη […]» (σ. 38).
Ο τραγικός αυτός μετεωρισμός εντοπίζεται και ως διάζευξη μεταξύ του οικείου και του ξένου, του οίκου και του άστεως (μέσα # έξω). Οι εικόνες των φθαρμένων σπιτιών συνδηλώνουν την απειλή για ό,τι οικείο μάς περιβάλλει και παράλληλα την απώλεια της ιδιωτικότητας. Από την άλλη, η αποξένωση δεν περιορίζεται αυτοαναφορικά μόνο ως βίωμα του ποιητικού υποκειμένου, αλλά επεκτείνεται και ως αυτοειρωνική αποτύπωση μιας δυσάρεστης κατάστασης που αντιμετωπίζουν πολλοί μετανάστες στη χώρα μας, εξαιτίας της δικής μας συμπεριφοράς απέναντί τους: «Γελαστά δουλικά βγήκαν κυριακάτικα / με την ομπρέλα για τον ήλιο / και μας κοιτάν χαμηλωμένα. Κάθονται στο πάρκο, ανοίγουν το φαΐ τους / και τρώνε τον δικό τους πόλεμο / και φτύνουν τους δικούς μας στίχους» (σ. 30).
Από πολλές απόψεις, λοιπόν, η συλλογή της Νένας Φιλούση Σώματα ασφαλείας είναι ένα αξιόλογο βιβλίο, τόσο για την αρτιότητα του ποιητικού λόγου (που ξεχωρίζει για τη λιτότητα και τη λειτουργικότητα των εκφραστικών μέσων) όσο και για την αντισυμβατική και αντικομφορμιστική ακτινοσκόπηση της σύγχρονης κυπριακής κοινωνίας.

Ο Φιλελεύθερος, 13 Ιουνίου 2019.





[1] Βλ. Φροσούλα Κολοσσιάτου, «Σώματα ασφαλείας της Νένας Φιλούση» (13 Μαΐου 2019): http://stigmalogou.blogspot.com/2019/05/blog-post_13.html, πρόσβαση: 2 Ιουνίου 2019.
[2] Με τους εντός παρενθέσεων αριθμούς σελίδων παραπέμπουμε στην υπό σχολιασμό ποιητική συλλογή της Νένας Φιλούση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου