Τρίτη 14 Αυγούστου 2018


«Το νησί της γλώσσας»
Νταλιά Σταπονκούτε, Από τις δύο διαλέγω την τρίτη. Η μικρή μου Οδύσσεια, Αθήνα, Νεφέλη, 2017

Αν ένα καλό λογοτεχνικό έργο προκαλεί ερωτήματα, απορίες και προβληματισμούς, χωρίς να προσφέρει οριστικές απαντήσεις στον αναγνώστη, τότε το βιβλίο της Νταλιά Σταπονκούτε Από τις δύο διαλέγω την τρίτη. Η μικρή μου Οδύσσεια, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2017 από τις εκδόσεις Νεφέλη, σε μετάφραση του Σωτήρη Σουλιώτη, είναι ιδιαίτερα αξιόλογο, γραμμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί κανείς να επανέρχεται σε αυτό και να αναζητεί εκ νέου απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα γύρω από την πατρίδα, το ταξίδι, τη γλώσσα, την όσμωση των πολιτισμών, που είναι τα κυριότερα θέματά του, με επίκεντρο τη ζωή της συγγραφέως ανάμεσα στην πατρίδα της, Λιθουανία, και την Κύπρο, όπου ζει εδώ και αρκετά χρόνια. Η πρώτη δημοσίευση του βιβλίου (2014) έτυχε ευμενούς υποδοχής στη Λιθουανία, όπου βραβεύτηκε το 2015 με το Α΄ Βραβείο Κριτικών και με το Α΄ Βραβείο Αναγνωστών.
Μια πρώτη απορία του αναγνώστη είναι σε ποιο λογοτεχνικό είδος εντάσσεται το βιβλίο αυτό. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ενώ βάσιμα μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι δεν πρόκειται για μυθιστόρημα ή για δοκίμιο, δύσκολα μπορεί να τεκμηριωθεί ότι αυτό εντάσσεται ασυζητητί στην ταξιδιωτική λογοτεχνία, καθότι η στόχευση της συγγραφέως δεν είναι τοπιογραφική. Με άλλα λόγια, οι αναφορές στα ταξίδια της δεν αποσκοπούν σε απλές περιγραφές των χωρών που επισκέπτεται, αλλά περισσότερο στην ανάλυση μιας εσωτερικής οδύσσειας, κατά τον τρόπο του Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος είναι ένας από τους συγγραφείς που μετέφρασε η Νταλιά στα λιθουανικά. Η αναζήτηση και ο νόστος του Οδυσσέα, για να δανειστούμε τον γνωστό τίτλο μονογραφίας του Δ.Ν. Μαρωνίτη, είναι ο κεντρικός θεματικός άξονας του βιβλίου, γύρω από τον οποίο διαπλέκονται τα θέματα του ταξιδιού, της γλώσσας, της πατρίδας, του πολιτισμού, όχι μεμονωμένα και παρατακτικά, αλλά σε μια διαρκή διαλεκτική σχέση και δυναμική αλληλεξάρτηση.
Ο αινιγματικός, ως προς το πρώτο σκέλος του, τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στη ζωή της συγγραφέως ανάμεσα στη Λιθουανία και στην Κύπρο και στα αναπόφευκτα διλήμματα ή ενίοτε και συγκρούσεις, ως συνέπεια αυτής της διπολικής σχέσης, που αποτυπώνεται συμπυκνωμένα στις τελευταίες σελίδες του:

Μετά από πολλά χρόνια ζωής στην Κύπρο φαίνεται ότι έγινα Κύπρια
μόνο κατά μία πλευρά, και ότι η άλλη μου πλευρά, η λιθουανική, προ-
σπαθούσε συνέχεια να νικήσει την πρώτη. Η ένταση της αντίδρασης
απομάκρυνε τη μία μου πλευρά από την άλλη, δημιουργώντας ανάμεσά
τους κάτι καινούριο, τρίτο, που ακόμα δεν το ξέρω πολύ καλά. Μήπως
αυτό αναπόφευκτα μου ανοίγει έναν τρίτο χώρο, τον απέραντο κόσμο,
τον χώρο της διανοητικής και δημιουργικής δράσης μου; […] Έχασα
πια το ενδιαφέρον να συγκρίνω δύο πατρίδες και τις πραγματικότητές
τους […] και έχω πια το δώρο της ατελείωτης «διγενικής» αμφιβολίας,
του Διγενή Ακρίτα, για το πού είμαι… (305)

Το βιβλίο αποτελείται από πέντε μέρη και τον «Επίλογο για Διγενείς». Στο Πρώτο Μέρος, που τιτλοφορείται «Κυκλική κίνηση» δεσπόζει η συγκριτική παρουσίαση της κυπριακής και λιθουανικής καθημερινότητας, με τα μέσα και τους τρόπους της αφηγηματικής πεζογραφίας και με συχνά αφοπλιστική αμεσότητα που επιτυγχάνεται με το ύφος και τη διάθεση της εξομολόγησης σ’ ένα φιλικό πρόσωπο. Με τις αναφορές στο οικογενειακό περιβάλλον της αφηγήτριας, στενότερο και ευρύτερο, αποδίδεται η προσπάθειά της για τη διατήρηση δεσμών με δύο γλώσσες, πολιτισμούς και πατρίδες, όταν εν τέλει συνειδητοποιεί ότι «η πραγματική της κατοικία έγινε το νησί της γλώσσας», βιώνοντας τραυματικά την αδυναμία να «αφουγκραστεί τη μητρική της γλώσσα» στην καθημερινή της ζωή (86). Στο Δεύτερο Μέρος, με τον τίτλο «Αποχαιρετισμός φίλων και αγαπημένων» η συγγραφέας υπερβαίνει το δίπολο Κύπρου – Λιθουανίας, αποτυπώνοντας τις ταξιδιωτικές εμπειρίες της από διάφορες μεγαλουπόλεις, όπως η Πετρούπολη, η Νέα Υόρκη, το Σαν Φρανσίσκο και η Βαρκελόνη και ανασκοπώντας τη βίωση του ταξιδιού ως μιας εσωτερικής εμπειρίας, ενώ στο Τρίτο Μέρος («Ο τόπος είναι ο ίδιος – Οι κατευθύνσεις καινούριες») ο στοχασμός της συγγραφέως γύρω από το ταξίδι, τη γλώσσα και τους ανθρώπους που ζουν στο μεταίχμιο δύο διαφορετικών γλωσσών και πολιτισμών (τους «διγενείς», όπως τους ονομάζει) αναπτύσσεται σε συνάρτηση με την περιγραφή των ταξιδιών της στην Κωνσταντινούπολη και στο Πακιστάν. Στο Τέταρτο Μέρος («Δρομολόγια και σταθμοί γλωσσών»), γύρω από τα περιστατικά της γνωριμίας της Νταλιά με τον συγγραφέα Θοδωρή Καλλιφατίδη, και δύο επισκέψεών της, της μιας στη Φουερτεβεντούρα, ενός από τα Κανάρια νησιά, και της άλλης στο Κάουνας της Λιθουανίας, αναπτύσσεται η προβληματική της γύρω από τη γλώσσα και το ταξίδι και τη διαλεκτική τους σχέση. Στο Πέμπτο (και τελευταίο) Μέρος, που τιτλοφορείται «Το προαίσθημα της τρίτης χώρας», η συγγραφέας αναζητεί, όπως είδαμε πιο πάνω, διέξοδο στο αίσθημα του εγκλεισμού που βιώνει σε δύο χώρες της περιφέρειας, όπως είναι η Λιθουανία και η Κύπρος: «Όλες οι χώρες του κόσμου», γράφει, «έχουν με τον “άλφα” ή “βήτα” τρόπο χαρακτηριστικά περιφέρειας, και οι άνθρωποι σαν τον Οδυσσέα, όπου και αν βρίσκονται, παντού νιώθουν κλεισμένοι. […] ‘Ετσι, όταν το κανάλι “Κύπρος – Λιθουανία” στενεύει, όταν οι δυνατότητες αυτοέκφρασης και στις δύο χώρες μετατρέπονται σε αμήχανη σιωπή, τα κύματα σπρώχνουν το καράβι μου σε ουδέτερα χωρικά ύδατα […] μιας τρίτης χώρας. Με αυτές τις μεταφορές εννοώ “φανταστικές” και “πραγματικές” μεγαλουπόλεις, επαγγελματικά ταξίδια και συμβόλαια, το αναπόφευκτο ταξίδι στη σύγχρονη εποχή […]». (284) Στα επιλεγόμενα του βιβλίου, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επίλογος για διγενείς», η συγγραφέας αναφέρεται στις «ατέλειωτες μικρές οδύσσειές» της και στις πολλές αβεβαιότητες που την διακατέχουν, καθώς τις αναλογίζεται, θεωρώντας ότι η σαφήνεια «είναι εφικτή μέσα στα στενά όρια του χρόνου και του τόπου, ενώ η αμφιβολία και ο διχασμός είναι αιώνια». Η κατακλείδα του βιβλίου παραπέμπει στο τέλος της Οδύσσειας του, προσφιλούς στη συγγραφέα, Νίκου Καζαντζάκη: «Κι αυτό συμβαίνει στους απροσάρμοστους, που οι οδύσσειές τους δεν τελειώνουν με τον γυρισμό στο σπίτι, στην ονειρεμένη τους Ιθάκη, αλλά, όπως φαίνεται, από εκεί αρχίζουν (314).
Η αέναη αναζήτηση του Οδυσσέα, που είναι η δεσπόζουσα θεματική του βιβλίου, συνδέεται με μιαν αντίστοιχη αναζήτηση τρόπων γραφής, αν κρίνουμε από τα διάφορα επίπεδα της υφολογικής του διαστρωμάτωσης. Τον οικείο και εξομολογητικό τόνο των πρώτων δύο μερών διαδέχεται μια διαφοροποιημένη ρητορική στα τελευταία τρία μέρη, όπου κυριαρχεί ο περισσότερο σύνθετος δοκιμιακός λόγος, χωρίς ωστόσο να έχουμε σε κανένα κεφάλαιο απόλυτο διαχωρισμό αυτών των υφολογικών στρωμάτων. Άλλωστε σε αυτήν ακριβώς τη μείξη έγκειται το ιδιαίτερο προσωπικό ύφος της συγγραφέως, αλλά και η μεταιχμιακή γραφή της, που δυσχεραίνει κάθε προσπάθεια για ειδολογική κατηγοριοποίηση του βιβλίου της.
Το ταξίδι και η γλώσσα είναι για τη συγγραφέα αλληλένδετα, σε βαθμό που θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει το βιβλίο της Από τις δύο διαλέγω την τρίτη. Η μικρή μου Οδύσσεια ως ταξίδι στη γλώσσα αλλά και αντίστροφα ως μια αποτίμηση των γλωσσών του ταξιδιού, δηλαδή της νοηματοδότησης και της μεταφυσικής του, στο πλαίσιο μιας ανοιχτής διαπολιτισμικής οπτικής. Το ταξίδι στη γλώσσα είναι ταυτόχρονα και ταξίδι στην κοσμοαντίληψη και στη νοοτροπία (αν θυμηθούμε τον ομηρικό στίχο «πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω») και για τη συγγραφέα αρχίζει από τη σύγκριση των νοοτροπιών στις δύο «πατρίδες» της: Για την κυπριακή στάση ζωής σημειώνει, λόγου χάρη, ότι «η Αυτού Μεγαλειότης το “Σιγά Σιγά” είναι ο μεγαλύτερος πλούτος του νησιού» και ότι «κάποιες φορές το να μη βιάζεσαι είναι σοφία, που έχει δοκιμαστεί από την εμπειρία» (36), ενώ η Λιθουανία είναι, για την ίδια, «σύμβολο της αιώνιας κίνησης» (124). Επιπλέον, διακατέχεται έντονα από το οδυσσειακό βίωμα του ατέρμονου ταξιδιού και της αναζήτησης, γράφοντας:
        
Όταν γυρίζω στη Λιθουανία νιώθω ότι βρέθηκα σε ξένη χώρα. Όταν γυρίζω
         στην Κύπρο το ίδιο. Πέρασαν κάτι δεκαετίες, κι εγώ παραμένω ταξιδιώτισσα,
         που κάθε πρωί απ’ την αρχή ξεκινά τον δρόμο της από το συμβολικό κατώφλι
         του σπιτιού της. Για να νιώσεις ταξιδιώτισσα, δεν είναι απαραίτητο να φτιάχνεις
         κάθε μήνα έναν σάκο και να ταξιδεύεις κάπου. Είναι εσωτερική κατάσταση. (174)

Ας σημειωθεί ότι η συγγραφέας ασχολήθηκε συστηματικά με το ζήτημα του ταξιδιού και της πολιτισμικής μετάφρασης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, στη διδακτορική της διατριβή, αξιοποιώντας «τη θεωρία του Μιχαήλ Μπαχτίν για τον χρονότοπο, ως μέρος της ευρύτερης προσέγγισής του για τον διάλογο των πολιτισμών» (https://lekythos.library.ucy.ac.cy/handle/10797/5783).[1] Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτο πως δύο από τους χρονότοπους που διερευνά στη διατριβή της η Νταλιά – οι οποίοι ανιχνεύονται στο βιβλίο της που παρουσιάζουμε απόψε – είναι α) «ο χρονότοπος απόδρασης από την πατρίδα στο έργο του Τζόναθαν Ραμπάν (Jonathan Raban),[2] [που] καταδεικνύει τις κοινωνικές και τις εθνικές μεταμορφώσεις της μητρικής γλώσσας»˙ β) «ο χρονοτόπος του «πουθενά» και η αναζήτηση του δικού μας τόπου στο έργο του Πίκο Υιέρ (Pico Iyer)[3] […]» (ό.π.).
Στο νέο της βιβλίο η συγγραφέας συγκρίνει την έναρξη του ταξιδιού με την εκμάθηση της γλώσσας «που αρχίζει από την πρώτη μετάφραση» και θεωρεί ότι «η εκμάθηση μιας άλλης γλώσσας σε νέα χώρα» ισοδυναμεί με την οικοδόμηση μιας νέας ζωής, καθώς ο άνθρωπος αναγκάζεται «να ριχτεί σε ένα μακρύ ταξίδι, σε μια καινούρια κοσμοθεωρία, που κατακαίει σαν λάβα την προηγούμενη που είχε» (310). Ακριβώς είναι γι’ αυτό που η επιλογή ενός τρίτου δρόμου, για υπέρβαση του βασανιστικού αυτού διχασμού, καθίσταται απόλυτα αναγκαία.
Από την άλλη, η αντίληψη του ταξιδιού ως μιας βαθύτερης εσωτερικής ανάγκης, ειδικά για έναν άνθρωπο που «μοιράζει τη ζωή του»  ανάμεσα σε δύο πατρίδες, υπογραμμίζεται με έμφαση. Εκείνο που τονίζεται είναι πως η προετοιμασία για το ταξίδι «επισκιάζει τη γοητεία του ίδιου του ταξιδιού […]» και προσλαμβάνει τον χαρακτήρα μιας μεταφυσικής προεργασίας «που μετατρέπει όλα τα άλλα σε πράγματα ήσσονος σημασίας» (186).
Επομένως, εκείνο που προσδίδει αξία στο βιβλίο αυτό είναι το γεγονός ότι η συγγραφέας ξεπέρασε τον σκόπελο της συγγραφής ενός μονοδιάστατου ταξιδιωτικού αφηγήματος, με επιφανειακές περιγραφές τοπίων της Κύπρου και  της Λιθουανίας. Στόχευσε και πέτυχε να αποτυπώσει την αγωνία και τους προβληματισμούς της, ανάγοντας την προσωπική της ιστορία σε μια παραδειγματική περίπτωση γύρω από την οποία  αναπτύσσεται μια κριτική αποτίμηση των προκλήσεων του 21ου αιώνα, ειδικά σε συνάρτηση με την πατρίδα και τον τόπο, τη γλώσσα και το ταξίδι, τον νόστο και την αποξένωση, την αναζήτηση και το τέρμα, την Ιθάκη και την υπέρβασή της, σε μια διαρκή αναζήτηση νέων δυνατοτήτων για συνέχιση του ταξιδιού στη γλώσσα και της γλώσσας σ’ ένα ταξίδι δίχως τέλος με διαστάσεις οικουμενικές.







[1] Dalia Staponkute, Translation as travel: the US in and out of the world in the work of Jonathan Raban, Pico Iyer, William Gibson and Alphonso Lingis (PhD Dissertation), Department of English Studies, University of Cyprus, 2010.
[2] Διακεκριμένος Βρετανός συγγραφέας έργων ταξιδιωτικής λογοτεχνίας (γεν. 1942)
[3] Αμερικανός πεζογράφος και δοκιμιογράφος (γεν. 1957)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου