Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Λεωνίδας Γαλάζης
Ποιητής, Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας

Εκτεταμένη χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου και συναρπαστική αφήγηση
Ανδρέας Ονουφρίου, Λευκά και μαύρα αρπακτικά, Αθήνα, Πηγή, 2019.

Το νέο μυθιστόρημα του καταξιωμένου πεζογράφου Ανδρέα Ονουφρίου συγκαταλέγεται στα αφηγήματα που διαβάζονται απνευστί. Η αυστηρή ενότητα του μύθου και της πλοκής, η λειτουργική χρήση της γλώσσας, η πριμοδότηση της αφήγησης έναντι της περιγραφής, ο πλούσιος διάλογος, ο συνδυασμός της μηδενικής εστίασης του παντογνώστη αφηγητή με την εσωτερική εστίαση των προσώπων του μυθιστορήματος μέσω της εκτεταμένης χρήσης του ελεύθερου πλάγιου λόγου καθιστούν τα Λευκά και μαύρα αρπακτικά ένα αξιόλογο πεζογράφημα.
Η πλοκή του μυθιστορήματος, χωρίς περιττές παρεκβάσεις, αναπτύσσεται γύρω από τα νεανικά χρόνια του Δημήτρη, γεννημένου σ' ένα χωριό της Κύπρου, τη σύγκρουσή του με τον πατέρα του, εξαιτίας του άστατου χαρακτήρα του και της άσχημης συμπεριφοράς του απέναντι στη μητέρα του, και την απόφασή του να φύγει από το νησί με προορισμό τον Πειραιά, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής με τη βοήθεια ενός παλιού γνώριμού του από τον στρατό. Χωρίς ηθικές αναστολές ή άλλους ενδοιασμούς ο Δημήτρης εισέρχεται στον κόσμο της νυχτερινής ζωής των περιχώρων του λιμανιού και πιο συγκεκριμένα αρχίζει να εργάζεται σε έναν οίκο ανοχής, όπου γρήγορα αναδεικνύονται οι οργανωτικές του ικανότητες. Μια δολοφονία στον πρώτο αυτό χώρο εργασίας του είχε ως αποτέλεσμα την εσπευσμένη εγκατάλειψή του μαζί με τις γυναίκες που εργάζονταν εκεί και την αναζήτηση νέου «σπιτιού» για την εργοδότηση όλων. Ο νέος αυτός χώρος είναι το «σπίτι» της μαντάμ Ζωζώς, στο Μεταξουργείο, όπου και πάλι ο Δημήτρης γρήγορα επιτυγχάνει με το οργανωτικό του δαιμόνιο να ανακαινίσει το άθλιο υποστατικό και να αυξήσει τα κέρδη. Ωστόσο, η οικονομική του επιτυχία ήταν επισφαλής, καθώς γρήγορα έχασε μεγάλα ποσά στο χαρτοπαίγνιο. Δανείζεται χρήματα από την αγαπημένη του Αγγελίνα και υπεξαιρεί ένα μεγάλο χρηματικό ποσόν από το ταμείο της Ζωζώς. Όμως, η ελπίδα του να ανακτήσει το μεγάλο χρηματικό ποσόν που έχασε δεν εκπληρώνεται και γι' αυτό αποφασίζει να επιστρέψει στην Κύπρο.
Σε αυτό, το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος (Κεφάλαια 1-7, σσ. 5-60), οι χρονικοί δείκτες είναι ελάχιστοι. Παράλληλα και οι τοπικοί δείκτες που αφορούν την Κύπρο είναι πάρα πολύ περιορισμένοι, σε αντίθεση με τις εμφανώς περισσότερες αναφορές στον Πειραιά και τα περίχωρά του. Βέβαια, και σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση, αποφεύγονται οι εκτεταμένες περιγραφές. Κυρίως αξιοποιούνται για τη νατουραλιστική απεικόνιση του εσωτερικού χώρου στα κακόφημα «σπίτια», όπου εργάστηκε ο κεντρικός ήρωας. Προφανώς, η επιλογή για περιορισμένη χρήση τοπικών δεικτών οφείλεται στη συγγραφική πρόθεση για αποφυγή οποιασδήποτε τυχόν ταύτισης της μυθοπλασίας με πραγματικές καταστάσεις ή γεγονότα της ταραγμένης περιόδου των αρχών της δεκαετίας του 1970 στην Κύπρο.
Το δεύτερο κομβικό σημείο της πλοκής, η γνωριμία του Δημήτρη με την Έλλη, μια νεαρή εργάτρια, ενταγμένη στο αριστερό συνδικαλιστικό κίνημα (Κεφάλαια 8 έως 13 [σσ. 61-105]) σηματοδοτεί την αργή αλλά σταθερή αλλαγή του χαρακτήρα του, που κορυφώνεται στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου. Ο Δημήτρης δεν είναι ένα στατικό πρόσωπο, καθώς σταδιακά εγκαταλείπει τον καιροσκοπισμό, τον κυνισμό και την άστατη ερωτική ζωή. Καταλυτικός για την αργή αυτή «μεταμόρφωσή» του ήταν ο έρωτάς του για την Έλλη, η οποία «ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα, όχι σκλάβα αλυσοδεμένη στις αντιλήψεις αυτών που, με την ισχύ που τους έδινε ο πλούτος τους, γύρευαν να την ποδηγετήσουν, να της τσακίσουν την περηφάνια, να αμφισβητήσουν τα δικαιώματά της» (σ. 65). «Δυναμική και ζόρικη», αλλά ταυτόχρονα «γλυκιά και τρυφερή» (σ. 73) η Έλλη, αφενός, πρωτοστατεί στις εργατικές διεκδικήσεις, γαλουχημένη με τη μαρξιστική ιδεολογία, και, αφετέρου, με την αγάπη της οδηγεί τον Δημήτρη σε ενδοσκόπηση και αυτοκριτική για το αμαρτωλό παρελθόν του, δηλαδή στην αριστοτελική αναγνώριση, χωρίς την οποία θα ήταν αδύνατη η χαρακτηρολογική διαφοροποίησή του. Από την άλλη, με την πρώτη επαφή του πρωταγωνιστή με το οικογενειακό περιβάλλον της Έλλης, είναι ευδιάκριτες οι πρώτες ενδείξεις ενός οικογενειακού δράματος με επίκεντρο τον αδελφό της, Λίνο, «ένα πλάσμα λεπτεπίλεπτο, σχεδόν γυάλινο [...], λιγομίλητο, κλεισμένο στον εαυτό του, σχεδόν μελαγχολικό» (σ. 75).
Στο 12ο Κεφάλαιο του μυθιστορήματος αναδεικνύεται η οργανωτική ικανότητα του Δημήτρη, χάρη στην ευστροφία του οποίου οι συνδικαλιστικές διεκδικήσεις στο εργοστάσιο όπου εργαζόταν η Έλλη έχουν αίσια έκβαση. Έπειτα, αντιμετωπίζονται με τόλμη και θάρρος από τον ίδιο οι προσπάθειες για τρομοκράτηση και φίμωση της νέας. Στο περιθώριο των βασικών αυτών συμβάντων της πλοκής, σκιαγραφείται ελλειπτικά η τραγική φιγούρα του Λίνου και ειδικότερα η ομοφυλοφιλία του. Παράλληλα, παρουσιάζεται συνοπτικά η ταραγμένη πολιτική κατάσταση των παραμονών της κυπριακής τραγωδίας του 1974, σε συνάρτηση με τη στάση των πιο πάνω προσώπων απέναντι σε αυτήν. Η ανησυχία της Έλλης και ο φόβος του Λίνου αντιπαραβάλλονται προς την αδιαφορία του Δημήτρη, που παρά την αρχόμενη χαρακτηρολογική του μεταστροφή, είναι ακόμη πολιτικά ανενεργός και αδιάφορος:

Ο τόπος κομματιαζόταν, μέρα με τη μέρα. Σιγά-σιγά, οι αντιφρονούντες
ροκάνιζαν τα θεμέλια της τάξης. Γύρευαν να πάρουν την εξουσία στα χέ-
ρια τους και δεν σταματούσαν μπροστά σε τίποτα. Καθημερινά, σκάζανε
βόμβες. Κάτω από αυτοκίνητα, δημόσια κτήρια· έπεσαν ακόμα και κορμιά.
Μέρα με τη μέρα, η παρανομία φούντωνε. Η Έλλη ανησυχούσε, δεν τη χω-
ρούσαν οι τόποι. Ο Δημήτρης δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για όλ' αυτά.
Ήταν ευτυχισμένος. Είχε ό,τι ήθελε· ας φάνε όλοι οι άλλοι το κεφάλι τους,
αυτός τι είχε να χάσει; Ο Λίνος όμως φοβόταν. Φοβόταν, σαν κορίτσι. Το
«γυάλινο αγόρι» (σ. 93).

Η ανησυχία της Έλλης, φυσικά, δεν ταυτίζεται με τον φόβο του αδελφού της, καθότι πηγάζει από την επίγνωση του γεγονότος ότι «η ευτυχία η δική μας και η ευτυχία του κόσμου είναι αλληλένδετες. Και κινδυνεύει με όσα γίνονται γύρω μας» (Κεφ. 13, σ. 104). Στην ερώτησή της μάλιστα αν μπορεί να φανταστεί ποιο θα είναι το αποτέλεσμα «αν τούτοι οι νυχτοβάτες πάρουν στα χέρια τους την εξουσία» (σ. 104), ο Δημήτρης απαντά με αδιαφορία, η οποία αποδίδεται με χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου: «Και γιατί, δηλαδή, να τον νοιάζει τον Δημήτρη; Μην ήτανε κανένας υπουργός και θα έχανε τη θέση του; Τι είχαν να μοιράσουν αυτοί οι διαβόλοι μαζί του; Αυτός κοιτούσε μόνο τη δουλειά του και δεν ανακατευόταν πουθενά» (ό.π.).
Η οριστική εγκατάλειψη της πιο πάνω ατομικιστικής στάσης επέρχεται στο τρίτο και μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος (Κεφ. 14-25), έστω και αν αυτή συμβαίνει όταν ο Δημήτρης συνειδητοποιεί ότι απειλείται ο ίδιος από τη γενικότερη ασταθή πολιτική κατάσταση. Η ανατίναξη και η καταστροφή του αυτοκινήτου του από τις δυνάμεις που επιδίωκαν την ανατροπή της νόμιμης τότε κυβέρνησης του νησιού, την ώρα που ο ίδιος ετοιμαζόταν να ασελγήσει σε βάρος του Λίνου, δεν επιτρέπει πλέον οποιονδήποτε εφησυχασμό:

Όσο κι αν ήθελε να μην ήταν αλήθεια, ήταν το αυτοκίνητό του αυτό που
είχε γίνει μια μάζα από άμορφα σιδερικά. Οι άνθρωποι της νύχτας τού το
τινάξανε στον αέρα, προς μεγάλη επιτυχία της επανάστασής τους. Ίσως,
βέβαια, να μην γνώριζαν πως αυτός αδιαφορούσε για όλ' αυτά· τους έφτανε
όμως που το κορίτσι του τους έμπαινε στη μύτη. Κάποιος έπρεπε να πλη-
ρώσει. [...] Έτσι, στα ξαφνικά και στ' ανέλπιστα βρέθηκε στην πολεμίστρα
ο Δημητράκης. Όχι στην άμυνα, όμως, αλλά στην επίθεση. Τιμωρός και
εξολοθρευτής, άλλωστε, δεν ήταν πάντα; (σσ. 117-118)

Συνεπώς, η αναγνώριση του γεγονότος ότι «η αδιαφορία που είχε για τον κόσμο γύρω του δεν οδηγούσε πουθενά» και η συναίσθηση ότι «όλα όσα πίστευε για τη ζωή ήταν λανθασμένα» (σ. 121) σηματοδοτούν την αφύπνισή του, την ενεργοποίησή του με στόχο την εκδίκηση, τη συμμετοχή του στα συλλαλητήρια και στις διαδηλώσεις, δίπλα στην Έλλη (σ. 122).
Η εμφάνιση του ξαδέλφου της Έλλης και του Λίνου στο 16ο Κεφάλαιο είναι αποφασιστικής σημασίας για την κορύφωση της πλοκής, καθώς από εδώ μέχρι την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος, η προσωπική τραγωδία του Λίνου συνυφαίνεται με την επερχόμενη εθνική τραγωδία. Ένα γράμμα, λοιπόν, του ξαδέλφου των δύο νέων, Βάσου Πετρίδη, προκαλεί αναστάτωση και ανησυχία στους ιδίους. Ο Πετρίδης, συνεργάτης των νυχτοβατών που ανατίναξαν το αυτοκίνητο του Δημήτρη, ήταν και ο θύτης του Λίνου, στην εγκιβωτισμένη αφήγηση του οποίου εκτίθενται τα καθέκαστα της συμφοράς που προκάλεσε στον ίδιο, στα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ: Κρυμμένος σε κρησφύγετο στο σπίτι των ξαδέλφων του και προσποιούμενος τον αγωνιστή, βίασε τον δεκαπεντάχρονο τότε ξάδελφό του, τον Λίνο, καθώς και τη συνομήλική του Σοφούλα, με την οποία τον συνέδεε ο αγνός εφηβικός έρωτας. Η μετανάστευση του Πετρίδη, μετά από τα γεγονότα αυτά, στον Καναδά δεν οφειλόταν, βέβαια, στην αγωνιστική στάση και προσφορά, όπως διατεινόταν, αλλά στον αισχρό χαρακτήρα και στην προδοτική του στάση, εξαιτίας των οποίων βρισκόταν σε κίνδυνο η ζωή του.
Η λύση του δράματος και η κάθαρση επέρχεται στα δύο τελευταία κεφάλαια του μυθιστορήματος. Με το δαιμόνιο και την πονηριά του Δημήτρη, ο οποίος γνώριζε επιπλέον ότι ο Πετρίδης είχε ενεργό συμμετοχή στην παράνομη οργάνωση που μεθόδευε από μέρα σε μέρα την ανατροπή της κυβέρνησης, ο δεύτερος φιλοξενείται μεν στο σπίτι της ξαδέλφης του, όπως είχε ζητήσει, αλλά στην ουσία εγκλωβίζεται εκεί, χωρίς να έχει δυνατότητα να επικοινωνήσει με τον Λίνο, όπως σχεδίαζε. Άκαρπη στάθηκε ακόμη και η προσπάθεια του Β. Πετρίδη να βρει οποιαδήποτε ενοχοποιητικά στοιχεία σε βάρος της ξαδέλφης του.
Γι' αυτό, μετά την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος, ο Πετρίδης επιστρέφει στο σπίτι των ξαδέλφων του με στρατιωτικό όχημα και με τη συνοδεία αρκετών ανδρών που δρώντας υπό τις διαταγές του, ερευνούν εξονυχιστικά κάθε δωμάτιο. Μετά από σκηνές έντασης και λεκτικών διαξιφισμών και μετά από άστοχους πυροβολισμούς του Πετρίδη, τη στιγμή που ο τελευταίος ετοιμαζόταν να σκοτώσει τον Δημήτρη, ο Λίνος επιτυγχάνει θανάσιμο πλήγμα στον θύτη του με μια μεταλλική προτομή του Λένιν:

Μια μεταλλική προτομή, με ξυσμένο το κεφάλι της από σφαίρα, ένας άψυ-
χος Λένιν τινάχτηκε, με δύναμη, και έπεσε στο κεφάλι του αφιονισμένου ε-
παναστάτη, που αύριο, ίσως, να γινόταν υπουργός στη νέα «επαναστατική»
κυβέρνηση. (σ. 204)

Και στην περίπτωση του Λίνου, λοιπόν, έχουμε έναν δεύτερο χαρακτήρα, που δεν παραμένει στατικός σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος, αλλά εξελίσσεται. Με τη διαφορά ότι στην περίπτωσή του, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με τον Δημήτρη, η χαρακτηρολογική μεταβολή επέρχεται ακαριαία, χωρίς τη σταδιακή προετοιμασία του ήρωα αλλά και του αναγνώστη. Μοιάζοντας να μην είναι «εκ του κόσμου τούτου», ο Λίνος αδυνατεί να κατανοήσει πού βρήκε τη δύναμη για την ηρωική του στάση, η οποία αποδίδεται από τον αφηγητή «στον πόνο μιας ρημαγμένης ζωής ή στον άδικο χαμό κάποιας Σοφούλας» (σ. 204).
Επομένως, η αφηγηματική δεινότητα του Ονουφρίου βασίζεται στην ικανότητά του να ενορχηστρώνει σκηνές με σύζευξη της παραστατικής αφήγησης και των πλούσιων διαλόγων. Αναδεικνύεται επίσης αριστοτέχνης ειδικά στην επιλογή των ιδιολέκτων που χρησιμοποιούν οι ήρωές του, ειδικά στις νατουραλιστικές απεικονίσεις της καθημερινότητας στα πορνεία του Πειραιά. Η τεχνική όμως που δεσπόζει στο μυθιστόρημά του Λευκά και μαύρα αρπακτικά και η οποία προσδίδει στην αφήγηση εξαιρετική ένταση είναι η εκτεταμένη σύζευξη της μηδενικής εστίασης του παντογνώστη αφηγητή με τις εσωτερικές εστιάσεις των προσώπων του μυθιστορήματος. Η σύζευξη αυτή υλοποιείται με την εκτεταμένη χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου και την παραχώρηση εκ μέρους του αφηγητή μεγάλου μέρους των «προνομίων» της παντογνωσίας του στα δρώντα πρόσωπα, η φωνή των οποίων συνδυάζεται με τη φωνή των προσώπων. Όπως σημειώνει ο Franz K. Stanzel, «ο ελεύθερος πλάγιος λόγος, όπου εμφανίζεται ενσωματωμένος στο συγγραφικό αφηγηματικό σχήμα, είναι από την άποψη της προοπτικής μια μεικτή μορφή από εσωτερική και εξωτερική προοπτική» (Θεωρία της αφήγησης, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1999, σ. 214). Με τη χρήση της τεχνικής αυτής ο αφηγητής αλλά και ο αναγνώστης αποστασιοποιούνται από τη νοοτροπία των ηρώων και «διαβάζουν» κριτικά τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις στάσεις και τις συμπεριφορές τους. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε στο νέο μυθιστόρημα του Α. Ονουφρίου στοιχεία κοινωνικής κριτικής, που είναι σύμφυτα με τη ρεαλιστική και σε πολλά σημεία νατουραλιστική απεικόνιση των καταστάσεων που αφηγείται. 

Ο Φιλελεύθερος, 13 Σεπτεμβρίου 2019

http://www.philenews.com/downtown/kritikes-gnomes/article/778980/ektetameni-chrisi-toy-eleftheroy-plagoy-logy-kai-synarpastiki-afigsi




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου