Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Ρήνα Κατσελλή, Οδοδείχτες του παλιού καιρού




Λεωνίδας Γαλάζης

Ρήνα Κατσελλή, Οδοδείχτες του παλιού καιρού. Ένα μυθιστήρημα σε μικρές ιστορίες, Λευκωσία, Εκδόσεις Χρυσοπολίτισσα, 2014.

Ο τίτλος του νέου μυθιστορήματος της Ρ. Κατσελλή Οδοδείχτες του παλιού καιρού προκαλεί εύλογες απορίες στον αναγνώστη. Μήπως πρόκειται για ένα πεζογράφημα με ηθογραφικές και ηθοπλαστικές προδιαγραφές; Άραγε συνδηλώνει την εξιδανίκευση του παρελθόντος και κηρύσσει την επιστροφή σ' αυτό με ιστορικιστικούς όρους; Από την άλλη,  με τον υπότιτλο ο αναγνώστης προϊδεάζεται για την αυτοτέλεια των επιμέρους κεφαλαίων, που όμως συγκλίνουν σε μια σύνθεση. Διαβάζοντας τους Οδοδείχτες..., που εκτυλίσσονται στην πόλη και στην επαρχία Κερύνειας σ' ένα διάστημα 54 χρόνων (1883-1937), διαπιστώνουμε, αφενός, ότι η ηθογραφική πρόθεση είναι όντως εμφανής τόσο σε αρκετά σημεία του κυρίως κειμένου όσο και στις περισσότερες από τις 99 υποσημειώσεις του μυθιστορήματος και, αφετέρου, ότι τα ηθογραφικά στοιχεία συνυφαίνονται με το κύριο σώμα της αφήγησης περιγραφικά και όχι αξιολογικά και χωρίς ηθοπλαστικές ή διδακτικές παραινέσεις ή παρεκβάσεις. Οι οδοδείχτες, λοιπόν, απλώς δείχνουν, δεν υποδεικνύουν και ο παλιός καιρός δεν ταυτίζεται με μια χρυσή εποχή. Εξάλλου, τα 19 Κεφάλαια του βιβλίου, αν και διατηρούν μια σχετική αυτοτέλεια, ενορχηστρώνονται με μαεστρία σε μια ενιαία μυθιστορηματική σύνθεση, τουλάχιστο όσον αφορά τους κύριους ήρωες του αφηγήματος, και ίσως ο υπότιλος “μυθιστόρημα σε μικρές ιστορίες” είναι μια ένδειξη συγγραφικής μετριοπάθειας. Ας σημειωθεί, επιπλέον, ότι τα συνδετικά στοιχεία που συνέχουν τις “μικρές ιστορίες” είναι εμφανή από τα περιεχόμενα που προτάσσονται και στα οποία ο αναγνώστης, εκτός από τον τίτλο κάθε Κεφαλαίου, διαβάζει μια συνοπτική περίληψή του, συγγραφική τακτική αρκετά συνηθισμένη στο παλαιότερο μυθιστόρημα, όπως επισημαίνει ο Franz Stanzel.1
Όπως είδαμε, λοιπόν, ο χρόνος της ιστορίας εκτείνεται σε 54 χρόνια, από τις αρχές μέχρι τα μέσα της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο. Προφανώς, η ιδιωτική ζωή των μυθιστορηματικών προσώπων επηρεάζεται άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο από τον δημόσιο βίο και τα ζητήματα που τον αφορούν. Για παράδειγμα, η παρέμβαση του μητροπολίτη Κερύνειας Κύριλλου Βασιλείου που οδηγεί στον γάμο της Ειρήνης με τον Γιάννη Ρότσο γίνεται στον απόηχο του Αρχιεπισκοπικού Ζητήματος, ενώ ο αρραβώνας του Λεοντή και της Ελένης, κόρης του Γιάννη, και ο θάνατος του πατέρα της  συμβαίνουν το 1931, λίγους μήνες πριν από τα Οκτωβριανά, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Λεοντής, ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος, πετροβολά τους άγγλους στρατιώτες, αν και προηγουμένως δεν θεωρήθηκε άξιος να ενταχθεί στην ΕΡΕΚ, καθώς τον θεωρούσαν αγγλόφιλο:

Ο Λεοντής με τον Νεοκλή ήταν από τους πρώτους που έφτασαν
στη Μητρόπολη και όταν οι Εγγλέζοι στρατιώτες, που τους
ακολούθησαν, ξανάδωσαν διαταγή για διάλυση, άρχισε πετροπόλεμος
εναντίον τους [...]. Ο Λεοντής γέμισε τα χέρια του και τους τις έριχνε
μια-μια όσο πιο δυνατά μπορούσε, μα οι Τζιονήδες όρμησαν και
πυροβόλησαν στο ψαχνό τούτη τη φορά. (σ. 173)

Ας δούμε τώρα πώς συνυφαίνονται τα νήματα της αφήγησης στους Οδοδείχτες του παλιού καιρού. Στο μυθιστόρημα εφαρμόζεται το συγγραφικό αφηγηματικό σχήμα, δεδομένου ότι η αφήγηση εκφέρεται από έναν συγγραφικό αφηγητή, που σε αρκετά σημεία του κειμένου αποποιείται την παντογνωσία του, παραχωρώντας μέρος αυτού του προνομίου στα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, μέσω της τεχνικής του ελεύθερου πλάγιου λόγου, δηλαδή του συνδυασμού της φωνής του αφηγητή με τη φωνή του μυθιστορηματικού ήρωα.2
Στο απώτερο χρονικό σημείο της ιστορίας (1883) (Κεφάλαια 1 και 2), η Ελένη Κατσικού, η δυναμικότερη ίσως γυναικεία μορφή του βιβλίου, παρά τις αντιρρήσεις της, δίνει την ευχή της στον δεκαπεντάχρονο γιο της Γιαννή Ρότσο, να εγκαταλείψει τον Καραβά, με στόχο να πραγματοποιήσει το όνειρό του να γίνει ναυτικός, αφού δεν επιθυμούσε να ακολουθήσει την ποιμενική ζωή της μητέρας του. Έτσι, αναχωρεί με το καΐκι του καπετάν Πικλίγιαννη (ενός προσώπου για το οποίο γίνεται λόγος και στο Κερύνεια εκ στόματος γερόντων)3 για την Αττάλεια. Η συνέχεια της ιστορίας αυτής δίνεται στο 14ο Κεφάλαιο, όταν ο ήρωας κάνει έναν απολογισμό της ζωής του, λίγο πριν από τον θάνατό του. Στις πολιτείες της Μικράς Ασίας μαθαίνει διάφορες τέχνες, όμως εξαιτίας της άστατης και ανοικονόμητης  ζωής του, δεν πραγματοποιεί το όνειρο, για το οποίο μετανάστευσε και, μετά από τη δωδεκάχρονη αποδημία του, επιστρέφει στην Κερύνεια, για να μη φύγει ποτέ πια:

Το όνειρό του όμως, το μεγάλο του όνειρο, δεν ήταν τίποτε
απ' όλα αυτά. Το όνειρό του ήταν να μάθει όλα τα μυστικά
των καϊκιών, να γίνει καπετάνιος και να οδηγά ο ίδιος μεγάλη
τρικάταρτη σκούνα, στο απέραντο πέλαγος. (σ. 157)

Στην Κερύνεια, ο Γ. Ρότσος μπαίνει στην υπηρεσία του Άγγλου γιατρού της πόλης και βιάζει την δεκατριάχρονη ψυχοκόρη του Ειρήνη, καθώς τον διευκολύνει γι' αυτό η Μαρία η Αραπού, που επίσης υπηρετούσε τον γιατρό. Για εννιά χρόνια Ειρήνη και Γιάννης συμβιώνουν και κάνουν παιδιά, όντας ανύπαντροι, καθώς η οικονομική κατάσταση του άντρα δεν επέτρεπε τον γάμο. Η ανατροπή σ' αυτή την κατάσταση επέρχεται όταν η Μαρία, νιώθοντας τύψεις για το κακό που έκανε στην Ειρήνη και θεωρώντας ότι ο θάνατος του πρώτου της παιδιού, καθώς και η αρρώστια του δεύτερου, οφείλονταν σε θεϊκή τιμωρία για το κρίμα της, μετανοεί και επανορθώνει προσφέροντας ένα σημαντικό χρηματικό ποσόν στο ανύπαντρο ζεύγος μέσω του μητροπολίτη Κερύνειας Κύριλλου Βασιλείου. Μετά τον γάμο του, ωστόσο, ο Γ. Ρότσος συχνά ασκεί σωματική βία στη γυναίκα του, από παθολογική ζήλια, αρχίζοντας μάλιστα από τη Δευτέρα του γάμου τους!
Με την επανεμφάνιση της μητέρας του Γιάννη Ελένης στο προσκήνιο της αφήγησης, στο 7ο Κεφάλαιο, αναδεικνύονται, εκτός από τον δυναμισμό και την εργατικότητά της, και άλλες αρετές της, όπως είναι η ευστροφία, η ενσυναίσθηση και η αξιοπρέπεια. Μόλις διέκρινε στο σώμα της νύφης της τα σημάδια του ξυλοδαρμού από τον γιο της,  θεωρώντας αυτή τη συμπεριφορά απαράδεκτη και παρέχοντας στο ζεύγος σημαντική οικονομική βοήθεια, συμβουλεύει την Ειρήνη να διαβιβάσει στον γιο της ότι δεν εγκρίνει τη βίαιη στάση του απέναντι στην ίδια.
Ανάμεσα στο 7ο και 8ο Κεφάλαιο μεσολαβεί ένα διάστημα 13 χρόνων (1904-1917), στη διάρκεια του οποίου επέρχονται σημαντικές ανατροπές στην οικογένεια του Γιάννη Ρότσου. Ο ίδιος έχει μετατρέψει τον καφενέ του σε λέσχη πολυτελείας και η Ειρήνη, 37 χρόνων τώρα, έχοντας αποκτήσει συνολικά 14 παιδιά, πάσχει από φυματίωση, απομονώνεται από τα λοιπά μέλη της οικογένειας και, στις τελευταίες της μέρες, κάνει έναν απολογισμό της ζωής της, όπου έχουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της χρήσης του ελεύθερου πλάγιου λόγου, που καθιστά την αφήγηση πιο θερμή και συγκινητική:

Τώρα το είχε χωνέψει πως ήταν φθισική και πως οι μέρες της
ήταν μετρημένες. Από το χτικιό κανένας δεν γλίτωνε, τον έπαιρνε
ο Χάρος στα σίγουρα. Μα και ποιον δεν παίρνει ο Χάρος στα σίγουρα;
Μόνο που αυτή δεν ήταν γριά, μόλις τριάντα εφτά χρονών! Είχε περάσει
πολλά αυτά τα τριάντα εφτά χρόνια. Ορφάνεψε μικρή και τα λίγα που
της δόθηκαν τής δόθηκαν δύσκολα. Στα δεκατρία της την πήρε με το ζόρι
ο άντρας της και την είχε αστεφάνωτη έξι χρόνια να τη γκαστρώνει κάθε
χρόνο! Ευτυχώς ο Δέσποτας τούς βοήθησε και παντρεύτηκαν! Με το γάμο
άρχισε να παίρνει πάνω της. Ο Θεός μακαρίσει την πεθερά της, που της
στάθηκε σαν δεύτερη μάνα.4 (84)

Με πικρία αναλογίζεται η ηρωίδα, στη συνέχεια, τη μετανάστευση των δύο μεγαλύτερων γιων της στην Αμερική και την Αγγλία και με πόνο αποχαιρετά το ένα από τα τρία παιδιά που απέμειναν κοντά της, την Ελένη, όταν αναχωρεί με τον πατέρα της για τον Καραβά, όπου θα την άφηνε σε συγγενείς του, από φόβο μήπως μεταδοθεί σ' αυτήν η αρρώστια.
Στο 9ο Κεφάλαιο πρωταγωνιστεί η Ελένη, που μετά τον θάνατο της μητέρας της βιώνει τις συνέπειες της ορφάνιας, κατά τρόπο που θυμίζει στον αναγνώστη την παιδική ηλικία της δεύτερης. Ζώντας στο σπίτι της σκληρής εξαδέλφης της Σοφίας, που τη μεταχειρίζεται σαν να είναι δούλα, έχει μόνο τη συμπαράσταση της αδελφής της, Ουρανής,  η οποία τη βοηθά να συνειδητοποιήσει την εκμετάλλευση που υφίσταται και εν τέλει να πείσει τον πατέρα της Γιάννη Ρότσο να την πάρει μαζί του πίσω στην Κερύνεια. Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η συνοχή ανάμεσα στις μικρές ιστορίες του βιβλίου, που εν τέλει συγκλίνουν σε μια στέρεη μυθιστορηματική σύνθεση, υπηρετείται και από την παρουσία του Γιάννη στα πρώτα 14 κεφάλαια του βιβλίου και του Λεοντή και της Ελένης στα τελευταία 11.
Το επόμενο κομβικό σημείο στην πλοκή του μυθιστορήματος είναι η μετανάστευση των αδελφών της Ελένης, Νεοπτόλεμου και Σάββα, στην Αμερική (1928), με εγγύηση του πατέρα τους, που ασκεί τώρα το επάγγελμα του χασάπη. Ζώντας μόνη με τον πατέρα της η Ελένη διαπιστώνει με πικρία πως εκείνος δάνειζε χρήματα στις αδελφές του, αντί να φροντίσει για την ίδια (Κεφάλαιο 10). Από το Κεφάλαιο 11 (“Η γιαγιά η Ελένη”) εμφανίζεται ένα ακόμη πρωταγωνιστικό πρόσωπο, ο Λεοντής, που προκαλεί την αντίδραση των εύπορων γονιών του, όταν αποφασίζει να παντρευτεί την Ελένη, παρά την κοινωνική διαφορά των οικογενειών τους.
Και, φυσικά, κρίνοντας εκ των υστέρων, ο Γ. Ρότσος νιώθει ευτυχής που δεν πραγματοποίησε το θέλημα του τοκογλύφου και υποψήφιου δημάρχου Πιέρου να σφάξει δύο από τα βόδια του Λεοντή, που η οικογένειά του υποστήριζε τον ανθυποψήφιό του. Ακόμη ο ίδιος δυσκολεύεται να πιστέψει ότι ο Λεοντής, ένας πλούσιος, όμορφος και γόης που τον ερωτεύονταν όλες οι νέες της Κερύνειας, επέλεξε την κόρη του για γυναίκα του, παρά την κατώτερη κοινωνική τους θέση. Ας σημειωθεί, επιπλέον, ότι η απόφαση του Γιάννη να μην εκτελέσει την επιθυμία του Πιέρου οφειλόταν κυρίως σε μια βαθιά ριζωμένη πρόληψη, σύμφωνα με την οποία η σφαγή βοδιού ήταν ταμπού, για τους χριστιανούς:

Τριάντα χρόνια χασάπης [...] μα ποτέ δεν σήκωσε το μαχαίρι του
σε βούδι. Κακό να σφάξεις βούδι, το ήξερε από τους γονιούς του
και από τη μάνα του την Κατσικού, που κουμάνταρε τα τρία κοπάδια
της πάνω στο βουνό, τα καλύτερα κοπάδια της περιοχής. (138)

Το θέμα της ιερότητας των βοδιών εντοπίζεται και στο Κερύνεια εκ στόματος γερόντων :

Το 'ξερε από πολύ μικρός: όταν έσφαζαν βούδι, έπρεπε να φεύγει
για να μην παρασταθεί στο ξεψύχισμά του. “Τα βούδκια ένι σαν
τα πλάσματα, γιε μου!”. [...] Άραγε είναι αλήθεια πως σαν ξεψυχά
ένα βούδι και το βλέπεις πιάνεται κι η δική σου ψυχή; Πόσο μεγάλο
κρίμα είναι να φας το κρέας του; Ή μπας κι όλα αυτά ήταν λόγια
του αέρα; Όχι πως πεθυμούσε να φάει βοδινό, μα όλοι οι ξενικοί
το 'τρωγαν και δε φαίνονταν να νιώθουν τύψη γι' αυτό. Ίσως να 'ναι
μονάχα πρόληψη όπως αυτή που 'χουν οι Τούρκοι για το χοιρινό.5

Στο 13ο Κεφάλαιο η σχέση του Λεοντή και της Ελένης, που είναι πια αρραβωνιασμένοι, διέρχεται μια σύντομη και παροδική δοκιμασία εξαιτίας της επίσκεψης μιας παλιάς γνώριμης του πρώτου, της Σμαράγδας. Στο τέλος, αποκαλύπτεται ότι οι διαχυτικές χειρονομίες του Λεοντή απέναντι στη φιλοξενούμενή του οφείλονταν στο γεγονός ότι έπασχε από φυματίωση και ότι γρήγορα θα πέθαινε. Το επανερχόμενο μοτίβο της ασθένειας και του πρόωρου θανάτου ορισμένων από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος συγκινεί τον αναγνώστη:
Η Ελένη θυμήθηκε πως και η μάνα της πέθανε από χτικιό αρκετά νέα
αφήνοντάς την ορφανή. Δεν την άφησαν να πάει ούτε στην κηδεία της.
Η μάνα της, που όσο και αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να θυμηθεί
καθαρά το πρόσωπό της και που δεν είχε ούτε μια φωτογραφία της για θύμηση [...]. (151)

Το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή η Ελένη, βιώνει με διαφορετικό τρόπο τις τελευταίες στιγμές του πατέρα της (Κεφ. 14), ο οποίος προβλέποντας τον επικείμενο θάνατό του, δίνει οδηγίες στην κόρη του να ετοιμάσει όλα τα απαραίτητα για την κηδεία και την ταφή του.
Στο τελευταίο από τα πέντε κεφάλαια που διαδραματίζονται το 1931 (Κεφ. 15) πριμοδοτείται ο δημόσιος χρόνος, δεδομένου ότι παρουσιάζεται ο απόηχος των Οκτωβριανών στην Κερύνεια, με την πατριωτική στάση του Λεοντή, παρά τη φημολογούμενη, όπως είδαμε, δήθεν αγγλόφιλη στάση του. Στο Κεφάλαιο 16 η αφήγηση εστιάζεται σ' έναν ακόμη θάνατο από ανίατη ασθένεια, ενός άντρα αυτή τη φορά, του αδελφού της Ελένης Ευριπίδη, που προκαλεί νέα αναβολή του γάμου της με τον Λεοντή.
Στο Κεφάλαιο 17, που τιτλοφορείται “Το θαύμα του Αποστόλου Αντρέα”, ο Λεοντής αποφασίζει να μεταβεί στο ομώνυμο μοναστήρι, στην Καρπασία, για να προσφέρει ένα δαμάλι ως τάμα στον Άγιο, δεδομένου ότι τα περισσότερα από τα δαμάλια που γεννήθηκαν στο αγρόκτημά του ήταν ελαττωματικά, γεγονός που αποδόθηκε, σύμφωνα με τις προλήψεις της εποχής, σε μάτιασμα ή σε δοκιμασία από τον Θεό. Η περιγραφή της διαδρομής από την Κερύνεια στο μοναστήρι, με ενδιάμεσο σταθμό την Ακανθού, και η εξιστόρηση των δυσκολιών του ταξιδιώτη μέχρι την άφιξη στον προορισμό του, γίνονται με μαεστρία από τη συγγραφέα, ώστε οι σελίδες αυτές να είναι, κατά τη γνώμη μας, από τις ωραιότερες του μυθιστορήματος.
Εξίσου συναρπαστικοί είναι και οι διάλογοι μεταξύ του Λεοντή με δύο πρόσωπα του μοναστηριού, δηλαδή του μοναχού που κάνει την παράκληση για τα ζώα του και ενός παράξενου άντρα. Ο τελευταίος, μακριά από τις προλήψεις της αρραβωνιαστικιάς και της μάνας του Λεοντή, ερμηνεύει ορθολογικά το πρόβλημα που αντιμετώπιζε εκείνος με τα ζώα του: αυτό οφειλόταν σε αιμομιξία και θα λυνόταν μόνο με αντικατάσταση του ταύρου! Ωστόσο, επιστρέφοντας στην Κερύνεια, ο Λεοντής δεν διστάζει να ταυτίσει τη μορφή του παράξενου άντρα με τον άγιο και τη γνωμάτευσή του με θαύμα.
Ο Λεοντής πρωταγωνιστεί και στα τελευταία δύο κεφάλαια του μυθιστορήματος. Στο 18ο  Κεφάλαιο, ο αφηγητής, αφενός με την τεχνική της αναδρομής στο παρελθόν, εστιάζει στην παιδική ηλικία του ήρωα και, αφετέρου τονίζει στην αγάπη του για τη μουσική. Από την άλλη, αποδίδει τη θλίψη και τον φόβο της Ειρήνης, εξαδέλφης της Ελένης, ότι θα παρέμενε ανύπαντρη, ενώ η τελευταία σύντομα θα παντρευόταν. Στο τελευταίο Κεφάλαιο, η Ειρήνη, βρίσκει γαμπρό με τους επιδέξιους χειρισμούς του Λεοντή και της Ελένης, των οποίων επίκειται ο γάμος, αφού ταυτοχρόνως περιμένουν παιδί.
Προτού ολοκληρώσουμε, σημειώνουμε ότι ο σχεδιασμός του εξωφύλλου του νέου βιβλίου της Ρ. Κατσελλή έγινε από τη Σταυρινή Κατσελλή. Τόσο το εξώφυλλο όσο και μερικές από τις εσωτερικές σελίδες κοσμούνται από χαρακτικά που παραχωρήθηκαν ευγενώς από τον χαράκτη Χαμπή. Πρόκειται για απεικονίσεις δέντρων και φυτών που περιέχονται στο βιβλίο τουΟ Σπανός τζι οι σαράντα δράτζιοι.
Εν κατακλείδι, Οι οδοδείχτες του παλιού καιρού είναι ένα αξιόλογο και αξιανάγνωστο μυθιστόρημα τόσο για την ισοζυγισμένη συνύφανση των ηθογραφικών και ιστορικών δεδομένων με τα στοιχεία της μυθοπλασίας ( σοφή τεχνική αποδεικνύεται η διοχέτευση των πρώτων στις υποσημειώσεις) όσο και για τη διάπλαση από τη συγγραφέα ολοκληρωμένων μυθιστορηματικών προσώπων και χαρακτήρων που εντυπώνονται στη μνήμη του αναγνώστη σαν να είναι υπαρκτά πρόσωπα.


1. Franz Stanzel, Θεωρία της αφήγησης (μτφρ. Κυριακή Χρυσομάλλη-Henrich), Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1999, 79.

2. Βλ. ό.π., 153, 162. Ας σημειωθεί ότι ο Fr. Stanzel επισημαίνει ότι “στο πλαίσιο του συγγραφικού αφηγηματικού σχήματος είναι δυνατή η περιοδική εμφάνιση της εσωτερικής όψης των χαρακτήρων με μορφή του ΕΠΛ [=ελεύθερου πλάγιου λόγου], όπως π.χ. στο Emma της Jane Austen, γεγονός που αποκαθιστά προσωρινά εσωτερική προοπτική”. Ό.π. 184-185. 

3. Βλ. Ρ. Κατσελλή, Κερύνεια εκ στόματος γερόντων, Λευκωσία, Εκδόσεις Χρυσοπολίτισσα, 1977, 21.

4. Η φωνή του μυθιστορηματικού προσώπου σημειώνεται με όρθια γράμματα, ενώ η φωνή του αφηγητή με πλάγια.

 5. Βλ. Ρήνα Κατσελλή, Κερύνεια εκ στόματος γερόντων..., 19. Τόσο στο αφήγημα αυτό όσο και στους Οδοδείχτες του παλιού καιρού εντοπίζουμε το θέμα της σφαγής των βοδιών από Τουρκοκύπριους χασάπηδες. Βλ. ό.π. και Ρ. Κατσελλή, Οδοδείχτες..., 138.
 
Πρώτη δημοσίευση: Νέα Εποχή 324 (Καλοκαίρι 2015) 81-85.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου